(Λαογραφίας)
Λέξη που έχει την καταγωγή της στην ελληνική αρχαιότητα και προσδιορίζει τη λαϊκή δοξασία ότι υπάρχει μία ανώτερη και μυστηριώδης δύναμη, η οποία κατευθύνει την εξέλιξη της ζωής του κάθε ανθρώπου και προκαλεί ευχάριστα ή δυσάρεστα γεγονότα και άλλες καταστάσεις που[GLi]συνδέονται με την ευτυχία ή τη δυστυχία του. Οι Μοίρες εμφανίζονται στις διάφορες εκφάνσεις του λαϊκού πολιτισμού (παραμύθια, τραγούδια, παροιμίες κ.ά.), αποφασίζοντας για την τύχη του ανθρώπου και φανερώνοντας την προδιαγεγραμμένη πορεία της ζωής του.
Γραμματική : Λέγεται η μοίρα (μίρα) = είναι γένους θηλυκού όπου και κλείνεται ως εξής : στον ενικό αριθμό = η μοίρα, της μοίρας, την μοίρα, μοίρα, στον πληθυντικό αριθμό : οι μοίρες, των μοιρών, τοις μοίρες, μοίρες. . . .