ΟΔΥΣΣΕΙΑ : Ο Αγώνας – Odyssey: TheRace

αγώνας

(Μυθολογία – Οδύσσεια)

   Κάποιες υπηρέτριες καθά[GLi]ριζαν το σπίτι και άλλες πήγαν στη βρύση για νερό.

  Σε λίγο έφτασε ο Εύμαιος με τρία διαλεχτά θρεφτάρια από το κοπάδι του και ο Μελάνθιος σαλαγώντας[GLi] τις πιο καλές του γίδες. Επίσης εμφανίστηκε και ένας τρίτος βοσκός, ο Φοιλίτιος, που έφερνε στους μνηστήρες στέρφες δαμάλες.

   Αυτός έμοια[GLi]ζε στο χαρακτήρα με τον καλόκαρδο Εύμαιο.

  Συγκινήθηκε πολύ όταν είδε τον ξένο ζητιάνο, γιατί του θύμισε έντονα στην όψη τον αγαπημένο του αφέντη, τον Οδυσσέα.

  Σε λίγο άρχισαν να καταφτάνουν στο παλάτι οι μνηστήρες.

  Το γλέντι στρώθηκε για τα καλά.

  Ο Τηλέμαχος έβαλε παράμερα ένα μικρό τραπεζάκι για να κάτσει ο Οδυσσέας.

  Τότε ο Κτήσιππος, ο πιο διεστραμ[GLi]μένος από τους μνηστήρες, πρόσβαλε τον Οδυσσέα πετώντας του ένα μπούτι βοδινό.

  Ο Τηλέμαχος εξοργίστηκε και με αυστηρά λόγια κατέκρινε τους μνηστήρες που έτρωγαν το βιός του.

  Ο Αγέλαος τον συμβούλεψε να πείσει τη μητέρα του να δεχτεί έναν απ’ όλους για άντρα της, ώστε να τελειώσουν τα βάσανά του. Έπειτα εμφανίστηκε στη σάλα η Πηνελόπη συνοδευόμενη από πολλές δούλες που κουβαλούσαν το τόξο του Οδυσσέα και τη φαρέτρα του, καθώς και δώδεκα τσεκούρια.

   Τότε ανακοίνωσε πως όποιος από τους μνηστήρες θα λύγιζε τη χορδή του τόξου και θα περνούσε μια σαΐτα μέσα από τις τρύπες των τσεκουριών θα γινόταν άντρας της. Αμέσως ο Τηλέμαχος ζήτησε να δοκιμάσει για να δει αν ήταν άξιος να αναλάβει την περιουσία του πατέρα του ζορίστηκε αρκετά και θα τα κατάφερνε, μα ένα νεύμα του Οδυσσέα

τον συγκράτησε.

  Μετά άρχισαν ένας-ένας οι μνηστήρες.

  Πρώτος δοκίμασε ο Λειώδης, ο γιος του Οίνοπα, που όμως δεν κατάφερε να τεντώσει το δοξάρι.

  Στη συνέχεια προσπάθησαν κι άλ[GLi]λοι, μα του κάκου.

  Όμως ο Ευρύμαχος και ο Αντίνοος, οι  πιο δυνατοί από τους μνηστήρες, δεν είχαν δοκιμάσει ακόμη.

Ο Οδυσσέας είδε σε κάποια στιγμή τον Εύμαιο και τον Φοιλίτιο να βγαίνουν έξω στην αυλή. Τους ακολούθησε[GLi] και με φιλικά λόγια τους ρώτησε ποια θα ήταν η αντίδρασή τους, αν εμφανιζόταν εκείνη τη στιγμή ο αφέντης τους στο παλάτι. Αυτοί χωρίς να το σκεφτούν καν, ορκίστηκαν πως θα τον βοηθούσαν να εξοντώσει τους μνηστήρες.

  Τότε τους αποκάλυψε την αληθινή του ταυτότητα και τους υποσχέθηκε πως αν τον βοηθούσαν στ’ αλήθεια, θα τους έδινε όμορφη γυναίκα και χωράφια και θα τους είχε σαν συγγενείς του. Έπειτα, για να τον πιστέψουν, τους έδειξε την πληγή που είχε αναγνωρίσει το προηγούμενο βράδυ η Ευρύκλεια. Μετά τις αγκαλιές και τα φιλιά που αντάλλαξαν οι τρεις άντρες κατέστρωσαν προσεχτικά το σχέδιο της μνηστηροφονίας.

  Αφού τους έδωσε σαφείς οδηγίες, επέστρεψαν στην αίθουσα.

  Εκείνη την ώρα δοκίμαζε ο Ευρύμαχος, όμως δεν κατάφερε ούτε αυτός να τεντώσει το δοξάρι. Όταν το είδε αυ[GLi]τό ο Αντίνοος, επειδή φοβήθηκε μην πάθει το ίδιο, τους κάλεσε όλους να συνεχίσουν το γλέντι μια και ήταν γιορτινή μέρα και να αναβάλουν το αγώνισμα για την επόμενη όλοι συμφώνησαν μαζί του.

  Τότε πετάχτηκε ο Οδυσσέας ζητιάνος και ζήτησε από τους μνηστήρες να δοκιμάσει κι αυτός να τεντώσει το τόξο. Όλα τα αρχοντόπουλα θύμωσαν και τον κακολογούσαν πώς αυτός ένας ζητιάνος είχε τόσο πολύ θράσος. Κατά βάθος όμως φοβούνταν μήπως ντροπιαστούν από τον ξένο, γιατί γνώριζαν, από την πάλη με τον Ίρο, πόσο δυνατός ήταν.

  Η Πηνελόπη επενέβη και τους είπε ν’ αφήσουν τον ξένο να δοκιμάσει. Σε περίπτωση που τα κατάφερνε θα του χάριζε χιτώνα και χλαμύδα, ένα κοντάρι, ένα σπαθί και δύο σαντάλια. Ο Τηλέμαχος μίλησε με λόγια απότομα στη μητέρα του και την έστειλε στο θάλαμό[GLi] της.

  Εκεί η Παλλάδα της έριξε γλυκό ύπνο στα μάτια.

  Στο μεταξύ ο Εύμαιος έδωσε το τόξο στον Οδυσσέα και στη συνέχεια είπε στην Ευρύκλεια να ασφαλίσει καλά όλες τις πόρτες του παλατιού σε περίπτωση που άκουγαν βογκητά αντρών καμιά από τις δούλες να μην πλησίαζε στη σάλα, αλλά να συνέχιζαν αμίλητες τη δουλειά τους. Επίσης ο Φοιλίτιος έκλεισε καλά τις αυλόπορτες δένοντάς τες με καραβόσκοινο. Μετά ξανακάθισε στο σκαμνί του και παρακολουθούσε τον Οδυσσέα που περιεργαζόταν το τόξο του.

  Σε λίγο αυτός τέντωσε τη χορδή του τόξου με μεγάλη ευκολία και εκτόξευσε ένα βέλος που πέρασε μονομιάς μέσα από τα δώδεκα τσεκούρια και βγήκε από την άλλη μεριά. Οι μνηστήρες όλοι απόμειναν να κοιτούν σαστισμένοι, ενώ ο πολύπαθος άντρας έγνεψε στον Τηλέμαχο με τα μάτια, κι αυτός πήρε το κοντάρι στο χέρι και φόρεσε την πανο[GLi]πλία του.

Ο Οδυσσέας πέταξε τα κουρέλια που φορούσε και στάθηκε στο κατώφλι της κύριας εισόδου για να έχει τα νώτα του ασφαλισμένα και τους μνηστήρες εγκλωβισμένους.

  Σώριασε μπροστά του τις σαΐτες της φαρέτρας για να τις έχει πρόχειρες και έριξε την πρώτη στον Αντίνοο, την ώρα που σήκωνε το ποτήρι του να πιεί κρασί. Η σαΐτα τον πέτυχε στο λαιμό και βγήκε από το σβέρκο από τα ρουθούνια του έτρεξε πηχτό αίμα και έπεσε νεκρός πάνω στο τραπέζι με τα φαγητά.

  Οι μνηστήρες δεν πίστευαν όσα έβλεπαν τα μάτια τους. Αμέσως όρμησαν να πάρουν τα κοντάρια και τις ασπίδες που κρέμονταν στους τοίχους, αλλά διαπίστωσαν πως έλειπαν όλα.

   Απείλησαν τον ξένο, που ακόμη δεν κατάλαβαν ποιος ήταν, πως θα είχε πολύ άσχημο τέλος, γιατί σκότωσε ένα από τα πιο σημαντικά αρχοντόπουλα της Ιθάκης.

  Τότε ο Οδυσσέας τους αποκάλυψε την ταυτότητά του.

– Σκυλιά, πιστεύατε πως δε θα γύριζα ποτέ πίσω και τρώγατε το βιος μου, πλαγιάζατε με τις δούλες μου και[GLi] θέλατε να παντρευτείτε τη γυναίκα μου, χωρίς να υπολογίζετε μήτε την οργή των θεών μήτε τη δικιά μου.

Μόλις είπε αυτά τα λόγια, κόπηκαν τα [GLi]ήπατα όλων των μνηστήρων.

  Το λόγο πήρε ο Ευρύμαχος, που προσπάθησε να πετύχει συμβιβασμό:

– Αλήθεια Οδυσσέα, σου κάναμε μεγάλο κακό. Μα να, τώρα είναι νεκρός ο Αντίνοος, ο χειρότερος απ’ όλους μας, που ήθελε να σκοτώσει το γιο σου και να γίνει βασιλιάς. Εμείς όλοι θα σου ξεπληρώσουμε την περιουσία σου και με το παραπάνω.

  Αυ[GLi]τά τα λόγια φυσικά δεν έπεισαν τον Οδυσσέα.

  Ο Ευρύμαχος, όταν είδε ότι δεν κατάφερε τίποτα, προέτρεψε τους μνηστήρες να πολεμήσουν με τα μαχαίρια τους, καλυμμένοι πίσω από τα τραπέζια. Τότε ο βασιλιάς εκτόξευσε εναντίον του μια σαΐτα που τον πέτυχε στο στήθος και έπεσε νεκρός. Αμέσως όρμησε ο Αμφίνομος εναντίον του, αλλά ο Τηλέμαχος πρόλαβε και του κάρφωσε το χάλκινο κοντάρι του ανάμεσα στους ώμους. Έπειτα έτρεξε στην απο[GLi]θήκη όπου είχε τοποθετήσει τα όπλα και έφερε πανοπλίες για τον πατέρα του και τους δυο βοσκούς.

  Στο μεταξύ ο Οδυσσέας με τις σαΐτες του εξόντωνε όποιον μνηστήρα προσπαθούσε να του επιτεθεί.

Δυστυχώς όμως ο Τηλέμαχος από τη βιασύνη του άφησε την αποθήκη ξεκλείδωτη και έτσι ο Μελάνθιος, ο άπιστος βοσκός, πέρασε από κάποιο παραπόρτι και έφερε στους μνηστήρες δώδεκα πανοπλίες. Όταν ο Οδυσσέας τους είδε οπλισμένους, φοβήθηκε πολύ. Ο γιος του θυμήθηκε τι είχε γίνει και έστειλε τους δύο βοσκούς στην αποθήκη.

  Εκείνοι συνέ[GLi]λαβαν τον Μελάνθιο την ώρα που πήγαινε για δεύτερη φορά να πάρει πανοπλίες τον έδεσαν και τον κρέμασαν από το ταβάνι.  Έπειτα γύρισαν στη σάλα.

Σε λίγο εμφανίστηκε η Αθηνά με τη μορφή του παιδικού φίλου του Οδυσσέα του Μέντορα και τον ξεσήκωσε θυμίζοντάς του τα κατορθώματά του στην Τροία.

  Μετά πήρε τη μορ[GLi]φή χελιδονιού και παρακολουθούσε τη μάχη που εξελισσόταν.

  Οι μνηστήρες αποφάσισαν να ρίχνουν έξι-έξι τα κοντάρια εναντίον του Οδυσσέα, αλλά η Παλλάδα φρόντιζε να ξαστοχούν όλοι τους. Αντίθετα ο προστατευόμενος της και οι βοηθοί του ήταν πάντα εύστοχοι. Έτσι, σκότωσαν τον Δημοπτόλεμο, τον Ευρυάδη, τον Έλατο και τον Πείσανδρο.

Με νέα επίθεση των μνηστήρων, ο Αμφιμέδοντας κατάφερε ένα επιπόλαιο τραύμα στον Τηλέμαχο και ο Κτήσιππος μια χαρακιά στον ώμο του Εύμαιου.

  Μα αμέσως οι τέσσερις άντρες απάντησαν σκοτώνοντας τον Ευρυδάμα, τον Αμφιμέδοντα, τον Πόλυβο και τον Κτήσιππο. Ο Οδυσσέας δε λυπήθηκε ούτε τον Λεώκριτο, που έπεσε στα πόδια του και τον παρακαλούσε.

Από τη σφαγή γλίτωσαν μόνο ο αοιδός Φήμιος που με το ζόρι οι μνηστήρες τον υποχρέωναν να τους τραγου[GLi]δάει στα γλέντια τους και ο Μέδοντας, ένας κήρυκας που σεβόταν τη βασιλική οικογένεια. Αυτοί βγήκαν στην αυλή και κάθισαν στο βωμό τρέμοντας από την ταραχή τους.

  Ο Οδυσσέας έψαχνε μέσα στο παλάτι μήπως είχε κρυφτεί κανείς για να ξεφύγει το θάνατο. Όλοι όμως κείτονταν νεκροί στο πάτωμα. Μετά φώναξε την Ευρύκλεια, που χάρηκε πολύ με το θέαμα των σκοτωμένων μνηστήρων και τη ρώτησε ποιες δούλες δε στάθηκαν[GLi] πιστές στη διάρκεια της απουσίας του. Η σεβαστή οικονόμος του απάντησε πως από τις πενήντα γυναίκες που δούλευαν στο παλάτι, δώδεκα ήταν αυτές που έκαναν άπρεπες πράξεις και δε σέβονταν τη βασίλισσα. Τότε διέταξε να τις φέρουν μπροστά του.

   Αυτές μόλις αντίκρισαν τους νεκρούς μνηστήρες άρχισαν να θρηνούν.

  Ο Τηλέμαχος, με εντολή του πατέρα του, τις έβαλε να βγάλουν έξω τα πτώματα και να καθαρίσουν το θάλαμο. Μετά τις σκότωσε όλες με τον πιο ατιμωτικό θάνατο τις έδεσε μ’ ένα σχοινί και τις έπνιξε. Εκείνη την ώρα οι δύο πιστοί βοσκοί έσυραν στην αυ[GLi]λή τον Μελάνθιο, του έκοψαν τη μύτη και τ’ αυτιά και του τσάκισαν τα κόκαλα των χεριών και των ποδιών.

  Ο Οδυσσέας εξάγνισε ολόκληρο το σπίτι με θειάφι και ζήτησε να φωνά[GLi]ξουν όλους τους δούλους του σπιτιού. Αυτοί μόλις αντίκρισαν τον κύριό τους χάρηκαν πολύ, τον αγκάλιαζαν και τον φιλούσαν.

  Ο πολύπαθος βασιλιάς δεν μπο[GLi]ρούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του από τη συγκίνηση.

Σχετικά με Γεώργιος Λυμπερόπουλος

Είμαι Ηλεκτρονικός όπου τα τελευταία μου τωρινά χρόνια έμαθα να χειρίζομαι τους Ηλεκτρονικούς υπολογιστές, από την κατασκευή αλλά και από τον προγραμματισμό τους θα έλεγα πολύ καλά. Ευχαριστώ που διαβάζετε την ιστοσελίδα μου!

Δείτε όλα τα άρθρα του/της Γεώργιος Λυμπερόπουλος →

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *