Ρομαντισμός  – Romantismos

ρομαντισμός

Πνευματικό και καλλιτεχνικό κίνημα που εμφανίστηκε κυρίως στην Ευρώπη από τα μέσα του 18ου ως τις αρχές του 19ου αι. Κύρια γενικά χαρακτηριστικά του κινήματος είναι η έμφαση στη φαντασία και το συναίσθημα. Ως κίνημα ο ρομαντισμός εμφανίζεται σε όλες τις μορφές πνευματικής[GLi]και καλλιτεχνικής δραστηριότητας.

Φιλοσοφία.   Πνευματικό κίνημα, που εκδηλώθηκε ως αντίδραση στον ορθολογισμό της εποχής του διαφωτισμού.

Σε αντίθεση προς τον ορθολογισμό, που είχε θεοποιήσει το λογικό, ο ρομαντισμός επιζήτησε να κατανοήσει την πραγματικότητα με το συναίσθημα και τη φαντασία. Αναπτύχθηκε κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου και το πρώτο μισό του 19ου αιώνα.

 Συμπορεύτηκε με το ξεκίνημα του γερμανικού ιδεαλισμού και συμμερίστηκε μαζί του ένα θεμελιακό σκοπό και μια βασική δοξασία: ότι η γνώση πρέπει να εκταθεί, για να συμπεριλάβει και τα νοητά (αντιδιαστολή προς τα αισθητά, από τον Πλάτωνα ως τον Καντ), ότι όλη η πραγματικότητα είναι σε τελευταία ανάλυση πνευματική και μπορεί να γίνει γνωστή από το ανθρώπινο πνεύμα.

Η πεμπτουσία του φιλοσοφικού ρομαντισμού, που τον διαφοροποιεί από τα άλλα ιδεαλιστικά ρεύματα, βρίσκεται στην ιδιαίτερη αντίληψη που έχει για το πνεύμα: από αυτή την αντίληψη απορρέουν και η μεταφυσική αντίληψη του ρομαντισμού για τη φύση και τον άνθρωπο και η γνωσιολογική δοξασία για τον ιδιαίτερο (ρομαντικό) τρόπο έρευνας και κατανόησης της πραγματικότητας.

Οι ρομαντικοί φιλόσοφοι (Schlegel, Schelling, Schleiermacher) πρεσβεύουν ότι το Απόλυτο είναι Πνεύμα πρωταρχικά δημιουργικό, ότι η βαθύτερη ουσία όλων των πραγμάτων είναι η ενδόμυχη ορμή για αυτοπραγμάτωση, για αυτοέκφραση. Αν για το Φίχτε το Απόλυτο ήταν οντότητα ηθική και για το[GLi]Χέγκελ δύναμη λογική, για τους ρομαντικούς ήταν δύναμη πρωταρχικά καλλιτεχνική. Από εδώ πηγάζει και η αντίστοιχη μεταφυσική αντίληψη ότι ο κόσμος είναι πραγμάτωση του Πνεύματος, ο άνθρωπος είναι μια ανώτερη βαθμίδα αυτής της πραγμάτωσης, γιατί μέσω αυτής το Πνεύμα επιχειρεί να φτάσει σε αυτοσυνείδηση του εαυτού του.

Η επιστημολογία του ρομαντισμού θεμελιώνεται βασικά στη συγκίνηση και την ενόραση, μιλάει για βάθος αισθημάτων και για πληρότητα της εμπειρίας προκειμένου να κατανοηθεί η πραγματικότητα. Ο Λόγος δεν επαρκεί για να συλλάβει την έννοια του Απόλυτου, η γνωστική λειτουργία είναι έκφραση ζωής, ο φιλόσοφος πρέπει να προσεγγίσει τη φύση όχι με την ψυχρότητα της λογικής, αλλά με τη θέρμη του πάθους, της έμπνευσης, της συμπάθειας. Ο ρομαντισμός υπερτονίζει τη σημασία του συναισθηματικού παράγοντα στη γνωστική διαδικασία. Γνώση του κόσμου είναι η αναβίωση των βιωμάτων του δημιουργού του κόσμου.

Αισθητική. Ο ρομαντισμός ως μια ιδιαίτερη στάση απέναντι στην τέχνη και τη λειτουργία της, ως ερμηνεία του ωραίου και του σκοπού της ζωής, υπήρχε σε όλες τις εποχές και δεν μπορεί να θεωρηθεί αποκλειστικά ως έκφραση ορισμένης ιστορικής περιόδου.

Οπωσδήποτε όμως χαρακτηρίζει ιδιαίτερα την εποχή του ρομαντισμού και εκπροσωπείται από τους αδελφούς Σλέγκελ, το Νοβάλις, το Ρουσό, τον Ουγκό, το Λαμαρτίνο, το Σέλεϊ, τον Μπάιρον κ.ά. Η ουσία του συνοψίζεται στο ενδιαφέρον για τη φύση και τη φυσικότητα, στην προσπάθεια να [GLi] εκφράσει τη φύση με τρόπο άμεσο, απλοϊκό, φυσικό. Όλες οι καθιερωμένες μορφές, οι τύποι, οι κανόνες, οι συμβατικότητες, οι τεχνοτροπίες θεωρούνται από το ρομαντισμό εμπόδια για την αίσθηση, την απόλαυση, την έκφραση της ζωής. Από εδώ πηγάζει η μόνιμη αντίθεση του ρομαντισμού για κάθε είδος κλασικισμού, που οι τύποι του θεωρούνται εμπόδια, πέδικλα, φραγμοί ενοχλητικοί.

Η τέχνη πρέπει (κατά τους ρομαντικούς) να εκφράζει τα αισθήματα που εμπνέει η φύση, χωρίς καμιά εξιδανίκευση, χωρίς αφαίρεση και γενίκευση. Ο καλλιτέχνης πρέπει να εκφράζεται χωρίς κανένα περιορισμό αισθητικό ή κοινωνικό.

Οι ρομαντικοί προβάλλουν ως αρετές την ειλικρίνεια (φυσική έκφραση), τον αυθορμητισμό, το πάθος. Βεβαιώνουν με έμφαση την προτεραιότητα των αισθημάτων, της φαντασίας, των συγκινήσεων, με έντονη παράλληλα αποστροφή προς την ψυχρή λογική του διαφωτισμού.

Είναι ευνόητο πως μέσα σε τόσο γενικά πλαίσια διακηρύξεων στεγάζονται κάτω από το όνομα του ρομαντισμού πολλοί καλλιτέχνες και θεωρητικοί της τέχνης, που εκφράζουν αρκετά διαφορετικές απόψεις για τη φύση και τον άνθρωπο. Όλοι όμως συμφωνούν σ’ αυτά τα σημεία: απορρίπτουν την τυπικότητα και λατρεύουν τη φυσικότητα ως αξία πρωταρχική.

Εικαστικές τέχνες. Στις εικαστικές τέχνες το κίνημα του ρομαντισμού ήταν μεταξύ άλλων μια αντίδραση στο δόγμα του κλασικισμού, που μεσουρανούσε από την τελευταία ήδη δεκαετία του 18ου αι. Δεν είναι εύκολο να καθορίσει κανείς με ακρίβεια το χώρο και το χρόνο μέσα στον οποίο θα μπορούσαν να ενταχτούν οι αφετηρίες του ρομαντισμού στον τομέα των εικαστικών τεχνών. Οπωσδήποτε όμως μπορεί να διαπιστώσει ότι αρχικά οι ομάδες των οπαδών του ρομαντισμού εντοπίζονται σε μια περιορισμένη ελίτ της γαλλικής, της αγγλικής και της γερμανικής κοινωνίας, μέσα στις δύο πρώτες δεκαετίες του 19ου αι., αν και πολλά προρομαντικά στοιχεία ανιχνεύονται από πολύ παλιότερα.

Το παράλληλο ξεκίνημα της ρομαντικής ζωγραφικής στη Γαλλία, την Αγγλία και τη Γερμανία δε σημαίνει βέβαια ότι το έργο των ζωγράφων που την εκπροσωπούσαν ήταν ταυτόσημο. Αντίθετα μάλιστα: πέρα από ορισμένα σταθερά κοινά στοιχεία (που τα ξεχωρίζει κανείς και στην ποίηση) όπως είν[GLi]αι η αγάπη για το υποκειμενικό και το φανταστικό, ο γαλλικός, ο αγγλικός και ο γερμανικός ρομαντισμός στη ζωγραφική ξεκινούν από διαφορετικά ο καθένας δεδομένα και καταλήγουν σε διαφορετικά επίσης εκφραστικά μέσα.

Ο γαλλικός ρομαντισμός στη ζωγραφική αντιπροσωπεύεται κυρίως από τον Γκρο, το Ζερικό και τον Ντελακρουά. Το γεγονός ότι ο Γκρο ήταν μαθητής και συνεχιστής του έργου του μεγάλου νεοκλασικιστή ζωγράφου Νταβίντ μας υποχρεώνει να δεχτούμε ότι η επώαση του ρομαντισμού έγινε μέσα στα νεοκλασικά εργαστήρια.

Ο γαλλικός ρομαντισμός αντλεί τα θέματά του από τη σύγχρονη γαλλική ή ευρωπαϊκή ιστορία (Ντελακρουά «Η Ελευθερία οδηγεί το λαό στα οδοφράγματα», 1830, και «Οι σφαγές της Χίου», 1824), από τη σύγχρονη ζωή (Ζερικό: «Το ναυάγιο της Μέδουσας», 1818-1819), από θρύλους, δοξασίες και λαϊκές παραδόσεις, περιοχές που περιφρονούσε ο νεοκλασικισμός, καθώς και από το εξωτικό φολκλόρ.

Ας μην ξεχνάμε ότι η ναπολεόντεια εκστρατεία στην Αίγυπτο και η ελληνική επανάσταση είχαν ως αποτέλεσμα να ανακαλύψουν οι Γάλλοι την Αφρική και την Ανατολή, στην οποία εντασσόταν αόριστα και η Ελλάδα (Ντελακρουά «Γυναίκες στο Αλγέρι», 1834, «Ορφανή Ελληνίδα στο κοιμητήρι», 1824, «Μαροκινή γυναίκα», 1832 κ.ά.).

Στα έργα των ζωγράφων του γαλλικού ρομαντισμού εύκολα διαπιστώνεται η κυριαρχία του χρώματος πάνω στη γραμμή, η[GLi]προτίμηση της διαγώνιας σύνθεσης, η συχνά έκκεντρη τοποθέτηση του θέματος, η επικράτηση της κίνησης, της ταραχής, της αντιθετικότητας, στοιχεία που υπήρχαν στη ζωγραφική του μπαρόκ, δύο αιώνες πριν.

Ο αγγλικός ρομαντισμός δείχνει φανερή προτίμηση στο τοπίο, χωρίς καμιά αναφορά στην ανθρώπινη μορφή. Οι κύριοι εκπρόσωποί του θεωρούνται ο Τέρνερ και ο Κόνσταμπλ, που με την αναγωγή του τοπίου σε αυτόνομη εκφραστική δυνατότητα, χωρίς να αντιγράφουν τη φύση, προσπαθούν να μεταφέρουν στους πίνακές τους τούς εσωτερικούς νόμους του φυσικού κόσμου. Την περίοδο αυτή γεννιέται και η επιστήμη της μετεωρολογίας και ο Κόνσταμπλ θεωρεί την τοπιογραφία ως έναν κλάδο της φυσικής επιστήμης, ενώ ο Τέρνερ επιμένει ιδιαίτερα στη μελέτη των στοιχείων και των φαινομένων της φύσης.

Το κεντρικό πρόβλημα που συνθέτει τη ζωγραφική του γερμανικού ρομαντισμού είναι μια πανθεϊστική τάση με μυστικιστικά στοιχεία, μια τάση που μάχεται να εντάξει τον άνθρωπο στο φυσικό κόσμο και να τον θεωρήσει ως συνάρτησή του. Στα έργα των σπουδαιότερων Γερμανών ζωγράφων του ρομαντισμού, όπως του Φρίντριχ και του Ρούγκε, διαφαίνεται ένα πλήθος από μυστικιστικά σύμβολα μιας νέας θρησκείας. Ο πρώτος εκμεταλλεύεται στο έπακρο τις επιβλητικές φόρμες των γοτθικών ναών και των αλπικών βουνοκορφών («Σταυρός» και [GLi] «Καθεδρικός ναός στα βουνά», 1811) και ο δεύτερος, που ήταν γνωστός κυρίως για μια πραγματεία του σχετική με το χρώμα, έδωσε μια σειρά από πίνακες, στους οποίους το φως, λεπτόλογα δουλεμένο, συνδυάζεται με το θρησκευτικοσυμβολικό περιεχόμενο των θεμάτων του.

Λογοτεχνία. Κίνηση που εμφανίστηκε στα τέλη του 18ου και απλώθηκε κατά το 19ο αι. σε όλες σχεδόν τις αναπτυγμένες χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Κύρια χαρακτηριστικά του ρομαντισμού είναι ο αγώνας κατά της πραγματικότητας, η απομάκρυνση από το υπαρκτό και η διόγκωση του υποκειμενικού στοιχείου.

Ο ρομαντισμός έδωσε στη λογοτεχνία μια αφηρημένη διάσταση αγνοώντας την πολυμορφία της ζωής και προβάλλοντας μια φανταστική ιδανικότητα.

Βέβαια, σε πολλούς εκπροσώπους του ρομαντισμού τα αληθινά στοιχεία δεν απουσιάζουν πάντα και έτσι έχουμε μια διάκριση του ρομαντισμού που διαθέτει συγκινησιακή δύναμη.

Ο δρόμος προς το ρομαντισμό άνοιξε από μια σειρά λογοτεχνών που ονομάζονται προρομαντικοί (φον Σλέγκελ, ντε Στάελ, Σατομπριάν και κυρίως ο αβάς Πρεβό και ο Ζ. Ζ. Ρουσό στη Γαλλία, οι Λέσιγκ, Χέρντερ και ο νεαρός Γκαίτε στη Γερμανία και ο Τζ. Μακφέρσον με μια σειρά ποιητών στην Αγγλία).

Ο θρίαμβος του ρομαντισμού συντελέστηκε κυρίως στη Γαλλία, όπου κυριάρχησαν οι Ουγκό, Λαμαρτίνος, ντε Βινί, ντε Μισέ και Δουμάς (πατέρας). Στη Γερμανία κυριότεροι εκπρόσωποι υπήρξαν οι Γκαίτε, Σίλερ, Φίχτε,[GLi]Νοβάλις και Χάινε. Στην Ιταλία οι Λεοπάρντι και Μαντζόνι. Στη Ρωσία ο Πούσκιν και στην Αγγλία οι Γ. Σκοτ, Γουέρντσγουορθ, Κόλριτζ, Μπάιρον, Σέλεϊ και Κιτς. Ως ρομαντικοί θεωρούνται και οι Αμερικανοί Χόθορν και Πόε.

Μετά το 1850 άρχισε η παρακμή του ρομαντισμού, μολονότι πολλοί λογοτέχνες που διακρίθηκαν μετά έκλιναν προς το ρομαντισμό ή ήταν επηρεασμένοι από αυτόν.

Η παρακμή του ρομαντισμού στη λογοτεχνία δεν είναι άσχετη με την εμφάνιση νέων πολιτικοκοινωνικών θεωριών, που συγκλίνοντας περισσότερο προς το πραγματικό συντέλεσαν στον παραγκωνισμό του ρομαντισμού, που πρέσβευε κυρίως το ιδεατό.

Μουσική.   Ο ρομαντισμός στη μουσική εκφράζεται κυρίως με τη χρήση νέων μουσικών μορφών όπως το πρελούδιο, το ιντερμέτζο κ.ά., καθώς και με τη χρησιμοποίηση θεμάτων εμπνευσμένων από τους θρύλους και τα λαϊκά παραμύθια. Με τα μέσα αυτά οι ρομαντικοί μουσικοί έδιναν έμφαση στην προσωπική συναισθηματική έκφραση, ενώ είχαν τη δυνατότητα να πειραματιστούν με τη μορφή των έργων τους. [GLi] Ο Μπετόβεν και ο Σούμπερτ ήταν οι πρώτοι συνθέτες που προσπάθησαν να συγκεράσουν τις κλασικές φόρμες με τη ρομαντική εκφραστικότητα. Κυριότεροι ρομαντικοί συνθέτες είναι ο Μπερλιόζ, ο Σοπέν, ο Λιστ, ο Μέντελσον, ο Τσαϊκόφσκι, ο Βέμπερ, ο Ντονιτσέτι, ο Ροσίνι, ο Βέρντι, ο Βάγκνερ κ.ά. Ο μουσικός ρομαντισμός εκτείνεται ως τις αρχές του 20ού αι. στα έργα των Μάλερ, Στράους, Σιμπέλιους κ.ά.

Σχετικά με Γεώργιος Λυμπερόπουλος

Είμαι Ηλεκτρονικός όπου τα τελευταία μου τωρινά χρόνια έμαθα να χειρίζομαι τους Ηλεκτρονικούς υπολογιστές, από την κατασκευή αλλά και από τον προγραμματισμό τους θα έλεγα πολύ καλά. Ευχαριστώ που διαβάζετε την ιστοσελίδα μου!

Δείτε όλα τα άρθρα του/της Γεώργιος Λυμπερόπουλος →

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *