Όργανα του σώματος των υδρόβιων σπονδυλωτών, που εξυπηρετούν την κίνηση μέσα στο νερό. Πτερύγια έχουν τα ψάρια και τα θηλαστικά που προσαρμόστηκαν σε υδρόβια ζωή, όπως οι φάλαινες, οι φώκιες, τα δελφίνια κ.ά.
Τα πτερύγια των ψαριών είναι δύο ειδών: τα ζυγά και τα άζυγα (μονά). Υπάρχουν δύο ζεύγη ζυγών πτερυγίων: το θωρακικό που ορθώνεται στην ωμική ζώνη και το πυελικό που [GLi] ορθώνεται στη λεκάνη (πύελο).
Τα πτερύγια αυτά είναι ομόλογα με τα πάνω και κάτω άκρα των ανώτερων σπονδυλωτών. Ο ρόλος τους είναι σταθεροποιητικός. Τα άζυγα πτερύγια είναι τοποθετημένα στο επίπεδο συμμετρίας του ψαριού και διακρίνονται σε ραχιαία, ουραία και εδρικά. Στα πρωτόγονα είδη ψαριών υπήρχε ένα μόνο άζυγο πτερύγιο από τη ράχη ως την έδρα. Στις σημερινές όμως μορφές υπάρχουν ένα ή δύο ραχιαία, ανεξάρτητα ουραία και εδρικά (βλ. σχήμα). Σε μερικά ψάρια δεν εμφανίζονται όλα τα πτερύγια. Η ύπαρξη ή μη ορισμένων πτερυγίων χρησιμοποιείται ως κριτήριο στη συστηματική κατάταξη των ψαριών.
Το ουραίο πτερύγιο εξυπηρετεί την προώθηση του ψαριού στο νερό, ενώ τα άλλα άζυγα πτερύγια εξυπηρετούν τη διατήρηση της ισορροπίας.
Τα πτερύγια έχουν υποστηρικτικό [GLi] σκελετό από χόνδρινες, οστέινες ή κεράτινες ακτίνες ανάλογα με το είδος του ψαριού.
Τα πτερύγια των θηλαστικών που ζουν στο νερό διαφέρουν από τα πτερύγια των ψαριών.
Στα ζώα αυτά έγινε, δευτερογενώς, μετατροπή των άκρων σε πτερύγια, καθώς εξελίσσονταν και προσαρμόζονταν στο υγρό περιβάλλον.
Γι’ αυτό τα πτερύγια έχουν σκελετό, όπως τα άκρα των χερσαίων τετραπόδων.
Μια άλλη διαφορά είναι ότι το ουραίο πτερύγιο στα ζώα αυτά δεν είναι κατακόρυφο, όπως στα ψάρια, αλλά οριζόντιο.
Επιμέλεια Άρθρου : Γεώργιος Λυμπερόπουλος