ΟΔΥΣΣΕΙΑ :  Το νησί του Ήλιου – To nisi tou Iliou

στο νησι του ηλιου

Αμέσως στο μυαλό του Οδυσσέα ήρθε ο χρησμός του Τειρεσία, μα και τα λόγια της Κίρκης.

Για να αποφύγει εντελώς τον κίνδυνο ζήτησε από τους άντρες του να συνεχίσουν την κωπηλασία και να προσπεράσουν το νησί.

 Ο Ευρύλοχος όμως, με πικρά λόγια[GLi]του παραπονέθηκε λέγοντας πως είναι σκληρός που δεν αφήνει τους συντρόφους του να ξεκουραστούν μετά από τόσες ταλαιπωρίες. Όλοι οι ναύτες συμφώνησαν μαζί του. Ο Οδυσσέας το δέχτηκε, μα πρώτα τους έβαλε να ορκιστούν ότι δε θα πείραζαν τα βόδια του Ήλιου. Κατέβηκαν λοιπόν στην ακρογιαλιά του νησιού, έφαγαν κι αποκοιμήθηκαν.

Όμως την άλλη μέρα άρχισε να φυσάει Σιρόκος (Νοτιάς) και τους εμπόδιζε να ξεκινήσουν πάλι.

Αυτό συνεχίστηκε για έναν ολόκληρο μήνα. Τέλειωσαν τα τρόφιμα που είχαν στο αμπάρι και άρχισαν να τρέφονται με κυνήγι και ψάρια.

Μια μέρα ο Οδυσσέας τραβήχτηκε στο εσωτερικό του νησιού για να κάνει δέηση στους θεούς να στείλουν ευνοϊκό άνεμο. Τότε οι αθάνατοι του έριξαν βαθύ ύπνο. Στο μεταξύ οι άντρες που έμειναν πίσω, ταλαιπωρημένοι καθώς ήταν από την πείνα, δεν άντεξαν, παραβίασαν τον όρκο τους και έσφαξαν τα βόδια του Ήλιου και τα πέρασαν στις σούβλες.

Αργότερα ξύπνησε ο Οδυσσέας και από τη μυρωδιά του ψημένου κρέατος κατάλαβε ότι τους περίμενε μεγάλη συμφορά.

Ήδη η Λαμπετώ έτρεξε και ειδοποίησε τον πατέρα της για την ανόσια πράξη.

Αυτός απευθύνθηκε στον Δία και ζήτησε να τους τιμωρήσει.

Ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων υποσχέθηκε εκδίκηση και έστειλε αμέσως το πρώτο σημάδι.

Τα γδαρμένα βόδια που οι άντρες πέρασαν στις σούβλες άρχισαν να μουγκρίζουν σαν να ήταν ζωντανά.

 Παρόλα αυτά, οι ναύτες για έξι ολόκληρες μέρες έτρωγαν και έπιναν.

Την έβδομη μέρα έπαψε να[GLi]φυσά Νοτιάς και σήκωσαν αμέσως πανιά.

Μόλις όμως απομακρύνθηκαν από το νησί,  ένα τεράστιο, κατάμαυρο σύννεφο σκέπασε τον ουρανό και ξέσπασε φοβερή θαλασσοταραχή. Το πλοίο άρχισε να βυθίζεται και τότε ο Δίας το αποτέλειωσε ρίχνοντας ένα αστροπελέκι. Τότε όλοι οι σύντροφοι έπεσαν στη θάλασσα και πνίγηκαν.

 Μόνο ο Οδυσσέας κατάφερε να γαντζωθεί στην καρίνα του πλοίου και τη χρησιμοποίησε ως σανίδα σωτηρίας.

Σε λίγο άρχισε να λυσσομανάει ο άνεμος προς την αντίθετη κατεύθυνση.

Όλη τη νύχτα το πλοίο παράδερνε στα κύματα και το πρωί βρέθηκε κοντά στα βράχια της Σκύλλας και της Χάρυβδης.

Την ώρα εκείνη η Χάρυβδη ρουφούσε το πέλαγος, αλλά ο Οδυσσέας πιάστηκε από τα τεράστια κλαδιά μιας αγριοσυκιάς. Εκεί κρεμόταν για αρκετή ώρα μέχρι το σιχαμερό τέρας να ξεράσει πάλι την καρίνα.

 Ο Οδυσσέας τότε άφησε τα κλαδιά του δέντρου βούτηξε στη θάλασσα και πιάστηκε από την ξύλινη σανίδα.

Σχετικά με Γεώργιος Λυμπερόπουλος

Είμαι Ηλεκτρονικός όπου τα τελευταία μου τωρινά χρόνια έμαθα να χειρίζομαι τους Ηλεκτρονικούς υπολογιστές, από την κατασκευή αλλά και από τον προγραμματισμό τους θα έλεγα πολύ καλά. Ευχαριστώ που διαβάζετε την ιστοσελίδα μου!

Δείτε όλα τα άρθρα του/της Γεώργιος Λυμπερόπουλος →

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *