Ιταλία – Italy

Ιταλία

Κράτος της νότιας Ευρώπης, που πιάνει ολόκληρη την Ιταλική χερσόνησο και τα νη[GLi]σιά Σικελία, Σαρδηνία, κ.α. μικρότερα.

Έκταση: 301.340 τ. χλμ.

Πληθυσμός: 57.892.000 κάτ., ή, 58.989.749

Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.643.851 κάτ.)

Πολίτευμα: Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία

Γλώσσα: Ιταλική

Θρησκεία: Χριστιανισμός (ρωμαιοκαθολικοί)

Νόμισμα: ευρώ

α) Θέση – Σύνορα. Η Ιταλία περιλαμβάνει την Ιταλική χερσόνησο, τα νησιά Σικελία, Σαρδηνία και Έλβα, καθώς και άλλα εβδομήντα μικρότερα. Βόρεια συνορεύει με την Ελβετία και την Αυστρία, βορειοδυτικά με τη Γαλλία, ανατολικά με τη Σλοβενία και την Αδριατική θάλασσα, νοτιοανατολικά βρέχεται από το Ιόνιο πέλαγος, δυτικά από τη θάλασσα της Λιγυρίας και την Τυρρηνική θάλασσα, ενώ νότια από τη Μεσόγειο θάλασσα. Στο ιταλικό έδαφος βρίσκονται και τα ανεξάρτητα κράτη Άγιος Μαρίνος και Βατικανό, που αποτελούν ανεξάρτητα κράτη μέσα στο ιταλικό έδαφος.

β) Μορφολογία. Η Ιταλία χωρίζεται σε τέσσερις μεγάλες γεωγραφικές περιοχές: στη ζώνη των Άλπεων, στη χαμηλή πεδιάδα του Πάδου, του μεγαλύτερου ποταμού της χώρας, στη χερσονησιωτική Ιταλία, με άξονα τα Απένινα όρη, και στη νησιωτική Ιταλία (Σικελία, Σαρδηνία κ.ά. νησιά).

Οι Άλπεις καταλαμβάνουν το βόρειο τμήμα της χώρας.

Δυτικά συνδέονται με τις γαλλικές και τις ελβετικές Άλπεις.

Οι ψηλότερες κορυφές των ιταλικών Άλπεων είναι το Λευκό Όρος (ύψ. 4.810 μ.), το Μόντε Ρόζα (ύψ. 4.634 μ.) και το Τσερβίνο (ύψ. 4.478 μ.).

Η πεδιάδα του Πάδου απλώνεται νοτιότερα από τις Άλπεις, περιβάλλεται από χαμηλά όρη και ανοίγει προς τη θάλασσα μόνο προς τα ανατολικά, όπου βρίσκονται οι πεδιάδες της Βενετίας και της Λομβαρδίας.

Η χερσονησιωτική Ιταλία διασχίζεται από τα Απένινα όρη, στο κεντρικό τμήμα των οποίων, στην Κεντρική Ιταλία, υψώνονται τα Αβρούζια όρη, με ψηλότερες κορυφές το Κόρνο (ύψ. 2.914 μ.) και το Μαζέλα (ύψ. 2.795 μ.). Τα Απένινα καταλήγουν στη χερσόνησο της Καλαβρίας.

Στα κράσπεδα των Αβρουζίων ορέων, κοντά στην πόλη Νάπολη, βρίσκεται το ενεργό ηφαίστειο Βεζούβιος.

Στις νησιωτικές περιοχές της Ιταλίας παρατηρείται μορφολογική ποικιλία. Στη Σικελία κυριαρχούν οι πεδιάδες, με μεγαλύτερη την πεδιάδα της Κατάνης, όπου υψώνεται το ηφαίστειο της Αίτνας. Στη Σαρδηνία υψώνονται τα όρη Τζεναρτζέντου και νότια κυριαρχεί η μεγάλη πεδιάδα του Καμπιτάνο. Επίσης, στη νησιωτική Ιταλία ανήκουν και μικρά ηφαιστειογενή νησιά, όπως το Στρόμπολι και το Βουλκάνο, αλλά και ιζηματογενή, με γνωστότερο το Κάπρι.

γ) Ποτάμια-Λίμνες. Εκτός από τον Πάδο, άλλοι μεγάλοι ποταμοί της Ιταλίας είναι ο Αδίγης στις Άλπεις, ο Τίβερης, ο Βολτούρνο, ο Άρνος, ο Σέλε και ο Ματάουρνο.

Στις Άλπεις υπάρχουν πολυάριθμες λίμνες, με κυριότερες την Γκάρντα, τη Ματζόρε, την Κόμο και τη Λουγκάνο. Επίσης, υπάρχουν αρκετές τεχνητές λίμνες.

δ) Κλίμα. Η χερσονησιωτική και νησιωτική Ιταλία, καθώς περιβάλλεται από θερμές θάλασσες, έχει μεσογειακό κλίμα, με ξηρά και θερμά καλοκαίρια, ηλιοφάνεια, αλλά και απότομες καταρρακτώδεις βροχές. Αντίθετα, στις Άλπεις επικρατεί το ηπειρωτικό κλίμα, με αρκετά ψυχρούς και υγρούς χειμώνες, όπου οι χιονοπτώσεις είναι άφθονες. Στην εύφορη πεδιάδα του Πάδου το κλίμα είναι εύκρατο.

ε) Βλάστηση – Ζώα. Στις νότιες πεδιάδες της Ιταλίας, καθώς και στα νησιά, η βλάστηση είναι μεσογειακή. Έτσι, σε αυτές τις περιοχές ευδοκιμούν οι ελιές, τα εσπεριδοειδή, οι αμυγδαλιές και άλλα χαρακτηριστικά είδη της μεσογειακής χλωρίδας. Η βλάστηση στα Απένινα είναι παρόμοια με της Κεντρικής Ευρώπης. Στις πλαγιές της οροσειράς ευδοκιμούν τα κυπαρίσσια, οι καστανιές και οι βελανιδιές, ενώ σε μεγάλα υψόμετρα κυριαρχούν τα πεύκα και τα έλατα. Στις βόρειες περιοχές των Άλπεων εκτείνονται δάση από οξιές και καστανιές και στην πεδιάδα του Πάδου ευδοκιμούν τα αμπέλια και τα οπωροφόρα.

Η πανίδα της χώρας περιλαμβάνει λύκους, αλεπούδες, αγριόχοιρους, αγριοκάτσικα, καθώς και ποικίλα είδη πτηνών στις ορεινές περιοχές της χώρας. Διαδεδομένα είναι τα φίδια, κάποια μάλιστα δηλητηριώδη, οι σαύρες και οι σκορπιοί.

Αν και οι φυσικές πλουτοπαραγωγικές πηγές της Ιταλίας είναι περιορισμένες, έχει εξαιρετικά αναπτυγμένη βιομηχανία, χωρίς να παύει να είναι παράλληλα χώρα γεωργική και κτηνοτροφική. Κύρια γεωργικά προϊόντα είναι τα σταφύλια και το κρασί, οι ελιές και το λάδι, τα δημητριακά (σιτάρι, αραβόσιτος κ.ά.), το ρύζι, τα λαχανικά, τα οπωροφόρα (ροδακινιές, αχλαδιές, μηλιές κ.ά.), τα εσπεριδοειδή, τα βιομηχανικά φυτά (ζαχαρότευτλα, καπνός) κ.ά. Τα αμπέλια, οι ελαιώνες και τα εσπεριδοειδή χαρακτηρίζουν παραδοσιακά τις νότιες περιοχές. Ο τομέας της κτηνοτροφίας είναι αρκετά αναπτυγμένος. Εκτρέφονται αιγοπρόβατα, βοοειδή, χοίροι και πουλερικά και παράγονται σημαντικές ποσότητες κρέατος, γαλακτοκομικών προϊόντων κ.ά. Η αλιεία, αν και η Ιταλία, στο μεγαλύτερο μέρος της, περιβάλλεται από θάλασσα, είναι μικρής σχετικά σπουδαιότητας για την οικονομία της χώρας. Τα σημαντικότερα αλιευτικά κέντρα βρίσκονται στις ακτές της Τυρρηνικής και της Αδριατικής θάλασσας.

Το υπέδαφος είναι αρκετά πλούσιο σε κοιτάσματα σιδήρου, μαγνησίου, μολύβδου, ψευδαργύρου, αντιμονίου, βωξίτη, χαλκού, μαρμάρου. Επίσης υπάρχουν σε μικρές ποσότητες λιγνίτης, πετρέλαιο και φυσικό αέριο.

Η βιομηχανία είναι εξαιρετικά αναπτυγμένη, ιδιαίτερα στη βόρεια Ιταλία, καθώς οι ποταμοί των Άλπεων, παρέχουν την κινητήρια δύναμη στις κλωστοϋφαντουργικές και άλλες βιομηχανίες, που δίνουν ζωή και πλούτο στις μεγάλες πόλεις της περιοχής (Τορίνο, Μιλάνο κ.ά.). Περιλαμβάνει το σιδηρομεταλλευτικό τομέα (ατσάλι, χυτοσίδηρο, μόλυβδο, αλουμίνιο, ψευδάργυρο κ.ά.), το μηχανοκατασκευαστικό τομέα (αυτοκίνητα, τρένα, αεροπλάνα, πλοία, γεωργικά μηχανήματα, συσκευές οικιακής χρήσης, είδη υγιεινής, ηλεκτρικά και ηλεκτρονικά είδη (τηλεοράσεις, ραδιόφωνα, κομπιούτερ κ.ά.), τα διυλιστήρια πετρελαίου, τη χημική βιομηχανία με πολλούς κλάδους (φάρμακα, καλλυντικά κ.ά.), την κλωστοϋφαντουργία, η οποία παράγει ίνες και εξαιρετικής ποιότητας υφάσματα, στ) τις βιομηχανίες ενδυμάτων, υποδημάτων, λιπασμάτων, τσιμέντου, υαλικών, κεραμικών κτλ., τις βιομηχανίες τροφίμων, ποτών, ζάχαρης, γαλακτοκομικών προϊόντων κ.ά.

Σημαντική είναι η εμπορική δραστηριότητα με χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις ΗΠΑ. Εξάγονται κυρίως οχήματα, ανταλλακτικά, μηχανές, οικιακές συσκευές, είδη υγιεινής, πλαστικά, κοσμήματα, καλλυντικά, υποδήματα, ρούχα κ.ά. Εισάγονται κυρίως πετρέλαιο και άνθρακας.

Εξαιρετικά αναπτυγμένος είναι ο τουρισμός, καθώς τα ιστορικά μνημεία, το μεσογειακό κλίμα, οι ακτές και τα νησιά της Ιταλίας προσελκύουν πολλούς τουρίστες.

Ο πληθυσμός της Ιταλίας, αν και παρουσιάζει ομοιογένεια ως προς τα εθνικά του χαρακτηριστικά, ωστόσο κάθε γεωγραφική περιοχή έχει δική της διάλεκτο και διατηρεί ιδιαίτερα τοπικά χαρακτηριστικά. Σε γενικές γραμμές, γίνεται λόγος για Ιταλούς του βορρά, όπου συγκεντρώνεται η βιομηχανία της χώρας και τα μεγαλύτερα αστικά κέντρα, και για Ιταλούς του νότου, όπου ο πληθυσμός είναι κυρίως αγροτικός.

Επίσημη και πιο διαδεδομένη θρησκεία είναι ο ρωμαιοκαθολικισμός, αλλά υπάρχουν και ορισμένες μικρές ομάδες χριστιανών ορθόδοξων και προτεσταντών, καθώς και Εβραίων.

Επίσημη γλώσσα είναι η ιταλική, που αποτελεί εξέλιξη της ομιλούμενης μορφής της λατινικής ινδοευρωπαϊκής γλώσσας. Η σύγχρονη ιταλική γλώσσα πήρε την οριστική της μορφή με βάση την τοσκανική διάλεκτο (της περιοχής της Τοσκάνης, κυρίως της πόλης Φλωρεντίας), που επικράτησε για ιστορικούς και πολιτιστικούς λόγους μετά την αναγέννηση. Άλλες γλώσσες είναι η γαλλική στην κοιλάδα της Αόστας, η γερμανική στις βόρειες περιοχές, κοντά στα σύνορα με την Αυστρία, η σλοβενική στην περιοχή της Τεργέστης, η κροατική, η αλβανική, καθώς και η ελληνική (κατωιταλική διάλεκτος) σε ορισμένες νότιες περιοχές της χώρας (νότια άκρη της Καλαβρίας και στο σκέλος της Απουλίας, στην περιοχή Σαλέντο).

Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού κατοικεί στα μεγάλα αστικά κέντρα του βορρά. Εκτός από την πρωτεύουσα Ρώμη, σημαντικό πολιτιστικό και τουριστικό κέντρο, οι κυριότερες πόλεις της Ιταλίας είναι η Φλωρεντία (376.682 κάτ.), σημαντικό πολιτιστικό, βιομηχανικό και εμπορικό κέντρο, η Βενετία (277.305 κάτ.), βασικό λιμάνι, πολιτιστικό κέντρο και δημοφιλής τουριστικός προορισμός, το Μιλάνο (1.300.000 κάτ.), μεγάλο οικονομικό και εμπορικό κέντρο, το Τορίνο (904.000 κάτ.), μεγάλο βιομηχανικό κέντρο, η Νάπολη (1.003.000 κάτ.), σημαντικό λιμάνι, η Γένοβα (636.104 κάτ.), κύριο λιμάνι της χώρας, η Βερόνα (253.000 κάτ.), η Μπολόνια (379.964 κάτ.), το Μπάρι (332.000 κάτ.), το Παλέρμο (684.000 κάτ.), πρωτεύουσα της Σικελίας και κύριο λιμάνι της, η Κατάνη (379.000 κάτ.), βιοτεχνικό και εμπορικό κέντρο της Σικελίας κ.ά.

Ιδιαίτερα μεγάλη ήταν η ανάπτυξη του ρωμαϊκού πολιτισμού στην αρχαιότητα, αλλά και της περιόδου της αναγέννησης στην Ιταλία, το 15ο αιώνα, όπου άκμασαν όλες οι τέχνες (λογοτεχνία, εικαστικές τέχνες, μουσική κ.ά.), επηρεάζοντας ολόκληρο το δυτικό πολιτισμό.

α) Λογοτεχνία. Η ιταλική λογοτεχνία εμφανίστηκε το 13ο αιώνα, ακριβώς γιατί τότε γράφτηκαν για πρώτη φορά έργα στη σύγχρονη κοινή ιταλική γλώσσα. Μέχρι τότε η γλώσσα όλων των Ιταλών συγγραφέων ήταν η λατινική, καθώς μια βαθιά ριζωμένη παράδοση θεωρούσε πως η λατινική γλώσσα ήταν και η εθνική γλώσσα της Ιταλίας. Κι αυτό γιατί η λατινική γραμματεία, από τον 3ο αι. π.Χ. ως το 2ο αι. μ.Χ., ήταν εξαιρετικά πλούσια, αφού σε αυτό το διάστημα καλλιεργήθηκαν σχεδόν όλα τα είδη, η ποίηση, το θέατρο, το ρητορικό δοκίμιο κ.ά., με κυριότερους εκπροσώπους τους τον Πλαύτο στην κωμωδία, τον Κάτουλλο στην ποίηση, το Γάιο Ιούλιο Καίσαρα στην αφήγηση ιστορικών γεγονότων, τον Κορνήλιο Νέπωτα στο ρητορικό δοκίμιο, το Μάρκο Τερέντιο Βάρρωνα στη βιογραφία και το δοκίμιο, τον Κικέρωνα στο ρητορικό και στο φιλοσοφικό δοκίμιο, το Βιργίλιο στην ποίηση και στο δοκίμιο, τον Οράτιο, τον Άλβιο Τίβουλλο και το Σέξτο Προπέρτιο στην ελεγεία, τον Οβίδιο στην ερωτική ποίηση, τον Τίτο Λίβιο στην ιστοριογραφία, το Σενέκα και τον Πετρώνιο στην πεζογραφία, τον Κοϊντιλιανό στο ρητορικό δοκίμιο, το Μαρτιάλη στην ποίηση, το Γιουβενάλις στη σάτιρα και τον Τάκιτο στο ρητορικό δοκίμιο. Επί αιώνες, λοιπόν, η γλώσσα του λαού χαρακτηριζόταν ως μια παραφθαρμένη λατινική, που μόνο για τις καθημερινές ανάγκες μπορούσε να χρησιμοποιείται. Και μια τέτοια παράδοση χρειάστηκε αιώνες για να ξεριζωθεί. Όμως οι τροβαδούροι, που έρχονταν από την Προβηγκία και τη Γαλλία, παρακίνησαν, κατά την εποχή των αγώνων ανάμεσα στους Γουέλφους και τους Γιβελίνους, τους ντόπιους ποιητές, κυρίως στην Κάτω Ιταλία (στην αυλή του Φρειδερίκου του Β΄ που ίδρυσε το πανεπιστήμιο της Νεάπολης), να χρησιμοποιήσουν τη γλώσσα του λαού για τη συγγραφή των έργων τους. Βέβαια, η παλιά αυτή λυρική ποίηση είναι αξιόλογη μόνο ως προς το ότι σταθεροποίησε τη μετρική μορφή της και πήρε ως όργανό της τη δημοτική γλώσσα του τόπου.

Αργότερα, το 14ο αιώνα, η Μπολόνια και η Φλωρεντία έγιναν τα λογοτεχνικά κέντρα της Ιταλίας, με ξεχωριστά ονόματα τον Μπρουνέτο Λατίνι και το μαθητή του Ντάντε Αλιγκέρι (Δάντης), το μεγαλύτερο Ιταλό ποιητή και μια από τις μεγαλύτερες πνευματικές προσωπικότητες της ιστορίας. Η ανάμειξή του στα πολιτικά πράγματα της πατρίδας του τον ανάγκασε να καταφύγει στη Ραβέννα, όπου έγραψε το επιβλητικό λογοτεχνικό του έργο «Θεία Κωμωδία». Ο Πετράρχης, Φλωρεντινός ποιητής και αυτός, τραγούδησε στη μητρική του γλώσσα, την τοσκανική, τον έρωτα που του ενέπνευσε η Λάουρα στη συλλογή του «Rime». Ο πετραρχισμός επηρέασε βαθιά τη μετέπειτα ευρωπαϊκή ποίηση. Θαυμαστής του Ντάντε και του Πετράρχη, ο Βοκάκιος, με τα ελευθερόστομα διηγήματα του «Δεκαήμερου», υπήρξε ο δημιουργός της ιταλικής πεζογραφίας. Ο 15ος και 16ος αιώνας ήταν η εποχή των λόγιων, των «ουμανιστών». Ξεχώρισαν ο Πολιτιανός, ο Πίκο ντέλα Μιράντολα, ο Φιτσίνο, ο Λεονάρντο ντα Βίντσι –ποιητής μαζί και ζωγράφος–, ο Σαβοναρόλα. Ποιητές αυτής της περιόδου ήταν ο Αριόστο, ο Γκουιτσαρτίνο, ο Αρετίνο, ο Τορκουάτο Τάσο. Ιδιαίτερα ο Αριόστο με το «Μαινόμενο Ορλάνδο» και ο Τορκουάτο Τάσο με την «Απελευθερωμένη Ιερουσαλήμ» χάρισαν στην Ιταλία μνημεία επικολυρικής ποίησης. Ο «Ηγεμόνας» του Μακιαβέλι αποτελεί αντιπροσωπευτικό έργο των ηθικών, πολιτικών και κοινωνικών αντιλήψεων της εποχής.

Αργότερα, αξιόλογα ονόματα ήταν ο Ούγος Φώσκολος, Ζακυνθινός ποιητής που έγραψε τα έργα του στην Ιταλία, ο Λεοπάρντι (1798-1837), πεσιμιστής λυρικός και πεζογράφος, ο Μαντζόνι, ο Σίλβιο, ο Πέλικο ντε Αμίτσι, ο Καρντούτσι, η Άντα Νέγκρι και ο Ντ’ Ανούντσιο. Από τις γυναίκες συγγραφείς ξεχώρισαν η Γκράτσια Ντελέντα (βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, 1927) και η μυθιστοριογράφος Ματίλντα Σεράο.

Από τους νεότερους συγγραφείς, αξιόλογα ονόματα είναι ο Μπενεντέτο Κρότσε (κριτικός, ιστορικός και φιλόσοφος), ο Τζιοβάνι Παπίνι, ο Μπαλντίνι, ο Κούρτσιο Μαλαπάρτε, ο Αλμπέρτο Μοράβια, ο Σ. Κουαζιμόντο (βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, 1959), ο Τσέζαρε Παβέζε, ο Κάρλο Γκάντα, ο Βάσκο Πρατολίνι, ο Μάριο Ταμπίνο, ο Ιγνάτιο Σιλόνε, ο Ντίνο Μπουτσάτ, ο Ουμπέρτο Έκο κ.ά. Η γυναικεία λογοτεχνία εκπροσωπείται από μερικά αξιόλογα ονόματα: Σίβιλα Αλέραμο, Ρενάτα Βιγκανό, Φλόρα Βολπίνι κ.ά.

β) Τέχνη. [GLi] Εκτός από τα αξιόλογα μνημεία της τέχνης των Ετρούσκων, Ρωμαίων και Ελλήνων της Μεγάλης Ελλάδας, τα βυζαντινά στοιχεία έπαιξαν ρόλο στη γένεση και διαμόρφωση της καλλιτεχνικής αναγέννησης, με την ουμανιστική κίνηση. Η Ρώμη, η Ραβέννα, η Βενετία και πολλές άλλες πολιτείες διατηρούν θαυμάσια βυζαντινά μνημεία. Ακολούθησε η επίδραση του γοτθικού ρυθμού, τυπικά αρχιτεκτονικά δείγματα του οποίου είναι, ανάμεσα σε άλλα, το Κάμπο Σάντο της Πίζας, το κωδωνοστάσιο του Τζιότο στη Φλωρεντία, παρεκκλήσια, ναοί και έργα του Πιζάνο, του Μπρουνελέσκι και άλλων στη Φλωρεντία, η οποία υπήρξε, χάρη στους Μεδίκους, το μεγάλο καλλιτεχνικό κέντρο της ιταλικής αναγέννησης και των μεταγενέστερων αιώνων.

Η μορφή και το έργο του Μιχαήλ Άγγελου δεσπόζει στη ζωγραφική, τη γλυπτική και την αρχιτεκτονική. Μαζί με τον Μπραμάντε είναι ο δημιουργός του Αγίου Πέτρου της Ρώμης. Ο Μιχαήλ Άγγελος και οι ζωγράφοι Ραφαήλ και Λεονάρντο ντα Βίντσι αποτελούν τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της αναγέννησης, αλλά και της παγκόσμιας τέχνης. Αργότερα, εμφανίζονται πολυάριθμοι και αξιόλογοι ζωγράφοι και γλύπτες: Λίπι, Βερόκιο, Μποτιτσέλι, Τιτσιάνο, Γκιρλαντάγιο, ντε λε Ρόμπια, Ντονατέλο, Τζιορτζόνε, Τιντορέτο, Βερονέζε. Άλλοι καλλιτέχνες είναι ο Αντρέα ντελ Σάρτο, ο Κορέτζιο και ο περίφημος Φλωρεντινός γλύπτης Μπενβενούτο Τσελίνι.

Από τους σχετικά νεότερους ξεχωρίζουν οι γλύπτες Ντιπρέ, Μαρίνι και Βιάνι, οι ζωγράφοι Πολίτσι, Μορέλι, Μάσιμι, Καστιλιόνε, Γκάλι, Φοντάνα, Τζιόρτζιο ντε Κίρικο, Μοράντι, Μοντιλιάνι. Επηρεασμένοι από τον Πικάσο είναι οι ζωγράφοι Ρενάτο Μπιρόλι και Μπρούνο Κασινάρι. Το ρεύμα του κοινωνικού ρεαλισμού αντιπροσωπεύουν οι Τσιγκάινα, Πιτσινάτο και Μπεργκουζόνι, ενώ το χριστιανικό ρεαλισμό εκφράζουν οι Μιλανέζοι ζωγράφοι Τσερέτι, Γκουερέσκι, Ραμανιόνι, οι ζωγράφοι του Τορίνο, Ρουτζέρι, Σαρόνι, Σοφιαντίνο, και του Σπολέτο, ντε Γκρεγκόριο και Ραμπάλντι.

γ) Θέατρο. Οι αρχές του ιταλικού θεάτρου θα πρέπει να αναζητηθούν στο 13ο αιώνα, με τη θρησκευτική λυρική ποίηση, που σημείωσε άνθηση από τα μέσα του 15ου αιώνα, με την αγάπη προς την ελληνική και τη ρωμαϊκή αρχαιότητα. Το ανέβασμα λατινικών κωμωδιών κατά το 16ο αιώνα οδήγησε στην άνθηση του αυτοσχεδιασμού με την Κομέντια ντελ Άρτε, η οποία βρήκε το 18ο αιώνα τους αναμορφωτές της στα έργα του Μεταστάζιο («Εγκαταλελειμμένη Διδώ» κ.ά.) και, κυρίως, του Κάρλο Γκολντόνι, ο οποίος ακολούθησε το παράδειγμα του Μολιέρου. Από τα κλασικά του έργα είναι η «Λοκαντιέρα».

Εκτός από τον Γκολντόνι και το Μεταστάζιο, αξιόλογοι θεατρικοί συγγραφείς της Ιταλίας, προγενέστεροι και μεταγενέστεροι αυτών, είναι ο Τρισίνο, ο Ρουτσελάι, ο Αρετίνο, ο Γκουαρίνι, του οποίου το έργο «Πάστωρ Φίντο» μεταφράστηκε σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες και τρεις φορές στην ελληνική, ο Αλφιέρι, ο Μόντι, ο Μαντσόνι, ο Τζιακομέτι, ο Νικοντέμι. Ακολουθούν, στις αρχές του 20ού αιώνα, ο Γκαμπριέλε Ντ’ Ανούντσιο και ο Λουίτζι Πιραντέλο, ο Ούγκο Μπέτι, που θεωρείται από τους πιο σημαντικούς νεότερους Ιταλούς θεατρικούς συγγραφείς, καθώς και οι Μάσιμο Μπουτεμπέλι, Βαλεντίνο Μπαμπιάνι, Ντιέγκο Φάμπρι.

δ) Κινηματογράφος. Ο ιταλικός κινηματογράφος παρουσιάζει ιδιαίτερα αξιόλογη παραγωγή, με έργα και δημιουργούς που επηρέασαν τον παγκόσμιο κινηματογράφο. Η ιστορία του ξεκίνησε το 1910 με μεγάλες κινηματογραφικές παραγωγές, όπως «Η πτώση της Τροίας» (1911), «Καμπίρια» (1914) κ.ά. Ταυτόχρονα, μεγάλη επιτυχία σημείωσε και το μελόδραμα με τις γνωστές πρωταγωνίστριες της εποχής Λίντα Μπορέλι, Φραντσέσκα Μπερτίνι κ.ά. Ύστερα από μια περίοδο χωρίς ιδιαίτερα μεγάλες επιτυχίες, εμφανίστηκε, μετά την πτώση του Μουσολίνι το 1943 και την απελευθέρωση το 1945, ο ιταλικός νεορεαλισμός, κίνημα που επηρέασε τον παγκόσμιο κινηματογράφο. Από τις γνωστότερες ιταλικές ταινίες που εντάσσονται στο κίνημα του νεορεαλισμού είναι: «Ρώμη ανοχύρωτη πόλη» (1945) του Ρομπέρτο Ροσελίνι και ακολουθούν το «Ossessione» (1943) και «Η γη τρέμει» (1948) του Λουκίνο Βισκόντι, «Κλέφτης ποδηλάτων» (1948) του Βιτόριο ντε Σίκα κ.ά. Στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, εκτός από τους παλιότερους σκηνοθέτες, που συνέχισαν να γυρίζουν ταινίες, εμφανίστηκαν και νεότεροι, ο καθένας από [GLi] τους οποίους δημιούργησε την προσωπική του κινηματογραφική γραφή και επηρέασε την τέχνη του κινηματογράφου σε παγκόσμιο επίπεδο, όπως ο Φεντερίκο Φελίνι, ο Πιέρ Πάολο Παζολίνι, ο Μπερνάντο Μπερτολούτσι, ο Μικελάντζελο Αντονιόνι, ο Μάρκο Μπελόκιο κ.ά. Την ίδια περίοδο έκανε την εμφάνισή του και το «σπαγκέτι γουέστερν», είδος επηρεασμένο από τα γουέστερν του Χόλιγουντ, με κύριο εκπρόσωπο το σκηνοθέτη Σέρτζιο Λεόνε. Στη δεκαετία του 1970, εκτός από τους παλιότερους σκηνοθέτες, εμφανίστηκαν οι νεότεροι Φραντσέσκο Ρόσι, Νάνι Μορέτι, Ρομπέρτο Μπενίνι κ.ά. οι οποίοι συνέχισαν το έργο τους και στις επόμενες δεκαετίες. Μέσα από τις ιταλικές κινηματογραφικές ταινίες αναδείχτηκαν και πολλοί παγκοσμίως γνωστοί ηθοποιοί, όπως η Άννα Μανιάνι, ο Βιτόριο Γκάσμαν, ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, η Σοφία Λόρεν κ.ά.

ε) Μουσική. Από το 13ο αιώνα δημιουργήθηκε στη Φλωρεντία, την Πάδοβα και την Μπολόνια το τραγούδι με μία φωνή και συνοδεία οργάνων. Αργότερα, Φλαμανδοί μουσικοί έμαθαν στους Ιταλούς την τέχνη της πολυφωνικής μουσικής. Κατά το 16ο αιώνα στον τομέα της μουσικής ξεχώρισαν δύο ονόματα, ο Παλεστρίνα και ο Τζιοβάνι Γκαμπριέλι. Ο Φρεσκομπάλτι και ο Σκαρλάτι έγραψαν έργα για εκκλησιαστικό όργανο, ενώ δημιουργήθηκε το ορατόριο ή εκκλησιαστικό μελόδραμα από τον Καρίσιμι. Όμως, από τον Τζοακίνο Ροσίνι (18ος αι.) άρχισε η παντοκρατορία του ιταλικού μελοδράματος, που κυριάρχησε όλο το 19ο αιώνα στην Ιταλία και τελειοποιήθηκε από τους Ντονιτζέτι, Μπελίνι, Βέρντι, Πονκιέλι, Μποΐτο, Πουτσίνι, Λεονκαβάλο, Μασκάνι και Ρεσπίγκι. Στους αξιολογότερους μουσικούς συγκαταλέγονται ο Παγκανίνι, που έφτασε σε αξεπέραστο σημείο δεξιοτεχνίας στο βιολί, οι τραγουδιστές Καρούζο, Τίτα, Ρούφο, Γκαλικούρτσι, ντι Στέφανο, οι διευθυντές ορχήστρας Τοσκανίνι, Φεράρι, Παντοβάνι κ.ά.

Σε ό,τι αφορά τη σύγχρονη μουσική και το ελαφρό τραγούδι, η Ιταλία πρωταγωνίστησε στην παγκόσμια σκηνή. Στο κλασικό τραγούδι διέγραψαν λαμπρή καριέρα ο Τίτο Γκόμπι (βαρύτονος), οι τενόροι Μάριο ντελ Μόνακο, Μάριο Λάντσα, Λουτσιάνο Παβαρότι κ.ά.

στ) Χορός. Η Ιταλία στάθηκε πάντα πηγή για φημισμένους χορευτές, όπως η Πιερίνα Λενιάνι, η Βιρτζίνια Τσούκι, η Καρλότα Τζαμπέλι και ο Σερζ Περέτι, που έλαμψαν στην παρισινή όπερα στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Το ιταλικό μπαλέτο ξεκίνησε από τις αυλές των ηγεμόνων της αναγέννησης και κατέκτησε τη γαλλική αυλή των Λουδοβίκων, διατηρώντας πάντα σημαντική θέση στην παγκόσμια ορχηστρική τέχνη.

Στα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. και κυρίως στην 1η χιλιετία π.Χ. στην περιοχή της Ιταλίας μετανάστευσαν Έλληνες, Ετρούσκοι και Φοίνικες, που ίδρυσαν αποικίες στη νότια Ιταλία και τη Σικελία. Η ιστορία της Ιταλίας ταυτίζεται, οριστικά από τα τέλη του 3ου αι. π.Χ., με την ιστορία της Ρώμης και γίνεται το κέντρο μιας καθαρά μεσογειακής αυτοκρατορίας, της Ρωμαϊκής. Το 330 μ.Χ. έγινε η μεταφορά της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη.

Έπειτα από το διαμελισμό της από το Θεοδόσιο το 395, το Μεδιόλανο (Μιλάνο) έγινε η πρωτεύουσα της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Επακολούθησαν οι βαρβαρικές επιδρομές που κατέκλυσαν τη χώρα.

Ο Αλάριχος κυρίεψε τη Ρώμη και το 476 ο Οδόακρος κατάργησε τη Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και ανακηρύχτηκε βασιλιάς της Ιταλίας. Το 493 ο Θεοδώριχος, βασιλιάς των Οστρογότθων, κατέκτησε ολόκληρη την Ιταλία. Με το θάνατό του, όμως, το βασίλειό του διαλύθηκε. Ακολούθησε ο Ιουστινιανός, που θέλοντας να αποκαταστήσει την ενότητα της αυτοκρατορίας, κυριάρχησε στο μεγαλύτερο μέρος της χερσονήσου· η Ραβέννα, έδρα του έξαρχου (αντιπροσώπου του αυτοκράτορα) έγινε πρωτεύουσα της Ιταλίας.

Όμως, ήδη από το 568, νέοι επιδρομείς, οι Λομβαρδοί, εισέβαλαν στην Ιταλία και ίδρυσαν διάφορα δουκάτα.

Τότε η Ιταλία απέκτησε τρεις πρωτεύουσες: τη Ρώμη, όπου έδρευε ο πάπας, τη Ραβέννα, έδρα του έξαρχου, και την Παβία, όπου εγκαταστάθηκε ο Λομβαρδός βασιλιάς.

Τον 8ο αιώνα, χάρη κυρίως στην προστασία του Καρλομάγνου, ιδρύθηκε ένα παπικό κράτος. Αυτό απειλήθηκε αρχικά από τη διαμάχη ανάμεσα στους πάπες και τους Γερμανούς αυτοκράτορες, που έπειτα από το 962 διεκδικούσαν τη Ρώμη, έχοντας Ιταλούς συμμάχους τους Γιβελίνους. Όταν, όμως, οι Γουέλφοι νίκη[GLi]σαν τους Γιβελίνους, η Ιταλία, έχοντας απαλλαγεί από τους αυτοκράτορες, σπαράχτηκε από εσωτερικούς αγώνες. Στο βορρά κυριαρχούσαν οι ισχυρές δημοκρατίες της Φλωρεντίας, της Πίζας, της Λούκας, της Γένοβας και της Βενετίας, ενώ στο νότο Γάλλοι και Αραγονέζοι διεκδικούσαν το βασίλειο της Νεάπολης. Κατά το 15ο και 16ο αιώνα, στους λεγόμενους Πολέμους της Ιταλίας, η χερσόνησος μεταβλήθηκε σε πεδίο μάχης ανάμεσα στους Γάλλους, τους Ισπανούς και τους Ελβετούς. Τελικά η Γαλλία παραιτήθηκε από τις διεκδικήσεις της. Έτσι, οι Ισπανοί κληρονόμοι του Κάρολου Ε’ στην Ιταλία παρέμειναν κύριοι της χερσονήσου για δύο ολόκληρους αιώνες. Αργότερα οι ξένοι πρίγκιπες που επιβλήθηκαν στην Ιταλία, με βάση τις συνθήκες της Ουτρέχτης (1713), του Ραστάτ (1714) και της Βιέννης (1738), δεν μπόρεσαν να της δώσουν την ποθητή ενότητα. Μολαταύτα, δημιουργήθηκε σταδιακά στη βόρεια Ιταλία μια κυριαρχία ισχυρότερη από τις άλλες. Την αποτελούσαν οι κόμητες και δούκες της Σαβοΐας, που άπλωσαν την εξουσία τους στο Πιεμόντε, τη Λομβαρδία και τη Σαρδηνία, παίρνοντας τον τίτλο του βασιλιά της Σικελίας (1720). Κατά τη Γαλλική Επανάσταση, η εκστρατεία του Βοναπάρτη στην Ιταλία (1790-1797) κατέληξε στη δημιουργία μιας δημοκρατίας κάτω από γαλλικό έλεγχο, που αργότερα μεταβλήθηκε σε ιταλική δημοκρατία και έπειτα σε βασίλειο της Ιταλίας (1807). Όμως, οι συνθήκες του 1815 απέδωσαν τη Λομβαρδία στην Αυστρία που, παρά τις απόπειρες ενός εθνικού ξεσηκωμού με τη βοήθεια του βασιλιά της Σαρδηνίας, διατηρήθηκε υπό αυστριακή κυριαρχία ως το 1859. Ο Ναπολέοντας Γ’, έπειτα από ένα σύντομο πόλεμο, κατέκτησε την περιοχή αυτή, την αφαίρεσε από την Αυστρία και την παραχώρησε στο βασιλιά της Σαρδηνίας Βίκτωρα Εμμανουήλ Γ’. Από το 1859 ως το 1870 ο Βίκτωρ Εμμανουήλ πραγματοποίησε την ιταλική ενότητα, καθώς την είχε προετοιμάσει ο Καβούρ (κατάκτηση του βασιλείου των Δύο Σικελιών, του μεγαλύτερου μέρους του παπικού κράτους, απόκτηση της Βενετίας, κατάληψη της Ρώμης). Στη συνέχεια, η Ιταλία διεύρυνε την οικονομική και στρατιωτική της ισχύ δημιουργώντας ένα αποικιακό κράτος στην Αφρική (Ερυθραία, Ιταλική Σομαλία, Λιβύη).

Έπειτα από τον α’ παγκόσμιο πόλεμο, στο πλευρό των Συμμάχων (1915-1918), απέσπασε το Τρεντίνο και την Τεργέστη και, έπειτα, το Φιούμε. Τ

ο 1922 ο Μουσολίνι εγκαθίδρυσε στη χώρα ένα δικτατορικό καθεστώς, το φασισμό, και διεύρυνε, με την Αιθιοπία (1936) και την Αλβανία (1939), την αποικιακή αυτοκρατορία της Ιταλίας.

Τον Ιούνιο του 1940 η Ιταλία μπήκε στο β’ παγκόσμιο πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας και επιτέθηκε εναντίον της Ελλάδας, αλλά ηττήθηκε.

Οι αποτυχίες του Άξονα (Γερμανίας-Ιταλίας) και η συμμαχική απόβαση στη Σικελία οδήγησαν στην καθαίρεση και σύλληψη του Μουσολίνι, με διαταγή του βασιλιά Βίκτωρα Εμμανουήλ. Σχη[GLi]ματίστηκε τότε κυβέρνηση με πρωθυπουργό το στρατάρχη Μπαντόλιο, που υπέγραψε την ανακωχή και, στη συνέχεια, κήρυξε τον πόλεμο κατά της Γερμανίας.

Ο Μουσολίνι, που τον απελευθέρωσαν οι Γερμανοί, σχημάτισε μια νέα φασιστική κυβέρνηση στη Βόρεια Ιταλία, γνωστή με την ονομασία Δημοκρατία του Σαλό. Όμως η συμμαχική προέλαση συνεχιζόταν στη χερσόνησο. Τελικά ο Μουσολίνι συνελήφθη και εκτελέστηκε από αντιφασίστες πατριώτες τον Απρίλιο του 1945. Τ

ο 1946, έπειτα από την παραίτηση του Βίκτωρα Εμμανουήλ και την ολιγόχρονη βασιλεία του Ουμβέρτου Β’, η Ιταλία ανακηρύχτηκε δημοκρατία, με δημοψήφισμα. Με το κόμμα των χριστιανοδημοκρατών (1946-1953), η χώρα ξαναβρήκε την πολιτική και οικονομική της ευστάθεια, χωρίς όμως να πάψουν να υπάρχουν πολλά και δύσκολα οικονομικά προβλήματα, που ανατάραξαν τη ζωή του τόπου. Μερικές σημαντικές χρονολογίες τονίζουν την παρακάτω πολιτική και κοινωνική πορεία της νεότερης Ιταλίας: το 1949 προσχώρησε στο ΝΑΤΟ και, με τη Συμφωνία της Ρώμης, συνέβαλε στη δημιουργία της Κοινής Αγοράς (ιδρυτικό μέλος της ΕΟΚ, της σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης). Με τις εκλογές του 1958 και του 1963 ενισχύθηκαν τα κόμματα της αριστεράς. Έτσι, το χριστιανοδημοκρατικό κόμμα αναγκάστηκε να συνεργαστεί με τους μετριοπαθείς σοσιαλιστές. Οι εκλογές του 1968 ενίσχυσαν αυτήν τη συνεργασία, με τη δημιουργία κυβερνητικού συνασπισμού των χριστιανοδημοκρατών με τους ρεπουμπλικάνους, τους σοσιαλδημοκράτες και τους σοσιαλιστές.

Σημαντική τομή στην πολιτική ζωή της Ιταλίας δημιουργήθηκε με τα αποτελέσματα των γενικών εκλογών του 1976.

Το ιταλικό κομουνιστικό κόμμα πήρε το 34% των ψήφων, οι σοσιαλιστές το 10% και τα άλλα κόμματα της αριστεράς το 4%, γεγονός που ανάγκασε τους χριστιανοδημοκράτες να σχηματίσουν κυβέρνηση μειοψηφίας (με 38% των ψήφων) και να παραμείνουν στην εξουσία με την ανοχή των κομουνιστών, οι οποίοι ζητούσαν κυβέρνηση από όλα τα δημοκρατικά κόμματα. Τ

ο 1978 πρόεδρος εκλέχτηκε ο ανεξάρτητος σοσιαλιστής Αλεσάντρο Μπερτίνι. Το 1989 ο Φραντζέσκο Κοσίγκα διαδέχτηκε τον Αλεσάντρο Μπερτίνι στην προεδρία της δημοκρατίας. Το 1992 ξέσπασε πολιτική και οικονομική κρίση. Επιφανείς πολιτικοί καταγγέλθηκαν για διαφθορά και παραιτήθηκαν, ενώ η πολιτική κατάσταση άλλαξε ριζικά, με την εμφάνιση νέων πολιτικών και νέων κομμάτων, υπό το πρίσμα μάλιστα και των αλλαγών που είχαν επέλθει στη μετα[GLi]ψυχροπολεμική Ευρώπη, μετά την κατάρρευση του κομουνισμού. Αυτές οι εξελίξεις οδήγησαν στη μετονομασία και τη διάσπαση του Κομουνιστικού Κόμματος Ιταλίας (ΚΚΙ) σε Δημοκρατικό Κόμμα της Αριστεράς. Ένα πρόβλημα κομβικής σημασίας για την ιταλική πολιτική ζωή από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 ήταν το αίτημα απόσχισης των πλούσιων βόρειων περιφερειών, το οποίο, παρά τη διοικητική μεταρρύθμιση και την αποκέντρωση που υιοθετήθηκαν προς τα τέλη της δεκαετίας, συνέχισε να απειλεί την κεντρική λειτουργία του κράτους και να καταγράφει υπολογίσιμα εκλογικά ποσοστά, εκφραζόμενο πολιτικά από το κόμμα Λέγκα του Βορρά του Ουμπέρτο Μπόσι. Το 1994 πρωθυπουργός της χώρας εκλέχτηκε ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, μεγιστάνας των ΜΜΕ. Το διάστημα 1996-2001 δημιουργήθηκε ο μακροβιότερος κυβερνητικός συνασπισμός στη μεταπολεμική Ιταλία, με πρωθυπουργούς, διαδοχικά, τους Ρομάνο Πρόντι, Μάσιμο Ντ’ Αλέμα και Τζ. Αμάτο. Το 1999 πρόεδρος της χώρας εκλέχτηκε ο Κ. Τσιάμπι. Η κεντροαριστερή παράταξη έχασε τις εκλογές του 2001 από το συνασπισμό της δεξιάς και ακροδεξιάς (κόμμα Φόρτσα Ιτάλια), του οποίου ηγήθηκε ο Μπερλουσκόνι, ο οποίος έτσι έγινε για δεύτερη φορά πρωθυπουργός, παρά τις προσωπικές καταδίκες του για διαφθορά και τις κατηγορίες για μονοπώλιο στο χώρο των ιδιωτικών ΜΜΕ. Το 1999 ο Ιταλός πρώην πρωθυπουργός Ρομάνο Πρόντι εκλέχτηκε πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το 2002, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η χώρα υιοθέτησε ως νομισματική μονάδα το ευρώ, που αντικατέστησε τη λιρέτα.

Το 2004 ο Μπερλουσκόνι απαλλάχτηκε από τις εναντίον του κατηγορίες για διαφθορά, αλλά ο γερουσιαστής Μαρσέλο Ντελ Ούτρι, στενός πολιτικός συνεργάτης του πρωθυπουργού και ιδρυτικό στέλεχος του Φόρτσα Ιτάλια, καταδικάστηκε σε εννιά χρόνια κάθειρξη από δικαστήριο της Σικελίας, καθώς κρίθηκε ένοχος για συνεργασία του με τη[GLi]Μαφία.

Σχετικά με Γεώργιος Λυμπερόπουλος

Είμαι Ηλεκτρονικός όπου τα τελευταία μου τωρινά χρόνια έμαθα να χειρίζομαι τους Ηλεκτρονικούς υπολογιστές, από την κατασκευή αλλά και από τον προγραμματισμό τους θα έλεγα πολύ καλά. Ευχαριστώ που διαβάζετε την ιστοσελίδα μου!

Δείτε όλα τα άρθρα του/της Γεώργιος Λυμπερόπουλος →

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *