Παλιός  -ά  -ό

glossari

Παλιός  -ά  -ό  =  (ουσιαστικό) // το παλιό (ουδέτερο )  παλαιός αυτός που υπάρχει από πολύ καιρό και έχει φθαρεί από τον χρόνο που μεσολάβησε.

Ο παλιός έχει συνήθως εμπειρία (ες).

(Όπως λέγετε .  .  .  Ο παλιός είναι αλλιώς .  .  . )

Αυτός που αναφαίρετε στο παρελθόν.

[Παλαιώ  = επαλαίωσα  = [GLi] καθιστώ παλαιόν. ]

Παλιά  =  τον παλιό καιρό.

Παλιώνω  =  Κάνω κάτι παλιό, ή, γίνομαι παλιός.

[Παλαίωσις  -εως  =  Πάλιωμα]

[Πεπαλαιομένος  =  γίνομαι παλαιός, άχρηστος.]

[Παλιακό  =  δεν υπάρχει λέξη. Η λέξη αναφαίρετε συνήθως από αγράμματους,  .  .  . Το άκουσα στους αγρούς από αγρότη λέγοντάς μου, «αυτό είναι παλιακό»]

Σχετικά με Γεώργιος Λυμπερόπουλος

Είμαι Ηλεκτρονικός όπου τα τελευταία μου τωρινά χρόνια έμαθα να χειρίζομαι τους Ηλεκτρονικούς υπολογιστές, από την κατασκευή αλλά και από τον προγραμματισμό τους θα έλεγα πολύ καλά. Ευχαριστώ που διαβάζετε την ιστοσελίδα μου!

Δείτε όλα τα άρθρα του/της Γεώργιος Λυμπερόπουλος →

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *