Κύπρος – kypros

CYPRUS

(Κυπριακή Δημοκρατία)[GLi]Νησιωτικό κράτος της Ευρώπης, στην Ανατολική Μεσόγειο.

Έκταση: 9.251 τ. χλμ. (3.355 τ. χλμ. η κατεχόμενη περιοχή)

Πληθυσμός: 918.100 (200.000 στην κατεχόμενη περιοχή)

Πρωτεύουσα: Λευκωσία (195.000 κάτ.)

Πολίτευμα: Προεδρική δημοκρατία

Γλώσσα: ελληνική, τουρκική

Θρησκεία: Χριστιανισμός, ισλαμισμός

Νόμισμα: Κυπριακή λίρα (τουρκική λίρα στην κατεχόμενη περιοχή).

ΦΥΣΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ.

Το μήκος των ακτών της Κύπρου, που δεν παρουσιάζουν μεγάλο διαμελισμό, κυρίως στο βόρειο τμήμα της, υπολογίζεται σε 782 χλμ. Στο βορειοανατολικό άκρο του νησιού, όπου καταλήγει η μακρόστενη χερσόνησος της Καρπασίας, βρίσκεται [GLi] το ακρωτήριο Άγιος Ανδρέας. Προχωρώντας στα νότια συναντάμε τον κόλπο της Αμμοχώστου, τα ακρωτήρια Γκρέκο και Πύλα, τον κόλπο της Λάρνακας, το ακρωτήριο Κίτι, τον κόλπο της Λεμεσού, τα ακρωτήρια Γάτα και Ζευγάρι, τον κόλπο της Επισκοπής, το ακρωτήριο Ακάμας ή Αρναούτης, τον κόλπο της Χρυσοχούς, τον κόλπο της Μόρφου, το ακρωτήριο Κορμακίτης ή Κρόμμυο.

Μορφολογία

Η Κύπρος υποδιαιρείται μορφολογικά σε πέντε περιοχές:

α) τη βόρεια οροσειρά,

β) το ορεινό σύμπλεγμα Τροόδους,

 γ) τη λοφώδη περιοχή γύρω από[GLi το ορεινό σύμπλεγμα Τροόδους,

δ) την κεντρική πεδιάδα και ε) τις παράκτιες πεδιάδες.

α) Βόρεια οροσειρά. Η βόρεια οροσειρά υποδιαιρείται στην οροσειρά του Πενταδάκτυλου και την Καρπασία.

Η οροσειρά του Πενταδάκτυλου με τις υπώρειές της αρχίζει ανατολικά του ακρωτηρίου Κορμακίτης και εκτείνεται μέχρι τα βορειοανατολικά της Επτακώμης. Η οροσειρά, μήκους περίπου 95 χλμ., είναι μια στενή τοξοειδής λωρίδα με πλάτος περίπου 5 χλμ. Η πιο ψηλή κορυφή είναι το Κυπαρισσόβουνο, ύψους 1.024 μ. Ο Πενταδάκτυλος, που θεωρείται μια από τις πιο γραφικές και επιβλητικές οροσειρές της Κύπρου, παρουσιάζει διαφορετική όψη στις δύο πλευρές του. Η βόρεια πλευρά, πιο απότομη και πιο άγρια με περισσότερη υγρασία και λιγότερη εξάτμιση, είναι καλυμμένη με θάμνους, δασικά δέντρα και πλούσια άγρια φυσική βλάστηση. Αντίθετα, η νότια πλευρά, περισσότερο εκτεθειμένη στις ηλιακές ακτίνες, είναι κατάξερη και γυμνή από βλάστηση.

Η χαμηλή οροσειρά της Καρπασίας εκτείνεται μεταξύ Επτακώμης και ακρωτηρίου Αποστόλου Ανδρέα σε μια έκταση κάπου 55 χλμ. Η Καρπασία ως γεωγραφική περιφέρεια αρχίζει αρκετά χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Επτακώμης. Το ανατολικό τμήμα της βόρειας οροσειράς, στην Καρπασία, είναι περισσότερο συμμετρικό και ομαλό, πιθανώς γιατί εδώ δε σημειώθηκαν [GLi] βίαιες τεκτονικές και ορογενετικές κινήσεις, όπως στο δυτικό τμήμα. Το υψόμετρο της οροσειράς μειώνεται από το δυτικό στο ανατολικό τμήμα. Το ψηλότερο σημείο είναι ο Πάμπουλος (383 μ.) πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, στα νοτιοανατολικά της Αγίας Τριάδας.

β) Ορεινό σύμπλεγμα Τροόδους. Το σύμπλεγμα του Τροόδους κατέχει το νοτιοκεντρικό τμήμα του νησιού. Μικροί πυριγενείς όγκοι, αποκομμένοι από το κύριο οφιολιθικό σύμπλεγμα, βρίσκονται στους Τρούλους και τον Ακάμα. Το μεγαλύτερο μήκος του από τα δυτικά στα ανατολικά είναι περίπου 92 χλμ., ενώ το μεγαλύτερο πλάτος από τα βόρεια στα νότια είναι 35 χλμ. Η ψηλότερη κορυφή είναι ο Όλυμπος, 1.953 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.

Ένα βασικό χαρακτηριστικό του συμπλέγματος Τροόδους είναι τα πολλά ρήγματα, που συχνά δημιουργούν απότομες, σχεδόν κατακόρυφες, πλαγιές.

γ) Λοφώδης περιοχή γύρω από το ορεινό σύμπλεγμα Τροόδους. Η λοφώδης έκταση που εκτείνεται από την επαρχία Λάρνακας στα ανατολικά και μέσω Λεμεσού συνεχίζεται στη βορειοδυτική Πάφο, ακριβώς γύρω από το ανατολικό, νότιο και δυτικό τμήμα του συμπλέγματος του Τροόδους, απο[GLi]τελείται κυρίως από πετρώματα των σχηματισμών Πάχνας και Λευκάρων.

Τα φαράγγια που βρίσκονται στην περιοχή οφείλονται κυρίως στις αλλαγές στη στάθμη της θάλασσας και του ανανεωμένου κύκλου διάβρωσης. Μερικά τέτοια φαράγγια είναι εκείνο του Κούρη στη Λεμεσό και εκείνο του Άβακα στη δυτική Πάφο.

Ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά της περιοχής των λόφων είναι η πληθωρική παρουσία των κουέστα (λοφώδης έκταση, από την κορυφή της οποίας ξεκινά μια ήπια πλαγιά στη μια πλευρά και μια απότομη στην άλλη και οφείλεται στη διάβρωση που επιδρά διαφορετικά πάνω στα ποικίλα πετρώματα). Ένα κλασικό παράδειγμα κουέστα στην περιοχή είναι ο χώρος όπου αναπτύχθηκε ο αρχαίος οικισμός της Αμαθούντας.

δ) Κεντρική πεδιάδα. Η κεντρική πεδιάδα εκτείνεται από τον κόλπο Μόρφου στα δυτικά μέχρι τον κόλπο Αμμοχώστου στα ανατολικά σε μια έκταση περίπου 90 χλμ. Το πλάτος της πεδιάδας στα ανατολικά φτάνει περίπου τα 43 χλμ., ενώ στα δυτικά κυμαίνεται γύρω στα 23 χλμ. Το υψόμετρο, τόσο ανατολικά του κόλπου Μόρφου όσο και δυτικά του κόλπου Αμμοχώστου, αυξάνεται σταθερά, για να πλησιάσει τα 250 μ., περίπου 12 χλμ. δυτικά της πρωτεύουσας. Εξάλλου το υψόμετρο αυξάνεται τόσο στα βόρεια προς την οροσειρά του Πενταδάκτυλου όσο και προς τα νότια προς την οροσειρά του Τροόδους.

Η κεντρική πεδιάδα υποδιαιρείται σε τρεις βασικές περιοχές:

1. πεδιάδα Μόρφου,

2. πεδιάδα Μεσαορίας (ανατολική κεντρική πεδιάδα),

3. Κοκκινοχώρια.

1.Πεδιάδα Μόρφου. Σχηματίστηκε βασικά από τις δελταϊκές αποθέσεις των ποταμών Οβγού και Σερράχη. Οι αποθέσεις, που σχηματίστηκαν κυρίως κατά την είσοδο των ποταμών στην πεδιάδα, δημιουργήθηκαν εξαιτίας της απότομης κλίσης, που επιδρά τόσο πάνω στην ορμή των ποταμών όσο και στη μεταφορική τους ικανότητα.

2.Πεδιάδα Μεσαορίας. Η ανατολική κεντρική πεδιάδα ονομάζεται και Μεσαορία, αν και συχνά ο όρος «Μεσαορία» χρησιμοποιείται για ολόκληρη την κεντρική πεδιάδα. Ένα μεγάλο μέρος της είναι το δημιούργημα των αλλουβιακών αποθέσεων των δύο κύριων ποταμών της περιοχής, του Πηδιά και του Γιαλιά.

3.Κοκκινοχώρια. Είναι ένα πολύ χαμηλό οροπέδιο που καταλαμβάνει το νοτιοανατολικό τμήμα της κεντρικής πεδιάδας. Το μέσο υψόμετρο κυμαίνεται γύρω στα 70 μ., ενώ στα βορειοδυτικά της Αγίας Νάπας, στο λόφο Φανός, το υψόμετρο φτάνει τα 175 μ.

Η κεντρική πεδιάδα στο σύνολό της παρουσιάζει διάφορα άλλα χαρακτηριστικά, όπως είναι οι τραπεζοειδείς σχηματισμοί (μέζα), οι ποτάμιες αναβαθμίδες και ιδιαίτερα οι θίνες, που επηρέασαν ορισμένες περιοχές. Αρκετοί ποταμοί στην κεντρική πεδιάδα μαιανδρίζουν ή έχουν σκάψει βαθιά κοίτη στα προσχωσιγενή εδάφη. Εξαιτίας όμως του ανανεωμένου κύκλου διάβρωσης δημιουργήθηκαν ποτάμιες αναβαθμίδες, που είναι εμφανείς σε πολλές περιοχές.

Αναπτυγμένες σε μεγάλο βαθμό τόσο στο δυτικό όσο και στο ανατολικό τμήμα της κεντρικής πεδιάδας είναι οι θίνες. Πρόκειται για τεράστιους αμμόλοφους που δημιούργησαν οι επικρατούντες δυτικοί άνεμοι.

ε) Παράκτιες πεδιάδες. Η περιοχή των παράκτιων πεδιάδων περιλαμβάνει την πεδιάδα της Κερύνειας, την πεδιάδα της Λάρνακας, την πεδιάδα της Λεμεσού, την πεδιάδα της Πάφου και την πεδιάδα της Χρυσοχούς.

1.Πεδιάδα Κερύνειας.   Εκτείνεται από το δυτικό τμήμα της Βασίλειας μέχρι το Δαυλό, σε μια στενή ζώνη περίπου 4 χλμ., μεταξύ της θάλασσας και των υπωρειών του Πενταδάκτυλου. Σε μερικά σημεία η στενή πεδιάδα διακόπτεται από βραχώδεις προεκτάσεις του Πενταδάκτυλου. Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της πεδιάδας είναι οι θαλάσσιες αναβαθμίδες, οι οποίες συχνά διαμελίζονται από τους ποταμούς και τα ρυάκια, που πηγάζουν από τον Πενταδάκτυλο και εκβάλλουν στη θάλασσα της Κερύνειας. Αξιοπρόσεκτος είναι ο σχετικά μεγάλος αριθμός των νησίδων κατά μήκος της ακτής, δημιούργημα της θαλάσσιας διάβρωσης. Ένα άλλο χαρακτηριστικό της παράκτιας πεδιάδας είναι οι αμμόλοφοι, που κάποτε σχηματίζονται αρκετές εκατοντάδες μέτρα στη ξηρά και σε εξαιρετικές περιπτώσεις ξεπερνούν το ύψος των 15 μ.

2.Πεδιάδα της Λάρνακας.   Η πεδιάδα της Λάρνακας εκτείνεται από τη Δεκέλεια στα βορειοανατολικά μέχρι το Μαρώνι στα νοτιοδυτικά. Κύριο χαρακτηριστικό της είναι οι θαλάσσιες αναβαθμίδες, δύο από τις οποίες φτάνουν σε ύψος 40 μ. η μία και 13 μ. η άλλη.

3.Πεδιάδα της Λεμεσού.   Η πεδιάδα της Λεμεσού, που περιλαμβάνει και τη χερσόνησο του Ακρωτηρίου, σχηματίστηκε από προσχώσεις και άλλες πρόσφατες αποθέσεις. Το πιο αξιοπρόσεκτο χαρακτηριστικό της πεδιάδας είναι η αλυκή της Λεμεσού.

4.Πεδιάδα της Πάφου.   Η πεδιάδα της Πάφου, που εκτείνεται από την Πέτρα του Ρωμιού μέχρι το νησάκι του Αγίου Γεωργίου και τη χερσόνησο του Ακάμα, έχει ένα μέσο πλάτος που κυμαίνεται μεταξύ μερικών δεκάδων μέτρων και 3 χλμ. Η πεδιάδα που χαρακτηρίζεται από θαλάσσιες αναβαθμίδες, ποτάμιες αναβαθμίδες, νησάκια, βραχώδη και αμμουδερά ακρογιάλια, παρουσιάζει μια ήπια κλίση προς τη θάλασσα. Διακρίνεται μια αναβαθμίδα λίγα μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, όπως είναι εκείνη των Ποτίμων, μια δεύτερη σε υψόμετρο 75 μ. μεταξύ Κισσόνεργων-Κουκλιών και μια τρίτη μεταξύ Γεροσκήπου-Έμπας σε υψόμετρο 140 μ.

5.Πεδιάδα της Χρυσοχούς. Η πεδιάδα της Χρυσοχούς συνίσταται από την κοιλάδα του ποταμού της Χρυσοχούς (από τα βόρεια της Γιόλου μέχρι τη θάλασσα) και τη στενή παράκτια πεδιάδα ανατολικά και δυτικά της Πόλης. Εκτός από θαλάσσιες αποθέσεις η πεδιάδα δέχτηκε και τις προσχώσεις των ποταμών και ρυακιών που καταλήγουν σ’ αυτή. Είναι εμφανείς οι θαλάσσιες αναβαθμίδες, οι ποτάμιες αναβαθμίδες καθώς και τα άλλα χαρακτηριστικά του ανανεωμένου κύκλου διάβρωσης, όπως είναι οι μαίανδροι και οι βαθιές κοίτες των ποταμών.

Ποτάμια-Λίμνες

Οι περιορισμένοι υδάτινοι πόροι της Κύπρου οφείλονται στη μικρή έκταση του νησιού, το κλίμα, τη γεωλογία και το ανάγλυφο. Ουσιαστικά δεν υπάρχουν ποταμοί στην Κύπρο, γιατί κανένας δε ρέει όλη τη διάρκεια του χρόνου. Τα κυριότερα χαρακτηριστικά των ποταμών του νησιού είναι το περιορισμένο νερό στην κοίτη τους, η στάθμη του νερού που αυξομειώνεται, η μεγάλη παροχή νερού που παρατηρείται τους χειμερινούς μήνες, η βατότητα σε όλη τη διάρκεια του χρόνου, εκτός των χειμερινών μηνών, και οι μεγάλες ποσότητες ιζημάτων που παρασύρονται στις εκβολές τους.

Οι κυριότερες πηγές των ποταμών της Κύπρου βρίσκονται στην οροσειρά του Τροόδους, στην οροσειρά του Πενταδάκτυλου, στη χερσόνησο του Ακάμα και στην Καρπασία. Στην οροσειρά του Τροόδους οι πιο σημαντικές είναι το συγκρότημα των πηγών Χάρτζιη, κοντά στον Πρόδρομο και η πηγή του χωριού Φαρμακά. Στην οροσειρά του Πενταδακτύλου οι σπουδαιότερες πηγές είναι το κεφαλόβρυσο της Κυθρέας, το κεφαλόβρυσο της Λαπήθου και το κεφαλόβρυσο του Καραβά.

Οι τρεις σχετικά μικρές λίμνες της Κύπρου, που διατηρούν νερό στη λεκάνη τους μόνο τους χειμερινούς μήνες, είναι η Αλυκή της Λάρνακας, η Αλυκή της Λεμεσού και η λίμνη του Παραλιμνίου, που είναι μια συλλεκτήρια λεκάνη με περιορισμένη διέξοδο του εισερχόμενου νερού. Όπως είναι φυσικό, η λίμνη του Παραλιμνίου είναι ξερή το καλοκαίρι και η αλμυρότητά της είναι προϊόν της μεγάλης εξάτμισης.

Κλίμα

Η Κύπρος έχει μεσογειακό κλίμα, που χαρακτηρίζεται από βροχερούς και ήπιους χειμώνες, ζεστά και ξερά καλοκαίρια, μεγάλη διάρκεια ηλιοφάνειας (ιδιαίτερα τα καλοκαίρια) και σχετικά μέτριο εύρος θερμοκρασίας κατά τη διάρκεια του χρόνου. Το μεγαλύτερο μέρος της ετήσιας βροχόπτωσης πέφτει μεταξύ Νοεμβρίου και Φεβρουαρίου και οφείλεται κυρίως στις υφέσεις και τα μέτωπα του χειμώνα. Αυτό το είδος της βροχής ονομάζεται κυκλωνική βροχή. Οι βασικοί παράγοντες που επηρεάζουν το κλίμα της Κύπρου είναι η απόσταση του νησιού από τον Ατλαντικό ωκεανό, οι ηπειρωτικές μάζες που περιβάλλουν το νησί, η θέση του νησιού, η κλειστή θάλασσα της Μεσογείου και το ανάγλυφο του νησιού.

Χλωρίδα

Παρά το μικρό μέγεθός της η Κύπρος διαθέτει πλούσια χλωρίδα, ένα μεγάλο μέρος της οποίας αποτελείται από ενδημικά είδη. Παρά τις επιδράσεις από τις γύρω ηπείρους, στο σύνολό της η χλωρίδα της Κύπρου εντάσσεται στα ευρύτερα γεωγραφικά πλαίσια της Μεσογείου και έτσι μπορεί να χαρακτηριστεί ως μεσογειακή.

 Η αυτοφυής χλωρίδα θα μπορούσε να υποδιαιρεθεί σε τέσσερις μείζονες κατηγορίες:

α) δάση,

β) μακκία βλάστηση,

γ) γκαρίκες

και δ) πόες.

α) Δάση. Τα κυριότερα δασικά δέντρα είναι η πεύκη η τραχεία ή άγριος πεύκος, που φυτρώνει από τις παραλίες μέχρι ύψος 1.500 μ. Πιο ψηλά από το υψόμετρο αυτό και μέχρι την κορυφή του Τροόδους φυτρώνουν οι πεύκοι του Τροόδους ή, όπως είναι γνωστοί, οι «μαυρόπευκοι». Στο δάσος της Πάφου, κυρίως στην κορυφή του Τριπύλου, στα βουνά του Κύκκου και στο Αρκάτζιν της Ιρκάς Στερατζιάς βρίσκονται οι κέδροι της Κύπρου. Η Κοιλάδα των Κέδρων είναι ίσως το πιο γνωστό δάσος κέδρων στην Κύπρο. Στις κοιλάδες της οροσειράς του Τροόδους βλαστάνει ο πλάτανος και ο σκλήδρος (σκλήθρα), ενώ στις πλαγιές φυτρώνει η λατζιά, που είναι ένα είδος βελανιδιάς. Στα ασβεστολιθικά πετρώματα του Πενταδάκτυλου η τραχεία πεύκη φυτρώνει ανάμεικτη με το κυπαρίσσι. Σε δασικές εκτάσεις κοντά στις παραλίες φυτρώνει ο «αόρατος» (ένα είδος κυπαρισσιού), όπως στη χερσόνησο του Ακάμα.

β) Μάκιες. Μέρος των δασών της Κύπρου κόπηκε πολλές φορές για την παραγωγή ξυλείας και καυσόξυλων ή καταστράφηκε από τη νομαδική βόσκηση, κυρίως των αιγών. Στον τόπο της δασικής βλάστησης αναπτύσσεται χαμηλότερη θαμνώδης βλάστηση με κάπως αραιά και σκόρπια δέντρα. Η τέτοια βλάστηση κυρίως σε πυριτιούχα εδάφη ονομάζεται μακκία (από τη γαλλική λέξη maquis και την ιταλική λέξη macchia). Είναι χαρακτηριστική χλωρίδα του μεσογειακού κλίματος και απαντά σε πολλές μεσογειακές χώρες, καθώς και στην Κύπρο, με διαφορετική ονομασία. Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει φυτά, όπως η μυρτιά, η κουμαριά, το δεντρολίβανο κ.ά.

γ) Γκαρίκες. Η ονομασία προέρχεται από τη γαλλική λέξη garique και εννοεί τη θαμνώδη βλάστηση που δημιουργήθηκε κάτω από τις ίδιες περιστάσεις, όπως και η μακκία. Είναι χαρακτηριστική βλάστηση των μεσογειακών χωρών και συναντάται κυρίως πάνω σε ασβεστούχα εδάφη. Μερικά χαρακτηριστικά φυτά είναι ο σχίνος, η τρεμιθιά, το θυμάρι, η κάππαρη κ.ά.

δ) Πόες. Είναι φυτά μέτριου ύψους με μαλακό βλαστό που ξεραίνεται μετά την καρποφορία. Φυτρώνουν τόσο στις πεδιάδες όσο και στις ορεινές περιοχές. Υπάρχει μια τεράστια ποικιλία των ειδών αυτών, που έχουν κτηνοτροφική αξία.

Πανίδα

Η πανίδα της Κύπρου σχετίζεται άμεσα με το μεσογειακό περιβάλλον στο οποίο εντάσσεται το νησί, καθώς και με τη γεωγραφική θέση της Κύπρου ανάμεσα στην Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική. Η θέση της Κύπρου μεταξύ των σχετικά ψυχρών βορειοευρωπαϊκών χωρών και των θερμών χωρών της αφρικανικής ηπείρου την καθιστά ενδιάμεσο σταθμό για τα αποδημητικά πτηνά, ιδιαίτερα τους φθινοπωρινούς, τους χειμερινούς και τους ανοιξιάτικους μήνες. Ωστόσο το γεωγραφικό ανάγλυφο, το κλίμα, η βλάστηση και ο νησιώτικος χαρακτήρας της Κύπρου είναι ουσιώδεις παράγοντες που επηρεάζουν την κατανομή και το είδος της πανίδας.

Σημαίνουσα θέση στην κυπριακή πανίδα κατέχει η ήμερη πανίδα (τα πρόβατα, οι κατσίκες, τα βοοειδή, οι χοίροι, οι όνοι, οι ημίονοι και τα άλογα, τα πουλερικά, οι σκύλοι, οι γάτες κ.ά.). Η Κύπρος διαθέτει ένα μεγάλο αριθμό εντόμων και ακάρεων. Οι σαύρες, οι έχιδνες και γενικά τα ερπετά είναι σχετικά περιορισμένα. Από τις διάφορες μελέτες που έγιναν για τα πουλιά της Κύπρου φαίνεται πως διάφορα αποδημητικά συνδέονται με ορισμένους τόπους, πότε για να διαχειμάζουν και πότε για φωλεοποίηση. Οι υγρότοποι της Αλυκής Λάρνακας και της Αλυκής Λεμεσού ελκύουν εξάλλου ένα μεγάλο αριθμό αποδημητικών. Η θαλάσσια πανίδα επίσης είναι σχετικά πληθωρική και ενδιαφέρουσα.

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ

Η Κύπρος είναι μια από τις περισσότερο αναπτυσσόμενες χώρες με υψηλό βιοτικό επίπεδο. Αν και η τουρκική εισβολή του 1974 έπληξε σημαντικά την οικονομία της χώρας που κινδύνεψε με κατάρρευση, η Κύπρος κατόρθωσε γρήγορα να ορθοποδήσει οικονομικά. Κύριοι οικονομικοί παράγοντες της χώρας είναι η γεωργία και η κτηνοτροφία, η βιομηχανία και ο τουρισμός.

α) Γεωργία :    Η γεωργία, παρά την ανάπτυξη των άλλων τομέων της οικονομικής δραστηριότητας, εξακολουθεί να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην κοινωνική και οικονομική ζωή του τόπου, ιδιαίτερα όσον αφορά τη συμβολή της στην απασχόληση χιλιάδων κατοίκων της υπαίθρου, τις εξαγωγές, την εξασφάλιση ξένου συναλλάγματος και την παροχή πρώτων υλών στον τομέα της βιομηχανίας. Το ανάγλυφο, το έδαφος, το κλίμα και ιδιαίτερα οι αρδεύσεις είναι οι κύριοι παράγοντες που επηρεάζουν τη γεωργία της χώρας.

Καλλιεργούνται εσπεριδοειδή (πορτοκάλια, λεμόνια, γκρέιπφρουτ, μανταρίνια) στις περιοχές Μόρφου, Αμμοχώστου, Λεμεσού, Κερύνειας και Λάρνακας, πατάτες στη νοτιοανατολική Κύπρο, οπωροφόρα δέντρα (μηλιές, κερασιές, ροδακινιές, αχλαδιές, δαμασκηνιές, βερικοκιές κ.ά.) στις περιοχές Λευκωσίας, Λεμεσού, Πάφου κ.α., λαχανικά (ντομάτες, πεπόνια, κολοκύθια, κουνουπίδια, αγκινάρες, λάχανα, μελιτζάνες, τεύτλα κ.ά.), μπανάνες (περιοχή Πάφου και Χρυσοχούς), αβοκάντο, φράουλες, ακτινίδια, πιστακιές (αράπικο φιστίκι), όσπρια (φασόλια, λουβιά, ρόβι, λουβάνα, φακή και ρεβίθια), διάφορα κτηνοτροφικά φυτά (τριφύλλι, βίκος, ρόβι, φαβέτα, καλαμπόκι), λουλούδια (γαρίφαλα, τριαντάφυλλα, χρυσάνθεμα), σταφύλια (επιτραπέζια και οινοποιήσιμα), σιτηρά (σιτάρι, κριθάρι, βρόμη) κυρίως στη περιοχή της Μεσαορίας κ.α., ελαιόδεντρα (κυπριακή λαδοελιά), χαρουπιές, αμυγδαλιές, καπνός κ.ά.

β) Κτηνοτροφία :    Οι κυριότεροι τομείς της κτηνοτροφικής παραγωγής είναι η αγελαδοτροφία, η αιγοπροβατοτροφία, η χοιροτροφία και η πτηνοτροφία. Εκτρέφονται αγελάδες με σκοπό τη γαλακτοπαραγωγή και την κρεατοπαραγωγή. Οι καινούριες μονάδες αγελαδοτροφίας δημιουργούνται σύμφωνα με τις σύγχρονες αντιλήψεις της τεχνολογίας, ενώ ο αριθμός των εκτρεφόμενων ζώων κατά μονάδα αυξάνεται, μια και οι οικονομίες κλίμακας μειώνουν αισθητά το κόστος παραγωγής. Το μεγαλύτερο ποσοστό του αγελαδινού γάλακτος καταναλίσκεται ως παστεριωμένο γάλα, ενώ το υπόλοιπο αναμειγνύεται με αιγοπρόβειο γάλα για την παραγωγή χαλουμιού (κυπριακού τυριού), καθώς και άλλων τυροκομικών προϊόντων. Αγελαδοτροφικές περιοχές διαμορφώθηκαν γύρω από τη Λευκωσία, τη Λάρνακα και σε ένα μέρος των Κοκκινοχωριών.

γ) Ορυκτός πλούτος :    Τα κυριότερα ορυκτά και προϊόντα λατομείων της Κύπρου είναι: χαλκοπυρίτης, σιδηροπυρίτης, χρώμιο, αμίαντος, πεντονίτης, φαιόχωμα, γύψος, αμμοχάλικα κ.ά.

Οι σημαντικότερες εξαγωγές των ορυκτών εκτός από φαιόχωμα και ακατέργαστο γύψο περιορίστηκαν σε προϊόντα λατομείων, όπως η χαβάρα, το μάρμαρο, η άργιλος, ο πεντονίτης και τα αμμοχάλικα.

δ) Βιομηχανία-Βιοτεχνία :    Η εξέλιξη της βιομηχανίας στην Κύπρο μπορεί να υποδιαιρεθεί σε τρεις περιόδους: α) περίοδος πριν από την ανεξαρτησία, β) περίοδος από την ανεξαρτησία μέχρι την τουρκική εισβολή (1960-1974) και γ) περίοδος μετά την τουρκική εισβολή (1974 κ.ε.).

Η πρώτη υποτυπώδης ανάπτυξη αρχίζει μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι κυριότερες βιομηχανίες επί αγγλοκρατίας εκτός από την καπνοβιομηχανία ήταν η οινοποιία (το 1938 υπήρχαν τρία εργοστάσια κρασιών), η αποξήρανση και διατήρηση φρούτων και λαχανικών, η επεξεργασία χαρουπιών, η παραγωγή τυριών, μακαρονιών, λαδιού, η κατασκευή κουμπιών, η βυρσοδεψία, η σαπωνοποιία, η υποδηματοποιία κ.ά.

Κατά την περίοδο μεταξύ 1960-1974 ακολουθήθηκε η πολιτική της υποκατάστασης των εισαγωγών με την ενθάρρυνση της ανάπτυξης εκείνων των βιομηχανιών που θα χρησιμοποιούσαν τοπικές πρώτες ύλες ή θα μεταποιούσαν εισαγόμενες με ψηλή προστιθέμενη αξία. Κατά την περίοδο δημιουργήθηκαν οι βιομηχανικές περιοχές και βιομηχανικές ζώνες και ιδρύθηκε η Τράπεζα Ανάπτυξης για τη χρηματοδότηση μακροπρόθεσμων βιομηχανικών έργων. Επίσης ιδρύθηκε το Κέντρο Παραγωγικότητας με απώτερο στόχο την αύξηση της εθνικής παραγωγικότητας και το Ανώτερο Τεχνολογικό Ινστιτούτο για την τεχνική κατάρτιση στελεχών του βιομηχανικού τομέα. Ιδρύθηκαν εμπορικά κέντρα στο εξωτερικό και υπογράφτηκαν διμερείς εμπορικές συμφωνίες με ξένες χώρες.

Τα έκτακτα σχέδια οικονομικής δράσης που καταρτίστηκαν μετά την τουρκική εισβολή αποσκοπούσαν στην ενθάρρυνση παραγωγικών μονάδων έντασης για την αντιμετώπιση της μαζικής ανεργίας και στον εξαγωγικό προσανατολισμό λόγω της πτώσης στην εγχώρια ζήτηση. Κατά την περίοδο αυτή μεταξύ άλλων υλοποιήθηκε σχέδιο κυβερνητικών εγγυήσεων, ενισχύθηκε η Τράπεζα Ανάπτυξης, προωθήθηκε σχέδιο δανειοδότησης των μικρών βιομηχανιών, ψηφίστηκε σχέδιο ασφάλισης εξαγωγών, ιδρύθηκε Κυπριακός Οργανισμός Προτύπων και Ελέγχου Ποιότητας και εγκαθιδρύθηκε Αρχή Βιομηχανικής Κατάρτισης.

Μέχρι το 1985 δημιουργήθηκαν βιομηχανικές περιοχές στη Λευκωσία, τη Λεμεσό, τη Λάρνακα, την Πάφο κ.α.

Κύρια βιομηχανικά προϊόντα είναι τα φάρμακα, ο ρουχισμός, το τσιμέντο, τα πλαστικά προϊόντα, τα έπιπλα, τα προϊόντα χαρτιού, τα τσιγάρα, τα αρώματα και τα καλλυντικά, τα λίπη και τα λάδια, τα υποδήματα, τα προϊόντα αλουμινίου, οι ηλεκτρικές συσκευές κ.ά.

Παράλληλα, η Κύπρος παράγει μεγάλη ποικιλία βιοτεχνικών προϊόντων. Μολονότι η σύγχρονη τεχνολογία εκτόπισε αρκετά βιοτεχνικά επαγγέλματα, εντούτοις η τουριστική ανάπτυξη βοήθησε στην αναβίωση μερικών βιοτεχνιών, όπως η καλαθοπλεκτική, η παραδοσιακή καρεκλοποιία, η χαλκουργία κ.ά.

ε) Τουρισμός :    Η χώρα παρουσιάζει συνεχή ανάπτυξη στον τουριστικό τομέα, που οφείλεται βασικά στη γεωγραφική θέση του νησιού, το μεσογειακό κλίμα, το νησιώτικο περιβάλλον, την ιστορία και τη συναγωνιστικότητα της Κύπρου στη διεθνή τουριστική αγορά.

Οι κυριότερες τουριστικές περιοχές της Κύπρου είναι: η Λεμεσός, η Αγία Νάπα-Παραλίμνι, η Λάρνακα, η Πάφος, η Λευκωσία, τα ορεινά θέρετρα (κυρίως οι Πλάτρες, Πεδουλάς, Πρόδρομος, Τρόοδος, Κακοπετριά, Γαλάτα). Αρκετά αναπτυγμένες τουριστικά είναι επίσης οι περιοχές γύρω από την Πόλη Χρυσοχούς, τον Αγρό, το Πισσούρι, τη Δρούσια, το Χλώρακα-Κισσόνεργα και τον Κόλπο Κοραλλίων, τον Πύργο και το Κίτι-Περβόλια.

στ) Εμπόριο :    Το εισαγωγικό αλλά και το εξαγωγικό εμπόριο της Κύπρου παρουσιάζει συνεχή ανάπτυξη.

1.   Εξαγωγές. Τα κυριότερα εξαγωγικά προϊόντα είναι φάρμακα, ρουχισμός, τσιμέντο, τσιγάρα, προϊόντα χαρτιού, έπιπλα, πλαστικά προϊόντα, ακατέργαστα (εσπεριδοειδή, πατάτες κ.ά.) και κατεργασμένα γεωργικά προϊόντα (χαλούμι, κρασιά, χυμοί φρούτων και λαχανικών). Οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελούν τις βασικές εξαγωγικές αγορές της Κύπρου. Η κυριότερη αγορά από τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι το Ηνωμένο Βασίλειο και ακολουθούν η Ελλάδα, η Γερμανία και η Ολλανδία. Ακολουθούν οι αραβικές χώρες (Ιορδανία, Λίβανος, Ενωμένα Αραβικά Εμιράτα, Σαουδική Αραβία, Κουβέιτ, Αίγυπτος), οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης (Ρωσία, Τσεχία, Ρουμανία, Αλβανία, Σλοβακία, Νορβηγία και Βουλγαρία), οι ασιατικές χώρες (Ισραήλ, Χογκ Κογκ, Μαλαισία), οι ΗΠΑ κ.ά.

2. Εισαγωγές. Το μεγαλύτερο μέρος των συνολικών εισαγωγών καλύπτουν οι πρώτες ύλες και τα καταναλωτικά αγαθά, ενώ ακολουθούν ο μεταφορικός εξοπλισμός, τα κεφαλαιουχικά αγαθά, τα καύσιμα και τα λιπαντικά.

Το μεγαλύτερο ποσοστό των εισαγωγών της Κύπρου προέρχεται από τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ελλάδα, Ιταλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Γερμανία και Γαλλία), τις χώρες της Ασίας (Ιαπωνία, Κίνα, Ισραήλ, Ταϊλάνδη, Ταϊβάν, Χογκ Κογκ), τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης (Ρωσία, Ουκρανία), τις αραβικές χώρες (Συρία, Ενωμένα Αραβικά Εμιράτα, Σαουδική Αραβία), τις χώρες της Αμερικής (ΗΠΑ, Αργεντινή, Βραζιλία) καθώς και τη Νότια Αφρική, τη Νέα Ζηλανδία κ.ά.

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ

α) Πολιτικό σύστημα.   Η Κύπρος ανακηρύχτηκε ανεξάρτητη δημοκρατία το 1960 και από τότε, βάσει του συντάγματος που ψηφίστηκε του 1960, έχει προεδρικό σύστημα διακυβέρνησης. Ανώτατος άρχοντας είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας που εκλέγεται με καθολική ψηφοφορία κάθε πέντε χρόνια. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας σχηματίζει κυβέρνηση διορίζοντας τους υπουργούς, που συγκροτούν το Υπουργικό Συμβούλιο, και τον κυβερνητικό εκπρόσωπο.

β) Διοικητική διαίρεση.    Διοικητικά η Kύπρος υποδιαιρείται στις επαρχίες Λευκωσίας, Aμμοχώστου, Λεμεσού, Λάρνακας, Πάφου και Kερύνειας. H διοικητική πρωτεύουσα κάθε επαρχίας είναι η πόλη από την οποία πήρε και το όνομά της. Το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού ζει στα αστικά κέντρα, καθώς μετά την τουρκική εισβολή και το βίαιο εκτοπισμό περίπου του ενός τρίτου του πληθυσμού στις μη κατεχόμενες περιοχές και τη μετακίνηση των Τουρκοκυπρίων από τις ελεύθερες περιοχές προς τις κατεχόμενες, ο αστικός πληθυσμός στις ελεύθερες περιοχές ξεπέρασε το 60%. Η μετακίνηση του πληθυσμού από τις αγροτικές προς τις αστικές περιοχές οφείλεται κυρίως στην αύξηση του πληθυσμού, το σύστημα ιδιοκτησίας, την απουσία μεγάλων αστικών κέντρων κοντά στις αγροτικές περιοχές, τις μεγάλες δυνατότητες εξεύρεσης εργασίας στις πόλεις, τη διαφορά βιοτικού επιπέδου μεταξύ αστικών και αγροτικών περιοχών και τα κοινωνικά, εκπαιδευτικά και ψυχαγωγικά πλεονεκτήματα των πόλεων.

Οι σημαντικότερες πόλεις της Κύπρου είναι οι εξής: Λευκωσία (195.000 κάτ.), Λεμεσός (154.400 κάτ.), Λάρνακα (68.500 κάτ.) και Πάφος (38.000 κάτ.).

Από το 1974 η Κύπρος έχει διαιρεθεί, καθώς ύστερα από την τουρκική εισβολή, το βόρειο τμήμα του νησιού κατέλαβαν οι Τούρκοι. Από το 1983 το κατεχόμενο βόρειο τμήμα έχει αυτοανακηρυχθεί ανεξάρτητο κράτος με την ονομασία «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου». Παράλληλα, η Δεκέλεια και το Ακρωτήρι, στο νοτιοανατολικό τμήμα του νησιού κοντά στη Λάρνακα και την Αμμόχωστο, είναι ανεξάρτητα και αυτοδιοικούνται από βρετανικές δυνάμεις.

γ) Κάτοικοι.   Το μεγαλύτερο ποσοστό (80,7%) των κατοίκων της Κύπρου ανήκουν στην ελληνοκυπριακή κοινότητα. Ακολουθούν οι Μαρωνίτες (6.000), Αρμένιοι (2.500-3.000), Λατίνοι, δηλαδή ευρωπαϊκής καταγωγής (περ. 7.000) κ.ά. Οι Ελληνοκύπριοι είναι χριστιανοί και ανήκουν στην Αυτοκέφαλη Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου, ενώ οι Μαρωνίτες, οι Αρμένιοι και οι Λατίνοι ανήκουν σε άλλες χριστιανικές Εκκλησίες. Οι Τουρκοκύπριοι που κατοικούν στο κατεχόμενο βόρειο τμήμα του νησιού είναι μουσουλμάνοι. Επίσημη γλώσσα είναι τα ελληνικά, ενώ οι Τουρκοκύπριοι μιλούν τουρκικά.

Δ) «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου».    Έτσι αυτοαποκαλείται το κατεχόμενο βόρειο τμήμα της Κύπρου που δημιουργήθηκε μετά την τουρκική εισβολή του 1974 και το 1983 ανακηρύχθηκε αυθαίρετα ανεξάρτητο κράτος με αυτή την ονομασία. Η ύπαρξη του καθεστώτος αυτού δεν έχει αναγνωριστεί από τη διεθνή κοινότητα και τον ΟΗΕ, ενώ αντίθετα το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ με τα ψηφίσματα 541 και 550 κήρυξε νομικά άκυρο το καθεστώς και ζήτησε την άμεση ανάκλησή του.

Αυτό το κατεχόμενο βόρειο τμήμα έχει έκταση 3.355 τ. χλμ. και πληθυσμό περίπου 200.000 κατοίκους. Περιλαμβάνει τη χερσόνησο της Καρπασίας, την επαρχία Κερύνειας, το μεγαλύτερο τμήμα της επαρχίας Αμμοχώστου και τμήματα της επαρχίας Λευκωσίας και Λάρνακας. Χωρίζεται από το υπόλοιπο τμήμα του νησιού με την πράσινη ζώνη (Νεκρή Ζώνη και Γραμμή Κατάπαυσης του Πυρός), η οποία διασχίζει τη Λευκωσία και εκτείνεται ανατολικά και δυτικά (180 χλμ.) κατά μήκος όλης της Κύπρου. Η πράσινη γραμμή βρίσκεται υπό τον έλεγχο των δυνάμεων του ΟΗΕ.

Το βόρειο κατεχόμενο τμήμα του νησιού έχει ξεχωριστό σύνταγμα που ορίζει την άμεση εκλογή προέδρου και νομοθετικής βουλής, ξεχωριστό νόμισμα (τουρκική λίρα) και επίσημη γλώσσα την τουρκική. Η πλειονότητα των κατοίκων του είναι Τούρκοι έποικοι (περίπου 115.000) και Τουρκοκύπριοι (περίπου 87.600), ενώ υπάρχουν και ελάχιστοι Μαρωνίτες (περίπου140) και Ελληνοκύπριοι (περίπου 406), οι οποίοι απέμειναν στις περιοχές αυτές μετά την τουρκική εισβολή και είναι γνωστοί με τον όρο «εγκλωβισμένοι».

Πρώτος πρόεδρος του τμήματος αυτού από το 1974 ορίστηκε ο Ραούφ Ντενκτάς, ο οποίος παρέμεινε στην εξουσία ως το 2005, αφού δεν έλαβε μέρος στις προεδρικές εκλογές του ίδιου χρόνου που ανέδειξαν πρόεδρο το Μεχμέτ Αλί Ταλάτ.

ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ

Τα βασικά χαρακτηριστικά της στρατηγικής θέσης της Κύπρου, που επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό την ιστορία και γενικά τον πολιτισμό της και στάθηκαν η αιτία για να κυριευτεί το νησί από σειρά κατακτητών, είναι τα ακόλουθα:

1. Η Κύπρος βρίσκεται στο κέντρο του αρχαίου κόσμου (Αίγυπτος, Ισραήλ, Μεσοποταμία, Συρία, Μικρά Ασία, Ελλάδα, Κρήτη), ένδειξη πως από την αυγή της ιστορίας της βρέθηκε στο επίκεντρο των πολιτιστικών ρευμάτων των αρχαίων χωρών.

2. Η διώρυγα του Σουέζ βρίσκεται στα νότια και σε σχετικά μικρή απόσταση από την Κύπρο. Η διώρυγα, που ανοίχτηκε το 1869, επέτρεψε στη Μεσόγειο θάλασσα να επικοινωνεί όχι μόνο με τον Ατλαντικό ωκεανό, αλλά και με τον Ινδικό. Η αρτηρία Μεσογείου-Ερυθράς θάλασσας-Ινδικού ωκεανού συνέβαλε στην ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου.

3. Οι πετρελαιοπαραγωγικές χώρες της Μέσης Ανατολής βρίσκονται σε πολύ μικρή απόσταση από την Κύπρο. Το πετρέλαιο διακινείται προς την Ευρώπη είτε μέσω της διώρυγας του Σουέζ είτε μέσω πετρελαιοαγωγών, που καταλήγουν στα ανατολικά της Κύπρου.

4. Η θαλάσσια αρτηρία Ευξείνου-Βοσπόρου-Προποντίδας-Δαρδανελίων-Αιγαίου-Μεσογείου βρίσκεται πολύ κοντά στα βορειοδυτικά της Κύπρου.

5. Η χερσαία αρτηρία Μεσογείου-Περσικού κόλπου μέσω των κοιλάδων Ορόντη, Ευφράτη και Τίγρη βρίσκεται στα ανατολικά της Κύπρου. Οι εμπορικές και λοιπές σχέσεις, ιδιαίτερα της βόρειας Συρίας και της Μεσοποταμίας με άλλες χώρες της Μεσογείου, αναπτύχθηκαν στο παρελθόν μέσω της αρτηρίας αυτής.

6. Η θέση της Κύπρου μεταξύ τριών ηπείρων (Ευρώπης, Ασίας, Αφρικής) της επιτρέπει από τη μια να παρακολουθεί από πολύ κοντά τα σύγχρονα πολιτιστικά ρεύματα της Ευρώπης και από την άλλη να διεξάγει εμπορικές σχέσεις με τα συνεχώς αναπτυσσόμενα κράτη της Αφρικής και της Ασίας.

α) Μυθολογία-Θρησκεία

Όπως δείχνουν τα ειδώλια της χαλκολιθικής περιόδου που βρέθηκαν στην Έγκωμη, στην Κύπρο λατρευόταν αρχικά μια γυναικεία θεότητα, που πρέπει να ήταν η θεά Μητέρα, θεά της γονιμότητας. Αργότερα όμως λατρευόταν και η μορφή του ταύρου. Υπήρχε και ο χθόνιος θεός του θανάτου, που λατρευόταν με τη μορφή φιδιού.

Η λατρεία της Αφροδίτης συνδεόταν από τα παλιά χρόνια με την Κύπρο (ίσως από το 3000 π.Χ.). Σύμφωνα με μια παράδοση, όταν οι πνοές του Ζεφύρου απέθεσαν γυμνή την Αφροδίτη στις ακτές της Κύπρου, την υποδέχτηκαν οι Ώρες, που τη στόλισαν και την οδήγησαν στα «ιερά δωμάτια του Ολύμπου» (Ησίοδος). Ύστερα όμως από την ερωτική συνάντηση που είχε με τον Άρη κατέφυγε στην Πάφο, όπου την υποδέχτηκαν οι Χάριτες, οι οποίες τη στόλισαν και την άλειψαν με το αθάνατο λάδι.

Η αρχαιότερη παράδοση αναφέρει ως ιδρυτή της Πάφου και της λατρείας της Αφροδίτης τον Κινύρα. Αντιφατικές πηγές συνδέουν τον Κινύρα με το θεό Απόλλωνα. Αλλού αναφέρεται ότι ο Κινύρας ήταν γιος του Απόλλωνα και αλλού ότι ο Απόλλωνας τον νίκησε σε μουσικό διαγωνισμό και τον τιμώρησε με θάνατο. Κάπου αλλού αναφέρεται ότι ο Κινύρας ήταν δισέγγονος του Φαέθονα, που ήταν φύλακας των ναών της Αφροδίτης στην Πάφο. Γενικά, οι παραδόσεις είναι αντιφατικές. Αργότερα ως βασιλιάς της Πάφου ο Κινύρας ήταν και αρχιερέας του ναού της Αφροδίτης, και τα αξιώματα αυτά συνεχίζουν να έχουν οι απόγονοί του, οι Κινυράδες. Αυτός ο θεσμός του βασιλιά-αρχιερέα υπήρχε στις Μυκήνες και την Κνωσό. Ο Κινύρας συνδέεται ακόμα και με τον τρωικό πόλεμο. Στο Λ της Ιλιάδας διαβάζουμε: «(Ο Αγαμέμνονας) ύστερα φόρεσε γύρω από το στήθος του ένα θώρακα που του είχε χαρίσει κάποτε ο Κινύρας για να τον θυμάται ως φίλο».

Υπάρχει όμως και μια άλλη παράδοση, σύμφωνα με τον Παυσανία, ότι ιδρυτής της Πάφου ήταν ο Αγαπήνωρ, βασιλιάς της Τεγέας, ο οποίος έκτισε το ιερό της Αφροδίτης στην Παλαίπαφο. Όσον αφορά το ναό της στην Πάφο, ο Ρωμαίος ιστορικός Τάκιτος μας πληροφορεί ότι ο ναός ήταν σε τριμερές σχήμα και δεν επιτρεπόταν να χυθεί αίμα πάνω στο βωμό της θεάς. Η θεά Αφροδίτη δεν απεικονιζόταν με ανθρώπινη μορφή αλλά με ένα στρογγυλό αντικείμενο πιο πλατύ στη βάση. Αργότερα επιτράπηκε να γίνονται και ανθρωποθυσίες.

Λατρεία της Αφροδίτης υπήρχε και στην Αμαθούντα, πριν ακόμα εγκατασταθούν οι Φοίνικες. Με τη λατρεία της Αφροδίτης στην Αμαθούντα συνδέεται η ιστορία της Αριάδνης που αναφέρει ο Πλούταρχος.

Η θεά Αφροδίτη στην αρχή ονομαζόταν «Άνασσα» και αργότερα «Αφροδίτη Παφία». Ο Όμηρος στην Ιλιάδα την αναφέρει με το επίθετο «Κύπρις», που τονίζει τον παγκύπριο χαρακτήρα της, ενώ στην Οδύσσεια «Κυθέρεια», γιατί λατρευόταν και στα Κύθηρα. Οι γιορτές που γίνονταν στην Πάφο είχαν παγκύπριο χαρακτήρα, γι’ αυτό συγκεντρωνόταν κόσμος από όλη την Κύπρο.

Πρέπει να σημειωθεί ότι ο κυπριακός λαός, παρά το πέρασμα τόσων αιώνων, διατηρεί στη μνήμη του την τοποθεσία Λουτρά της Αφροδίτης σε μια μικρή σπηλιά, όπου λουζόταν η θεά, καθώς και την τοποθεσία Πέτρα του Ρωμιού κοντά στο Κτήμα Πάφου, όπου σύμφωνα με την παράδοση γεννήθηκε η Αφροδίτη.

Άλλες σημαντικές μυθικές παραδόσεις αναφέρουν ήρωες του τρωικού πολέμου ως ιδρυτές διάφορων πόλεων της Κύπρου. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Τεύκρος, γιος του Τελαμώνα και αδερφός του Αίαντα, ίδρυσε τη Σαλαμίνα, ο Χαλκάνωρ το Ιδάλιο, ο Πράξανδρος τη Λάπηθο, ο Δημοφών, γιος του Θησέα, την Αίπεια, ο Άργος το Κούριο, ο Χύτρος τους Χύτρους (τη σημερινή Κυθρέα), ο Αγαπήνωρ την Πάφο, ενώ ο Ακάμας, ο άλλος γιος του Θησέα, αποίκισε τον Ακάμαντα.

Με την εγκατάσταση των Μυκηναίων (14ο αιώνα π.Χ.) επηρεάστηκε και η κυπριακή θρησκεία. Παρατηρούμε ότι τα ιερά δέντρα, τα ιερά πτηνά, τα ιερά κέρατα αποκτούν ξεχωριστή σημασία στην κυπριακή θρησκεία και λατρεία, όπως ακριβώς στο μινωικό και αιγαιακό κόσμο. Επίσης οι Μυκηναίοι είχαν φέρει μαζί τους και τους θεούς που λάτρευαν. Αυτοί ήταν οι θεοί του Ολύμπου (ΔίαςΉραΑθηνάΆρτεμις κ.ά.), που έγιναν θεοί και των ντόπιων κατοίκων της νήσου.

Η λατρεία της Αφροδίτης συνεχίστηκε στην Κύπρο μέχρι τη ρωμαϊκή εποχή, οπότε άρχισε να διαδίδεται ο χριστιανισμός, που επικράτησε εφεξής στο νησί. Το χριστιανισμό στην Κύπρο διέδωσαν οι ίδιοι οι απόστολοι Βαρνάβας και Παύλος. Ο ναός του Απόλλωνα στο Κούριο εξακολούθησε να υπάρχει μέχρι τον 4ο αιώνα μ.Χ.

β) Γραφή-Γράμματα

Από την αρχή της ύστερης εποχής του χαλκού χρησιμοποιήθηκε στην Κύπρο η κυπρομινωική γραφή τύπου Α. Αυτό φαίνεται από τα πολλά αντικείμενα με επιγραφές της γραφής αυτής, που βρέθηκαν σε όλες σχεδόν τις πόλεις της Κύπρου. Γύρω στα 1550 π.Χ. εμφανίστηκε και η συλλαβική κυπριακή γραφή. Τα σημεία της κυπριακής αυτής γραφής είναι γραμμικά. Η αρχαιότερη κυπριακή επιγραφή βρέθηκε στην Έγκωμη το 1955 και χρονολογείται γύρω στα 1550 π.Χ. Αν και οι γραφές αυτές δεν έχουν αποκρυπτογραφηθεί ακόμα, δείχνουν ωστόσο τις σχέσεις της Κύπρου με τη μινωική Κρήτη. Από τα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ. εμφανίστηκε και το κυπριακό συλλαβικό αλφάβητο, που αποκρυπτογραφήθηκε το 1872. Τα γράμματα του αλφάβητου αυτού ήταν εξήντα και το καθένα από αυτά ήταν μια συλλαβή. Τελικά, το κυπριακό συλλαβικό αλφάβητο αντικαταστάθηκε κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. από το ελληνικό αλφάβητο. Επίσης, υπάρχουν στην Κύπρο πολλές επιγραφές και σε άλλες γλώσσες και γραφές, π.χ. οι φοινικικές που ανάγονται στον 9ο αιώνα π.Χ.

Τα έργα των αρχαίων Κυπρίων που σώζονται είναι ελάχιστα, γι’ αυτό και οι γνώσεις μας στο θέμα των γραμμάτων είναι λίγες. Τις πιο πολλές πληροφορίες παίρνουμε από αρχαίους και μεσαιωνικούς συγγραφείς που κάνουν αναφορές σε Κυπρίους.

Το αρχαιότερο και κυριότερο έργο, που η παράδοση αποδίδει σε Κύπριο ποιητή, είναι τα «Κύπρια έπη». Τα έπη ονομάστηκαν Κύπρια, είτε λόγω της Κύπρου είτε λόγω της Κύπριδας, δηλαδή της θεάς Αφροδίτης. Αποτελούνταν από έντεκα βιβλία που είχαν ως θέμα την αιτία και τα πρώτα χρόνια του τρωικού πολέμου μέχρι το σημείο που αρχίζει η Ιλιάδα. Δυστυχώς σώζονται πολύ λίγα αποσπάσματα. Τα «Κύπρια έπη» ήταν έργο αξιόλογο, που επέδρασε ιδιαίτερα στους τραγικούς ποιητές. Γράφτηκαν τον 7ο αιώνα π.Χ. από το Σαλαμίνιο ποιητή Στασίνο. Όμως πολλοί πιστεύουν ότι γράφτηκαν από τον Όμηρο ή τον Ηγησία ή τον Ηγεσίνο.

Μετά την ανάπτυξη της επικής ποίησης πέρασαν πολλά χρόνια χωρίς να φανούν στο νησί πνευματικά έργα. Η πνευματική κίνηση ξανάρχισε στα χρόνια του βασιλιά της Σαλαμίνας Ευαγόρα (411-373 π.Χ.), λόγω των καλών σχέσεων που είχε εκείνος με τους Αθηναίους. Στη βασιλική αυλή του Ευαγόρα ήρθαν μεγάλοι δάσκαλοι από την Αθήνα και δίδαξαν τη ρητορική, τη φιλοσοφία και τη μουσική, όπως ο Ισοκράτης, ο Ανδοκίδης, ο Πολυκράτης και ο Μενέδημος.

Στους ελληνιστικούς χρόνους (εποχή των Πτολεμαίων) υπήρξαν πολλοί Κύπριοι πνευματικοί δημιουργοί που διακρίθηκαν, όπως ο ιαμβογράφος Ερμείας από το Κούριο, που στα ποιήματά του ειρωνεύεται τους στωικούς φιλοσόφους, ο Κλέων από το Κούριο, που έγραψε τα «Αργοναυτικά», και ο κωμικός ποιητής Σώπατρος από την Πάφο, που αναφέρεται ως πολυγραφότατος, όμως δε σώθηκε τίποτα από τα έργα τους. Την ίδια αυτή εποχή άκμασαν μυθογράφοι και ιστορικοί, που μνημονεύονται από σύγχρονους ή νεότερούς τους συγγραφείς. Στους μυθογράφους αναφέρονται ο Αλέξανδρος από την Πάφο και ο Ηγήσανδρος από τη Σαλαμίνα, στους ιστορικούς συγκαταλέγονται ο Άριστος από τη Σαλαμίνα, ο Κλέαρχος από τους Σόλους κ.ά. Η φιλοσοφία αναπτύχθηκε από Κύπριους στην ίδια την Αθήνα. Από όλους σημαντικότερος ήταν ο μεγάλος φιλόσοφος Ζήνων ο Κιτιεύς (336-264 π.Χ.), ο ιδρυτής της στωικής φιλοσοφίας. Ο Ζήνων ο Κιτιεύς άσκησε τεράστια επίδραση στη φιλοσοφία των Ρωμαίων και στους φιλοσόφους των νεότερων χρόνων. Άλλοι Κύπριοι φιλόσοφοι ήταν ο Εύδημος, ο Δημώναξ και ο Περσέας.

Σημαντικά πεζά κείμενα είναι τα ψηφίσματα και οι επιγραφές που σώζονται σε αφθονία σε πολλούς αρχαίους ναούς και μνημεία. Εκεί που πιο πολύ διακρίθηκαν οι Κύπριοι της αρχαιότητας ήταν η ιατρική. Σε ορειχάλκινη πλάκα που βρέθηκε στο αρχαίο Ιδάλιο, αναφέρεται ως γιατρός ο Ονάσιλος, που περιποιήθηκε δωρεάν όλους τους πληγωμένους σε μάχη του 460 π.Χ. Ένας άλλος σημαντικός γιατρός ήταν ο Απολλώνιος ο Κιτιεύς, που έγραψε το σωζόμενο με 31 εικόνες σύγγραμμά του «Περί άρθρων πραγματεία». Άλλοι ονομαστοί γιατροί υπήρξαν ο Διαγόρας και ο Απολλόδωρος.

Κατά τη βυζαντινή περίοδο οι Κύπριοι ασχολήθηκαν με τη συγγραφή θρησκευτικών και εκκλησιαστικών έργων. Οι σπουδαιότεροι εκκλησιαστικοί συγγραφείς είναι ο Λεόντιος, επίσκοπος Λεμεσού, που άκμασε τον 6ο αιώνα και ο άγιος Νεόφυτος, που έγραψε 16 βιβλία το 12ο αιώνα.

Στην Κύπρο άνθησε ιδιαίτερα και το δημοτικό τραγούδι. Τα πρώτα δημοτικά τραγούδια είναι τα περίφημα ακριτικά τραγούδια. Τα πιο γνωστά είναι ο Διγενής, ο Κάουρας, ο Σαρατζηνός, ο Κωνσταντάς, ο Μικροκωνσταντίνος κ.ά. Πολλά ακριτικά τραγούδια διασώζονται μέχρι σήμερα.

Στους χρόνους της φραγκοκρατίας αναπτύχθηκε η χρονογραφία. Οι δύο αντιπροσωπευτικότεροι χρονογράφοι, των οποίων τα έργα σώζονται, είναι ο Λεόντιος Μαχαιράς και ο Γεώργιος Βουστρώνιος. Η χρονογραφία τους έχει ιστορική και φιλολογική αξία, γιατί αποτελεί την κύρια πηγή της ιστορίας της Κύπρου την περίοδο της φραγκοκρατίας και γιατί είναι γραμμένη σε λαϊκή, δημοτική γλώσσα με φραγκικές γλωσσικές επιδράσεις. Φιλολογική αξία έχουν και οι «Ασσίζες» (νόμοι που ίσχυαν στην Κύπρο), γραμμένες και αυτές στη λαϊκή γλώσσα της τότε εποχής. Με τον ερχομό των Φράγκων οι Κύπριοι γνώρισαν νέα ήθη και έθιμα, νέα κοινωνικά συστήματα και τη ζωή των βασιλιάδων. Όλα αυτά τραγουδήθηκαν από λαϊκούς ποιητές και διασώθηκαν από στόμα σε στόμα μέχρι σήμερα. Το πιο γνωστό παρόμοιο άσμα είναι το τραγούδι «Της βασίλισσας και της Αροδαφνούσας». Άλλα σημαντικά τραγούδια είναι ο «Πραματευτής», η «Ζωγραφού» και τα «Εκατόλογα». Όλα αυτά τα τραγούδια είναι λίγο πολύ ερωτικά. Επίσης ένα άλλο είδος που αναπτύχθηκε είναι τα ερωτικά ποιήματα, τα γνωστά και ως πετραρχικά. Ο συγγραφέας των ερωτικών ποιημάτων είναι άγνωστος, φαίνεται όμως ότι επηρεάστηκε από τον Ιταλό ποιητή Πετράρχη. Γι’ αυτό άλλωστε έγραψε τα ποιήματά του και στο δυτικό στιχουργικό είδος που ονομάζεται σονέτο.

Στην περίοδο της ενετοκρατίας δεν έχουμε αξιόλογη ανάπτυξη των γραμμάτων εξαιτίας της καταπιεστικής και τυραννικής διοίκησης των Ενετών. Το ίδιο φαινόμενο συμβαίνει και κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, με μόνη εξαίρεση το Βασίλη Μιχαηλίδη (1851-1917), που αποτέλεσε τη μεγαλύτερη ποιητική φυσιογνωμία του τέλους της τουρκοκρατίας και των αρχών της αγγλοκρατίας. Ο Μιχαηλίδης έγραψε ποιήματα στην καθαρεύουσα, στη μεικτή και στην κυπριακή διάλεκτο. Τα σημαντικότερα είναι η «9η Ιουλίου», η «Χιώτισσα» και η «Ανεράδα», γραμμένα όλα στην κυπριακή διάλεκτο. Ένας άλλος σημαντικός ποιητής είναι ο Δημήτρης Λιπέρτης (1866-1937), που εξύμνησε την αγροτική ζωή και τα ήθη και έθιμα των κατοίκων της υπαίθρου, στην κυπριακή διάλεκτο. Έτσι η Κύπρος έχει δύο μεγάλους ποιητές, το Β. Μιχαηλίδη (επική ποίηση) και το Δ. Λιπέρτη (λυρική ποίηση). Το παράδειγμά τους ακολούθησε αργότερα ο λαϊκός ποιητής Παύλος Λιασίδης.

Από τα πρώτα χρόνια της αγγλοκρατίας αναπτύχθηκε και το ποιητάρικο τραγούδι, που αναφέρεται σε διάφορα γεγονότα που συγκινούν το λαό. Ο ποιητάρης γυρίζει τα χωριά και τις πόλεις τραγουδώντας το ποίημά του και πουλώντας φυλλάδια που περιέχουν ποιήματα. Επίσης στα χρόνια της αγγλοκρατίας σημειώθηκε αξιόλογη ανάπτυξη των κυπριακών δημοτικών τραγουδιών, που σώζονται μέχρι σήμερα. Τέτοια είναι τα γνωστά ως τραγούδια του γάμου. Ένα άλλο είδος που διατηρείται είναι τα λαϊκά δίστιχα, τα περίφημα τσιατίσματα.

Από την ποίηση της Ελλάδας επηρεάστηκαν πολλοί Κύπριοι ποιητές, που έγραψαν στη δημοτική γλώσσα, μεταξύ των οποίων ο Τεύκρος Ανθίας και ο Θεοδόσης Πιερίδης. Στα τέλη του 19ου αιώνα εμφανίστηκε η πεζογραφία. Τον 20ό αιώνα έχουμε δύο σημαντικούς πεζογράφους, το Λουκή Ακρίτα και το Νίκο Νικολαΐδη, ενώ στην ποίηση σημαντικό είναι το έργο του Κώστα Μόντη, του Βασίλη Μιχαηλίδη και του Δημήτρη Λιπέρτη.

Ο αγώνας της ΕΟΚΑ ενέπνευσε πολλούς Κύπριους ποιητές και πεζογράφους, ενώ αργότερα, μετά την τουρκική εισβολή του 1974, η λογοτεχνική παραγωγή της Κύπρου προβάλλει τον εθνικό καημό και την αγωνία για λύτρωση και δικαίωση. Χαρακτηριστικό είναι το έργο ποιητών, όπως οι Χριστόδουλος Παπαχρυσοστόμου, Παντελής Μηχανικός, Γιάννης Παπαδόπουλος, Πίτσα Γαλάζη, Ανδρέας Παστελλάς, Κυριάκος Πλήσης, Νίκος Ορφανίδης, Κλαίρη Αγγελίδου, Νίκος Σπανός, Κυριάκος Χαραλαμπίδης κ.ά., και των πεζογράφων, όπως οι Νίκος Νικολαΐδης, Μελής Νικολαΐδης, Γιάγκος Πιερίδης, Λουκής Ακρίτας, Γεώργιος Σταυρινίδης, Νίκος Βραχίμης, , Κύπρος Χρυσάνθης, Νίκος Κρανιδιώτης, Γιώργος Φιλίππου-Πιερίδης, Ήβη Μελεάγρου, Ρήνα Κατσελή, Γιάννης Κατσούρης, Πάνος Ιωαννίδης, Άντρος Παυλίδης, Πέτρος Στυλιανού, Μαρούλα Βιολάρη-Ιακωβίδου, Κλείτος Ιωαννίδης, Σοφοκλής Λαζάρου, Παναγιώτης Περσιάνης κ.ά.

Παράλληλα, τον 20ό αι. ιδιαίτερα σημαντική είναι η παραγωγή των Κύπριων συγγραφέων στο χώρο της παιδικής και νεανικής λογοτεχνίας, της ποίησης και του θεάτρου. Ορισμένοι από τους κύριους εκπροσώπους του είδους είναι οι Κύπρος Χρυσάνθης, Νέαρχος Κληρίδης, Ευγενία Παλαιολόγου-Πετρώνδα, Λοΐζος Φιλίππου, Ιάκωβος Κυθρεώτης, Μαρία Αβραμίδου, Σπύρος Επαμεινώνδας, Μαρούλα Θεοδοσιάδου, Άννα Καλογήρου-Παύλου, Έλλη Παιονίδου, Κίκα Πουλχερίου, Μαρία Πυλιώτου, Γιώργος Ματσαγγίδης, Κατίνα Κωνσταντινίδου-Ζένιου, Δώρα Ορόντη, Αντρέας Κωνσταντινίδης, Ανδρούλα Μουζούρου, Μυριάνθη Παναγιώτου, Γιαννούλα Κλεάνθους κ.ά.

Όμως και στο χώρο του θεάτρου, από πολύ παλιά ως τη σύγχρονη εποχή, η Κύπρος έχει να επιδείξει σημαντικούς συγγραφείς, όπως ο Θεόδουλος Κωνσταντινίδης, η Πολυξένη Λοϊζιάς, ο Κύριλλος Παυλίδης, ο Τεύκρος Ανθίας, η Έλλη Αβραμίδου, ο Γιώργος Φασουλιώτης, ο Μιχάλης Πασιαρδής, ο Αχιλλέας Λυμπουρίδης, η Ιάνθη Θεοχαρίδου κ.ά.

γ) Αρχαιολογία-Τέχνη

Γενικά χαρακτηριστικά

Η Κύπρος, σταυροδρόμι πάντα λαών και πολιτισμών και γέφυρα ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση, έδωσε με την τέχνη της μορφές που εκφράζουν τη σύνθεση φαινομενικά ετερόκλητων στοιχείων. Ζήτησε με την καλλιτεχνική της δημιουργία να συλλάβει και να παρουσιάσει τη συνάντηση του ανθρώπου με τον κόσμο και αγωνίστηκε να δώσει μορφή στις ανησυχίες και τους φόβους κάθε εποχής που σημάδεψαν την ιστορία της (έχει ειπωθεί, «πουθενά δε βρήκα την ιστορία να πατά τόσο καταθλιπτικά το στήθος ενός τόπου όσο στην Κύπρο»). Σχεδόν σε όλες τις περιόδους της ιστορικής της πορείας καθοριστικό στοιχείο της τέχνης της είναι η προσπάθεια μορφοποίησης ενός διαλόγου του ανθρώπου με τον άλλον άνθρωπο, του λαού της με τους άλλους λαούς, και ο συνδυασμός των θέσεων της Ανατολής με τις αναζητήσεις της Δύσης. Στα πολύ παλιά χρόνια, τα προϊστορικά, όπως επίσης και στην κλασική και την όψιμη αρχαιότητα, συνδυάζονται στην τέχνη της ο διακοσμητικός πλούτος και ο αρχιτεκτονικός χαρακτήρας των ανατολικών πολιτισμών με την έμφαση στην οργανική πληρότητα και τη λογική συνέπεια του ελληνικού, ελλαδικού κόσμου. Συνεργάζονται άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο η διακοσμητική πρόθεση με την αυστηρή μορφοπλαστική θέληση και η παθητική υποταγή στο άγνωστο και το υπερβατικό με τη βαθιά πίστη στην ελευθερία και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Όπως έχουν δείξει οι εργασίες των μελετητών της αρχαίας κυπριακής καλλιτεχνικής δημιουργίας, όλα αυτά τα χρόνια η τέχνη της Κύπρου κατορθώνει να διατηρεί τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της και να δίνει μια ανεξάρτητη ερμηνεία του κόσμου. Μια ανάλογη πορεία σημειώνεται και στα βυζαντινά επίσης χρόνια, με την άρνηση να υποδουλωθεί σε κατακτήσεις άλλων περιοχών και καλλιτεχνικών κέντρων. Σε λείψανα από την πρώτη βυζαντινή περίοδο, περίπου στα μέσα του τέταρτου ως τα μέσα του όγδοου αιώνα, στα μωσαϊκά της Παναγίας της Κανακαριάς, της Παναγίας της Κυράς και της Παναγίας της Αγγελόκτιστης συνδυάζονται με εξαιρετικό τρόπο η αυστηρότητα της νέας πίστης με την ανθρώπινη χάρη της ελληνιστικής τέχνης. Την περίοδο που ακολουθεί εμφανίζεται, ιδιαίτερα στην αρχιτεκτονική της Κύπρου, η αδιάκοπη προσπάθεια να ξεπεραστούν πρώτα οι πιέσεις της Ανατολής και ύστερα οι μορφές της Δύσης. Συνέπεια των επιτυχιών του αραβικού επεκτατισμού οι πρώτες και της εγκατάστασης των σταυροφόρων οι δεύτερες αποτέλεσαν πραγματική απειλή τόσο για την πολιτική και οικονομική ανάπτυξη, όσο και για την ελεύθερη καλλιτεχνική δημιουργία του νησιού. Σε τοιχογραφίες αποσπασματικές σε εκκλησίες της περιόδου αυτής όπως και σε αρχιτεκτονικά λείψανα άλλων διαφαίνεται εύκολα η επίδραση των ανατολικών περιοχών, δηλαδή της χριστιανικής τέχνης της Συρίας και της Παλαιστίνης, στην κυπριακή.

Πιο φανερή και επιβλητική είναι η γοτθική παρουσία –περισσότερο στην αρχιτεκτονική– κατά το 13ο και 14ο αιώνα, από το θαυμάσιο αβαείο του Μπέλα Πάις ως τους μεγάλους καθεδρικούς ναούς, που βρίσκονται σε όλα τα κύρια αστικά κέντρα του νησιού. Αλλά από τα μεσοβυζαντινά ακόμη χρόνια σημειώνεται και η ενεργητική αντίδραση των ντόπιων καλλιτεχνών, οι οποίοι όπως φαίνεται από τις τοιχογραφίες μικρών εκκλησιών, αγωνίζονται με επιτυχία να ξεπεράσουν τις ξένες επιδράσεις. Με τυπικό σχεδόν τρόπο έχουμε την πορεία αυτή και αργότερα στις τοιχογραφίες της Παναγίας της Φορβιώτισσας, που εκτείνονται σε περισσότερο από τρεις αιώνες (από το 12ο ως το 15ο αιώνα). Στις τοιχογραφίες αυτές, όπως και σε άλλα έργα που δε σώζονται τόσο καλά, αναγνωρίζεται εύκολα η απάντηση των ντόπιων δημιουργών στις πιέσεις διαφόρων κατευθύνσεων. Το 15ο αιώνα γίνεται πάλι προσπάθεια σύνθεσης των τοπικών λαϊκότροπων περισσότερο τύπων με τις κατακτήσεις της παλαιολόγειας τέχνης και το 16ο αιώνα επιχειρείται αφομοίωση χαρακτηριστικών τύπων της ιταλικής αναγέννησης. Με την υποταγή της Κύπρου στους Τούρκους το 1571 σημειώνεται κατακόρυφη πτώση στην καλλιτεχνική, όπως άλλωστε και στην κοινωνική και οικονομική, ανάπτυξη του νησιού. Σε φορητές εικόνες και τοιχογραφίες διάφορων μικρών ναών σημειώνεται μια χαρακτηριστική ανισότητα των έργων, που συνεχίζεται για περισσότερο από τρεις αιώνες.

Αυτό που διαπιστώνεται εύκολα για όλη τη βυζαντινή τέχνη της Κύπρου είναι ότι οι μορφές της πάντα επιδιώκουν να παρουσιάσουν μια νέα σύνθεση, με καθοριστικά στοιχεία την τοπική παράδοση. Έτσι βλέπουμε ότι στα έργα της συνδυάζεται η πεποίθηση στο απόλυτο του χριστιανισμού με την αγάπη και τη χαρά της ζωής του αρχαίου ελληνικού παγανισμού.

Δύσκολα μπορούμε να μιλήσουμε για μια οποιαδήποτε ανεξάρτητη κυπριακή τέχνη όλο το 19ο αιώνα, γιατί και τα ελάχιστα ονόματα δημιουργών που είναι γνωστά παραμένουν σκιές, αφού δε σώθηκαν σημαντικά έργα τους. Αντίθετα η κατάσταση αυτή αντιστρέφεται τον 20ό αιώνα, οπότε έχουμε μια εξαιρετική άνθηση της τέχνης στην Κύπρο, με δημιουργούς που διακρίνονται για την πολλαπλότητα των αναζητήσεων και την έκταση των κατακτήσεών τους. Τα έργα τους συνδυάζουν την πηγαιότητα και την εκφραστική δύναμη, την εσωτερική αλήθεια και την καλλιτεχνική ποιότητα της προσφοράς τους.

1.   Νεολιθική περίοδος (5800-3000 π.Χ.).

Η εποχή του λίθου στην Κύπρο ακολούθησε από την αρχή το δικό της δρόμο με έναν ιδιόρρυθμο τρόπο, χωρίς να επηρεαστεί καθόλου από τους γύρω πολιτισμούς. Στη Χοιροκοιτία, που βρίσκεται μεταξύ Λευκωσίας-Λεμεσού, ο ερευνητής της κυπριακής προϊστορίας Πορφύριος Δίκαιος ανακάλυψε τον αρχαιότερο νεολιθικό πολιτισμό της Κύπρου, που ονομάζεται πολιτισμός της Χοιροκοιτίας. Ο συνοικισμός της Χοιροκοιτίας είναι κτισμένος πάνω σε λόφο, κοντά στον ποταμό του Μαρωνιού. Από την κορυφή του λόφου κατέβαινε ο κεντρικός λιθόστρωτος δρόμος μήκους 185 μ. και πλάτους από 1,50 μ. μέχρι 2,50 μ. Μια ιδιορρυθμία του συνοικισμού είναι ότι τα σπίτια κτίστηκαν δεξιά και αριστερά του δρόμου, ενώ ο πιο συνηθισμένος τρόπος, με τον οποίο κτίστηκαν άλλοι συνοικισμοί, είναι να κατασκευάζονται οι κατοικίες γύρω από το ναό. Τα σπίτια στο συνοικισμό της Χοιροκοιτίας έχουν μορφή θόλου, φτιαγμένου από πηλό, πάνω σε βάση από πέτρες. Μέσα στο θολωτό σπίτι υπάρχουν τα στοιχεία εκείνα που συνθέτουν την οικιακή ζωή στο νεολιθικό χωριό: εστία, μικροί λάκκοι, καθίσματα, τραπέζια, κρεβάτια και διάφορα εργαλεία για τις καθημερινές ανάγκες. Τα αγγεία και τα εργαλεία που τα κατασκεύαζαν με υπομονή και επιδεξιότητα λειαίνοντας τις σκληρές πέτρες του ποταμού, μαρτυρούν την τεχνική ικανότητα και την αναπτυγμένη αισθητική αντίληψη των κατοίκων του χωριού. Στις ανασκαφές βρέθηκαν περισσότερα από διακόσια λίθινα αγγεία. Στην πρώτη φάση του συνοικισμού έγιναν και απόπειρες κατασκευής και πήλινων αγγείων, αλλά χωρίς επιτυχία. Έτσι, ο πολιτισμός της Χοιροκοιτίας έμεινε ακεραμικός.

Μετά τον πολιτισμό της Χοιροκοιτίας εμφανίζεται ο συνοικισμός στο Τρουλί, ανατολικά της Κερύνειας, όπου βρέθηκαν πήλινα αγγεία άριστης ποιότητας, κόκκινα και στιλβωμένα, καθώς και μερικά γραπτά.

Η επόμενη περίοδος είναι η λεγόμενη νεολιθική ΙΙ. Ο κυριότερος συνοικισμός της περιόδου αυτής είναι ο λόφος Τεπές στη Σωτήρα, δυτικά της Λεμεσού. Την κεραμική του πολιτισμού της Σωτήρας χωρίζουν περίπου χίλια χρόνια από την ακεραμική φάση του πολιτισμού της Χοιροκοιτίας. Τα σπίτια κατασκευάζονται τώρα από πηλό και είναι τετράγωνα, τετράπλευρα με στρογγυλές γωνίες ή κυκλικά και ωοειδή. Χαρακτηριστικό γνώρισμα των αγγείων του πολιτισμού της Σωτήρας είναι η χτενιστή διακόσμηση, που εμφανίζεται για πρώτη φορά στην Κύπρο και σε ολόκληρη τη γύρω περιοχή.

Στα τέλη της 4ης χιλιετίας π.Χ. παρουσιάστηκαν σημαντικές αλλαγές στο συνοικισμό της Ερήμης, με πιο σημαντική την εμφάνιση του χαλκού για πρώτη φορά. Έτσι, αρχίζει η πρώτη φάση της χαλκολιθικής εποχής, που αποτελεί την τελευταία περίοδο της νεολιθικής εποχής.

2. Χαλκολιθική περίοδος (3000-2300 π.Χ.)

Η χαλκολιθική περίοδος είναι μια μεταβατική περίοδος επτά αιώνων που γεφυρώνει τη νεολιθική και την πρώιμη εποχή του χαλκού. Σ’ αυτή την περίοδο της κυπριακής προϊστορίας εμφανίζεται ο χαλκός, που επηρέασε καθοριστικά την ιστορική διαμόρφωση του νησιού, γιατί είχε πάρα πολλές σοβαρές συνέπειες, θετικές και αρνητικές. Μια από αυτές ήταν η εξασφάλιση πλούτου και ευημερίας στους κατοίκους και η ανάπτυξη εμπορικών σχέσεων με γειτονικές χώρες. Η πιο αρνητική συνέπεια ήταν να γίνει η Κύπρος στόχος ξένων επεμβάσεων από τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής.

Ο σημαντικότερος συνοικισμός της χαλκολιθικής περιόδου είναι της Ερήμης. Η ύπαρξη του χαλκού και το πλήθος των αγγείων που βρέθηκε, με τις πολλές ποικιλίες στη διακόσμηση και στο σχήμα, μας φανερώνουν ότι η ζωή των κατοίκων ήταν άνετη. Η διακόσμηση των αγγείων αυτών έχει ομοιότητες με τη διακόσμηση των αγγείων από τη Μ. Ασία, τη βόρεια Συρία και τη Μεσοποταμία. Στη χαλκολιθική περίοδο ανήκουν και οι συνοικισμοί της Αμπελικού, που βρίσκεται κοντά στους Σόλους, και της Λέμπας στην Πάφο, όπου οι ανασκαφές έφεραν στο φως ένα ωραίο γυναικείο ειδώλιο από ασβεστόλιθο, το οποίο βρίσκεται στο Κυπριακό μουσείο.

3. Εποχή του χαλκού

Η εποχή του χαλκού χωρίζεται σε τρεις περιόδους:

 στην πρώιμη,

τη μέση

και  την ύστερη.

3α. Πρώιμη εποχή του χαλκού (2300-1900 π.Χ.)

Χαρακτηριστικό γνώρισμα της πρώιμης χαλκοκρατίας είναι το ενδιαφέρον που δείχνουν οι γειτονικοί λαοί για το νέο προϊόν της Κύπρου, το χαλκό, και η αύξηση του πληθυσμού. Οι νέοι κάτοικοι του νησιού έφεραν μαζί τους νέα πολιτιστικά στοιχεία. Στην κεραμική, από τη νοτιοανατολική Μ. Ασία εισάγεται ένας νέος τύπος αγγείου με ερυθρό στιλπνό γάνωμα. Τα αγγεία της εποχής αυτής τα γνωρίζουμε από τα κτερίσματα των τάφων. Πλούσια κτερίσματα είχε το νεκροταφείο στους Βουνούς, κοντά στο Μπέλα Πάις. Στα αγγεία, εκτός από τα γραμμικά σχέδια, παρίσταναν και μορφές ανθρώπων και ζώων με σκηνές από την καθημερινή ζωή. Οι τάφοι της πρώιμης εποχής είναι στρογγυλοί θάλαμοι, λαξευμένοι σε βράχους ή σε φυσικές σπηλιές, που μπροστά τους υπάρχει ορθογώνιος δρόμος (Βουνοί). Στους τάφους εκτός από τα ποικιλόμορφα αγγεία, βρέθηκαν χρυσά και αργυρά κοσμήματα, χάλκινα όπλα και εργαλεία. Επίσης βρέθηκαν δύο μικρά πήλινα συμπλέγματα που παριστάνουν σκηνές της καθημερινής ζωής. Το πρώτο σύμπλεγμα παριστάνει μια τελετουργική σκηνή μέσα σε έναν κλειστό χώρο και το δεύτερο παριστάνει μια γεωργική σκηνή. Εξάλλου ανακαλύφθηκαν επίσης δύο σημαντικά ομοιώματα ιερών από πηλό στη νεκρόπολη του χωριού Κοτσιάτης. Παριστάνουν τρεις μορφές που φορούν κεφαλές βοδιών.

Όσον αφορά στην αρχιτεκτονική της εποχής σημαντικές πληροφορίες δίνουν οι ανασκαφές στην Αλάμπρα και στο Αμπελικού. Τα ορθογώνια σπίτια που έχουν βρεθεί διαθέτουν πολλά δωμάτια με λίθινο κρηπίδωμα και με επίπεδες στέγες. Γενικά, ο πολιτισμός της πρώιμης εποχής του χαλκού είναι πολύ πιο αναπτυγμένος από τον πολιτισμό των νεολιθικών χρόνων, και αυτό οφειλόταν στην ύπαρξη του χαλκού στα σπλάχνα της κυπριακής γης.

3β. Μέση εποχή του χαλκού (1900-1600 π.Χ.)

Η εποχή αυτή δεν αντιπροσωπεύει στην Κύπρο κάποιο ξεχωριστό πολιτισμό. Είναι όμως το τέλος της πρώιμης και η αρχή της ύστερης εποχής, όπου θα σημειωθούν σημαντικές αλλαγές στην πολιτιστική εξέλιξη της Κύπρου. Εντούτοις η Κύπρος εξακολουθεί να είναι πολυσύχναστο εμπορικό κέντρο και να έχει εμπορικές σχέσεις ιδίως με τη Συρία, την Παλαιστίνη, την Αίγυπτο και την Κρήτη. Ταυτόχρονα όμως εμφανίζονται πολλά νέα και εκλεπτυσμένα σχήματα αγγείων με πλούσια διακόσμηση, που υποδηλώνουν την αίσθηση κάποιας σημαντικής αλλαγής η οποία πρόκειται να σημειωθεί αργότερα.

Όσον αφορά την αρχιτεκτονική, σώζονται λείψανα μιας κατοικίας με έντεκα ορθογώνια δωμάτια, που στη μέση τους υπάρχει μια αυλή (Καλοψίδα). Χαρακτηριστικό της εποχής αυτής είναι η στρατιωτική αρχιτεκτονική. Τα οχυρωματικά έργα στο Κρηνί, κοντά στην Κερύνεια, είναι τα πιο σημαντικά. Υπάρχει ένα καλοχτισμένο τείχος με μεγάλες πέτρες, που είναι ενισχυμένο με πύργους. Άλλα οχυρωματικά έργα βρέθηκαν στους Νικολήδες και στη Νιτοβίκλα.

Η ταφική αρχιτεκτονική έχει γίνει πολυσύνθετη. Βρέθηκαν νεκρικοί θάλαμοι στο Κάρμι και στη Λάπηθο, που είναι τοποθετημένοι γύρω από έναν κοινό διάδρομο. Σε αυτή την εποχή ανήκει και η πρώτη επιτύμβια στήλη της Κύπρου, που είναι λαξευμένη στο τοίχωμα ενός δρόμου ο οποίος οδηγεί σε τάφο, με αιγυπτιακή επίδραση. Επίσης βρέθηκαν κοντά στη Νιτοβίκλα και άλλοι τάφοι που έχουν ομοιότητες με τάφους στη Συρία και την Παλαιστίνη.

3γ. Ύστερη εποχή του χαλκού (1600-1050 π.Χ.)

Η πιο δημιουργική και λαμπρή περίοδος της κυπριακής προϊστορίας είναι η ύστερη εποχή του χαλκού, που κράτησε σχεδόν πεντέμισι αιώνες. Αυτά τα χρόνια η Κύπρος έγινε πολυσήμαντο πολιτικό και πολιτιστικό κέντρο στην ανατολική Μεσόγειο εξαιτίας των Μυκηναίων-Αχαιών, που έθεσαν κάτω από τον έλεγχό τους το εμπόριο στη Μ. Ανατολή. Η Κύπρος έγινε ο ιδανικότερος σταθμός των Μυκηναίων, λόγω της σπουδαίας γεωγραφικής της θέσης. Οι Μυκηναίοι στην αρχή εγκαταστάθηκαν ως έμποροι και αργότερα ως άποικοι. Με την εγκατάσταση των Μυκηναίων παρουσιάστηκε στην Έγκωμη εκπληκτική πρόοδος της αρχιτεκτονικής και της πολεοδομίας. Ο χώρος που κατείχε η πόλη εξακριβώθηκε πλήρως. Εκτός από τα σπίτια και τα δημόσια κτίριά της ανακαλύφθηκαν και δύο ναοί. Ο ένας είναι κτισμένος με βάση την αρχιτεκτονική των ελληνικών ναών.

Σ’ αυτή την περίοδο η κεραμική παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία, φαντασία και δημιουργικότητα. Η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως πολυάριθμα κεραμικά, που δίνουν μια ολοκληρωμένη εικόνα των πολιτιστικών επιδράσεων και των επαφών της Κύπρου την περίοδο αυτή. Το παλαιότερο δείγμα κυπρομυκηναϊκού αγγείου είναι ο κρατήρας με ανοικτό στόμιο. Ολόκληρη η επιφάνεια του αγγείου χωρίζεται σε κάθετους χώρους, που είναι διακοσμημένοι συμμετρικά με γεωμετρικά σχέδια και ζωγραφικές παραστάσεις. Αρχικά οι ζωγράφοι των αγγείων ζωγράφιζαν πουλιά, ψάρια, ταύρους και άρματα. Στα κατοπινά χρόνια παρουσιάζονται στα αγγεία ανθρώπινες μορφές με ζώα και άρματα. Στα τελευταία πενήντα χρόνια του 14ου αιώνα π.Χ. κυριαρχεί στη μυκηναϊκή αγγειογραφία της Κύπρου το διακοσμητικό στοιχείο και στα μέσα του 13ου αιώνα π.Χ. κυριαρχεί ο ρυθμός της κινητικότητας των μορφών που απεικονίζονται στα αγγεία.

Εκτός της κεραμικής που έχει αναπτυχθεί σε εξαιρετικό βαθμό το 14ο και το 13ο αιώνα π.Χ., έχουν αναπτυχθεί, επίσης, η ένθετη διακόσμηση μεταλλικών αντικειμένων (χαρακτηριστικό δείγμα είναι το ασημένιο κύπελλο της Έγκωμης του 14ου αιώνα π.Χ.), η σμαλτοτεχνία (χαρακτηριστικό δείγμα το ρυτό του Κιτίου από φαγεντιανό πηλό του 13ου αιώνα π.Χ.), η χρυσοχοΐα, η σφραγιδογλυφία, η ελεφαντουργία, η πλαστική (χαρακτηριστικό δείγμα είναι ένα χάλκινο άγαλμα κερασφόρου θεού, όρθιο, ύψους 55 εκ., που παριστάνει τον αρκαδικό θεό Απόλλωνα τον Κεραιάτη).

Κατά το 12ο αιώνα π.Χ. έφθασε στην Κύπρο το δεύτερο κύμα των Αχαιών, που έφερε μαζί του νέο ρυθμό κεραμικής, το ρυθμό του σιτοβολώνα, με τη χαρακτηριστική διακόσμηση των οριζόντιων κυματιστών γραμμών. Κατά τα τελευταία χρόνια της ύστερης εποχής του χαλκού οι σχέσεις της Κύπρου και της Κρήτης έγιναν πιο στενές, με αποτέλεσμα να παρουσιαστούν στην κυπριακή κεραμική νέα σχήματα αγγείων, επηρεασμένα από την υστερομινωική και την ανατολική αγγειογραφία.

4. Γεωμετρική εποχή (1050-700 π.Χ.)

Κατά τη γεωμετρική περίοδο εμφανίζονται στην αγγειοπλαστική στοιχεία που θυμίζουν την υπομυκηναϊκή περίοδο, καθώς και στοιχεία παλαιστινιακά και φοινικικά. Κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα στην αγγειογραφία είναι ο συντηρητισμός και η λιτότητα, και τα κυριότερα σχήματα στη διακόσμηση των αγγείων είναι ο συγκεντρωτικός κύκλος και ο μαίανδρος, στοιχεία που χρησιμοποιούνται και στην αρχαϊκή εποχή.

Στην αρχιτεκτονική των ναών το κυριότερο στοιχείο είναι ότι ο ναός δεν έχει καμιά σύνδεση με το παλαιότερο τέμενος. Π.χ. στον Άγιο Ιάκωβο, ο ναός της γεωμετρικής περιόδου είναι ένα ορθογώνιο δωμάτιο χωρίς βωμό.

5. Αρχαϊκή εποχή (700-475 π.Χ.)

Στην κυπριακή τέχνη της αρχαϊκής περιόδου οι αρχαιολόγοι βρήκαν πολλές διασταυρώσεις και αλληλεπιδράσεις αιγαιακών, ιωνικών και ανατολικών στοιχείων. Η βάση όμως της κυπριακής καλλιτεχνικής ανάπτυξης παραμένει και σ’ αυτή την περίοδο η παράδοση, που είναι επηρεασμένη από το μυκηναϊκό πολιτισμό. Την αρχαϊκή αρχιτεκτονική τη γνωρίζουμε από τους ναούς που βρίσκονται στο Κίτιο, την Ταμασσό, το Βουνί, το Κούριο, τη Σαλαμίνα κ.α.

Το κύριο χαρακτηριστικό της αρχιτεκτονικής της περιόδου αυτής είναι ότι γύρω από το ναό προστίθεται ο περίβολος. Στην ταφική αρχιτεκτονική σημαντικοί είναι οι τάφοι μεταξύ ασσυριακής και αιγυπτιακής κυριαρχίας. Ενώ εξακολουθεί να υπάρχει ο τύπος των θαλαμοειδών τάφων, εμφανίζεται και ο τύπος του κτιστού θαλαμοειδούς τάφου, από πελεκητές πέτρες. Στην Ταμασσό βρίσκονται δύο βασιλικοί τάφοι αυτού του τύπου. Οι παραστάδες της εισόδου στολίζονται με πρωτοϊωνικά κιονόκρανα και σε άλλα σημεία των τάφων υπάρχουν ανάγλυφες διακοσμήσεις. Άλλοι βασιλικοί τάφοι βρίσκονται στην Πύλα και τη Σαλαμίνα. Η κυπριακή γλυπτική της αρχαϊκής εποχής αρχίζει με τα ειδώλια της Αγίας Ειρήνης, που αποτελούν δείγμα γνήσιας κυπριακής τέχνης, με λίγες επιδράσεις από την Ανατολή. Από το 560 π.Χ.

παρουσιάζονται αγάλματα με έντονη αιγυπτιακή επίδραση, ενώ από τα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. μέχρι τις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. παρουσιάζεται επίδραση από την ιωνική τέχνη. Τα έργα της εποχής αυτής έχουν όλα τα γνωρίσματα της ελληνικής αρχαϊκής τέχνης, και τα πρόσωπα γοητεύουν με το ελαφρό τους «αρχαϊκό μειδίαμα». Στην αγγειογραφία παρουσιάζονται δύο διαφορετικές σχολές: η μία είναι επηρεασμένη από τη γεωμετρική παράδοση, ενώ στην άλλη παρουσιάζονται νέα διακοσμητικά στοιχεία, όπως ταύροι, πτηνά, ψάρια, τετράποδα, λωτοί και ανθρώπινες μορφές.

6. Κλασική εποχή (475-325 π.Χ.)

Τα πρώτα χρόνια της κλασικής περιόδου της Κύπρου δεν έχουν να παρουσιάσουν αξιόλογα έργα τέχνης, γιατί οι πολιτιστικές σχέσεις της Κύπρου με την Ελλάδα είχαν διακοπεί εξαιτίας των ελληνοπερσικών πολέμων. Κατά τα τέλη όμως του 5ου αιώνα π.Χ. και στις αρχές του 4ου, έπειτα από ενέργειες του βασιλιά της Σαλαμίνας Ευαγόρα Α’ έφθασαν στο νησί από την Ελλάδα άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών. Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής του Ευαγόρα ήταν να ξαναγίνει η Σαλαμίνα κέντρο, πανελλήνιο αυτή τη φορά, των τεχνών και των γραμμάτων, επηρεάζοντας ταυτόχρονα και τις άλλες κυπριακές πόλεις.

Τα έργα τέχνης των χρόνων τούτων που βρέθηκαν στη Σαλαμίνα και τις άλλες πόλεις αποτελούν ανεκτίμητους θησαυρούς, στους οποίους αντανακλάται η ελληνική τέχνη στις πιο κλασικές της μορφές.

Η αρχιτεκτονική είναι γνωστή από τους τάφους και τα ανάκτορα. Η ταφική αρχιτεκτονική της Κύπρου των κλασικών χρόνων εκτός από τους κτιστούς περιβόλους των τάφων και τις «λίθινες στήλες» (ελληνικά στοιχεία) που βρέθηκαν στη Σαλαμίνα, δεν έχει να μας παρουσιάσει τίποτε νεότερο. Υπάρχουν όμως αρκετά φοινικικά στοιχεία, εξαιτίας του ανταγωνισμού των Ελλήνων κατοίκων και των Φοινίκων εμπόρων που ήταν ευνοούμενοι του Πέρση δυνάστη. Η κυπριακή γλυπτική επηρεάστηκε από την ελληνική, αλλά λόγω της έλλειψης μαρμάρου δεν κατόρθωσε να δώσει εξέχοντα δείγματα, γιατί ο τεχνίτης χρησιμοποιούσε τον ασβεστόλιθο, που δεν του έδινε τη δυνατότητα να τον επεξεργαστεί όπως το μάρμαρο. Από τα έργα γλυπτικής χαρακτηριστικό είναι το χάλκινο κεφάλι του Απόλλωνα, που βρέθηκε στην Ταμασσό. Όλα σχεδόν τα γλυπτά έργα είναι υπερφυσικού μεγέθους, όπως τα ελληνικά.

Οι αρχαιολογικές ανασκαφές στο Μάριο, εκτός από τα πολλά αττικά αγγεία που έφεραν στο φως, εντόπισαν και ένα νέο τύπο οινοχόης, κυπριακής κατασκευής, που είναι επηρεασμένος από την τέχνη των ερυθρόμορφων αγγείων της κυρίως Ελλάδας.

7. Ελληνιστική εποχή (325-58 π.Χ.)

Η Κύπρος την εποχή αυτή βρίσκεται κάτω από την κυριαρχία της πτολεμαϊκής Αιγύπτου και γνωρίζει μια νέα καλλιτεχνική και πολιτιστική ανάπτυξη.

Τα θρησκευτικά μνημεία ήταν ιερά ανατολικού ρυθμού, με αυλή πριν από το ναό, και ναοί ελληνικού ρυθμού. Το πιο σημαντικό θρησκευτικό μνημείο είναι ο ναός της Αφροδίτης στην Παλαίπαφο (Παλιά Πάφο). Κατά την εποχή των Πτολεμαίων κτίστηκε στη Νέα Πάφο ένα πολυσύνθετο οικοδόμημα με κοιτώνες και λουτρά, δεξαμενή για ψάρια, με κολόνες γύρω γύρω, με μαγειρεία και εργαστήρια. Τα δάπεδά του είναι διακοσμημένα με πολύχρωμα ψηφιδωτά, με σκηνές από την ελληνική μυθολογία, όπου προεξάρχουσα φυσιογνωμία είναι ο Διόνυσος, γι’ αυτό το αρχοντόσπιτο ονομάστηκε Οικία του Διονύσου. Σε ό,τι αφορά την ταφική αρχιτεκτονική, ανακαλύφθηκε ένας τύπος τάφου στη Νέα Πάφο που αντιγράφει αλεξανδρινά πρότυπα. Η κυπριακή γλυπτική είναι επηρεασμένη από τα μεγάλα κέντρα της ελληνιστικής εποχής (Αθήνα, Ρόδο και προπαντός την Αλεξάνδρεια). Στις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ. όμως, όταν στην αλεξανδρινή γλυπτική επικράτησαν αιγυπτιακά στοιχεία, οι Κύπριοι δεν τα δέχτηκαν και δημιουργήθηκε ένας τοπικός ρυθμός, που διάρκεσε ως την εποχή της ρωμαϊκής κατάκτησης. Στην αγγειοπλαστική συνεχίζεται ο ρυθμός της κλασικής εποχής με νέα σχήματα. Στις ανασκαφές βρέθηκαν πολλά αττικά και ελάχιστα αλεξανδρινά αγγεία.

8. Ρωμαϊκή εποχή (58 π.Χ.-395 μ.Χ.)

Η ρωμαϊκή εποχή είναι η τελευταία των αρχαίων χρόνων. Την έντονη αρχιτεκτονική δραστηριότητα στην Κύπρο κατά την εποχή αυτή φανερώνουν τα πολλά θέατρα, στάδια, λουτρά και ιερά που βρέθηκαν σε όλες τις πόλεις όπου έγιναν ανασκαφές.

Πρωτοκτίστηκαν σχεδόν όλα κατά τους ελληνιστικούς χρόνους και συμπληρώθηκαν κατά τους ρωμαϊκούς. Από τα θέατρα πιο μεγάλο είναι αυτό της Σαλαμίνας, χωρητικότητας 15.000 θεατών. Είναι κτισμένο σε επίπεδο μέρος και το κοίλο στηρίζεται πάνω σε κτιστό υπόβαθρο. Το θέατρο του Κουρίου, χωρητικότητας 3.500 θεατών, είναι κτισμένο πάνω σε πλαγιά λόφου και σε θέση θεάτρου της ελληνιστικής εποχής. Αρχικά είχε κυκλική ορχήστρα, σύμφωνα με τα ελληνικά πρότυπα, αλλά αργότερα διαμορφώθηκε σύμφωνα με τα ρωμαϊκά πρότυπα, και η ορχήστρα του έγινε ημικυκλική, όπως και οι κερκίδες. Για ένα διάστημα η ορχήστρα λειτούργησε ως αρένα, όπου κυνηγοί καταδίωκαν άγρια ζώα, ευχάριστο θέαμα για την εποχή εκείνη. Το θέατρο των Σόλων (2ος αιώνα) κτίστηκε πάνω σε πλαγιά λόφου και παρουσιάζει όλα τα γνωρίσματα των ρωμαϊκών θεάτρων.

Το στάδιο του Κουρίου είχε χωρητικότητα 6.000 θεατών και κτίστηκε το 2ο αιώνα μ.Χ. σε σχήμα πετάλου με εφτά κερκίδες. Τα λουτρά του Κουρίου, που βρίσκονται ανατολικά από το θέατρο, είχαν μωσαϊκά δάπεδα, τα οποία συμπληρώθηκαν τον 5ο αιώνα. Ρωμαϊκά λουτρά βρίσκονται και στη Σαλαμίνα, κοντά στο γυμνάσιο, που ιδρύθηκε από τους Πτολεμαίους, ξανακτίστηκε την εποχή του Αυγούστου και ανοικοδομήθηκε την εποχή του Ιουστινιανού.

Στην ταφική αρχιτεκτονική οι λαξευτοί τάφοι με δρόμο συνεχίζουν την παράδοση που υπάρχει από την εποχή του χαλκού. Γενικά χαρακτηριστικό της κυπριακής αρχιτεκτονικής είναι το ότι ακολουθεί ελληνιστικά πρότυπα.

Η αγγειοπλαστική βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα τέχνης σε σχέση με τις προηγούμενες περιόδους. Αναπτύσσεται όμως σε μεγάλο βαθμό η κατεργασία του γυαλιού.

Η κυπριακή γλυπτική εξακολουθεί να έχει τοπικό χαρακτήρα, δέχεται όμως την επίδραση της ελληνιστικής και της ρωμαϊκής τέχνης. Μια σειρά από μαρμάρινα αγάλματα είναι αντίγραφα κλασικών και ελληνιστικών προτύπων και ανήκουν στο 2ο αιώνα μ.Χ. Επίσης έχουν βρεθεί αρκετά δείγματα γλυπτών προσωπογραφιών από μάρμαρο και ασβεστόλιθο. Αξιόλογο χάλκινο άγαλμα είναι αυτό του Σεπτιμίου Σεβήρου σε υπερφυσικό μέγεθος.

9. Βυζαντινή εποχή (395-1571)

Η βυζαντινή τέχνη χωρίζεται σε τρεις περιόδους: πρωτοβυζαντινή (395-965), κυρίως βυζαντινή (965-1191) και φραγκοενετικοβυζαντινή (1191-1571).

9α. Πρωτοβυζαντινή τέχνη (395-965)

Οι πρώτοι χριστιανικοί αιώνες της Κύπρου ήταν εποχή ειρήνης και ευημερίας. Αυτό φαίνεται από το υψηλό σημείο στο οποίο έφτασε η ανάπτυξη της τέχνης με το κτίσιμο πολλών εκκλησιών και από τα ψηφιδωτά που στολίζουν μερικές εκκλησίες.

Από τα πρώτα χρόνια της πρωτοβυζαντινής εποχής έχουν ανακαλυφθεί σημαντικά κοινοτικά και ιδιωτικά χριστιανικά κοιμητήρια· τα αξιολογότερα κοινοτικά είναι της Χρυσοκάβας και της Αγίας Λαύρας κοντά στην Κερύνεια, ενώ τα ιδιωτικά βρίσκονται σκορπισμένα σε ολόκληρο το νησί. Η πρωτοβυζαντινή περίοδος είναι πλούσια σε έργα αρχιτεκτονικής και ζωγραφικής. Τα σημαντικότερα πρωτοβυζαντινά δείγματα αρχιτεκτονικής στην Κύπρο είναι οι παλαιοχριστιανικές ξυλόστεγες βασιλικές που χρονολογούνται από το τέλος του 4ου μέχρι τα μέσα του 7ου αιώνα. Δυστυχώς δε διασώθηκαν μέχρι σήμερα ολοκληρωμένα δείγματα, γιατί καταστράφηκαν από το πέρασμα του χρόνου και κυρίως από τις αραβικές επιδρομές. Η αρχαιότερη είναι η βασιλική του Αγίου Επιφανίου στη Σαλαμίνα (τέλος 4ου αι.), που αρχικά ήταν επτάκλιτη. Μετά τις καταστροφές που έπαθε από τους Άραβες τον 7ο αιώνα ανοικοδομήθηκε και έγινε πεντάκλιτη. Στο Κούριο σώζεται μια άλλη σημαντική βασιλική του 5ου αι., που είναι τρίκλιτη με κολόνες από γρανίτη. Μπροστά έχει νάρθηκα και προαύλιο με εξάγωνη δεξαμενή και στο βόρειο μέρος βαπτιστήριο. Άλλες βασιλικές της περιόδου αυτής είναι του Αγίου Γεωργίου στην Πέγεια, της Αγίας Τριάδας στη Γιαλούσα κ.ά. Η οικοδομική δραστηριότητα εντάθηκε τον 7ο αι., αλλά ανακόπηκε από τις αραβικές επιδρομές.

Το αρχαιότερο δείγμα ζωγραφικής της πρωτοβυζαντινής περιόδου βρίσκεται στο Αγίασμα του Νικοδήμου, στη Σαλαμίνα. Εδώ είναι ζωγραφισμένη η μορφή του Χριστού μέσα σε ένα παραδεισένιο τοπίο. Ο Χριστός παριστάνεται με γενειάδα και είναι συροπαλαιστινιακού τύπου· η παράσταση χρονολογείται στον 6ο αιώνα. Του 6ου αιώνα είναι και οι τοιχογραφίες του κοιμητηρίου της Αγίας Μαύρας της Χρυσοκάβας κοντά στην Κερύνεια, ενώ οι τοιχογραφίες στην κατακόμβη της Αγίας Σολομονής χρονολογούνται στον 8ο αι.

Στα πρωτοβυζαντινά χρόνια ανήκουν τρεις σπουδαίες ψηφιδωτές παραστάσεις της «Παναγίας μετά του βρέφους Χριστού». Από την πρωτοϊουστινιάνεια εποχή σώζονται δύο περίφημες ψηφιδωτές παραστάσεις. Η μια βρίσκεται στην αψίδα του ναού της Παναγίας Κανακαρίας στη Λυθράγκωμη της Καρπασίας. Μέσα σε μια «δόξα φωτός» εικονίζεται η Παναγία να κρατά το Χριστό στα γόνατά της, ενώ αριστερά και δεξιά της υπάρχουν δύο φοίνικες και οι Αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ με σκήπτρα. Το ψηφιδωτό αυτό περιγράφεται από τους ειδικούς ως αποθέωση της Θεοτόκου και παρομοιάζεται με τα ψηφιδωτά του Σινά. Η άλλη ψηφιδωτή παράσταση της ίδιας περιόδου βρίσκεται στην αψίδα του ναού της Παναγίας Κυράς στην Καρπασία. Σ’ αυτό το ψηφιδωτό εικονίζεται η Παναγία δεόμενη μέσα σε χρυσό φόντο, ανάμεσα στους δύο αρχαγγέλους, κρατώντας το Χριστό. Το πιο σημαντικό έργο της εποχής αυτής, διατηρημένο σε πολύ καλή κατάσταση, βρίσκεται στην Παναγία την Αγγελόκτιστη στο Κίτιο και χρονολογείται στις αρχές του 7ου αιώνα. Στην αψίδα του ιερού που σώζεται από την παλιά βασιλική παριστάνεται η Θεοτόκος όρθια με το Χριστό στο αριστερό της χέρι στον τύπο της Οδηγήτριας. Δεξιά και αριστερά της στέκονται οι αρχάγγελοι με φτερά όπως του παγωνιού, ενώ γύρω τους υπάρχουν πουλιά, λουλούδια και σιντριβάνια. Το ψηφιδωτό αυτό δεν υστερεί καθόλου από τα αντίστοιχα της Ραβέννας και μερικά θέματα από τη διακόσμησή του μας θυμίζουν την Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης. Επίσης είναι ένα από τα σπάνια δείγματα ψηφιδωτών της προεικονομαχικής εποχής στη χριστιανική Ανατολή.

Η ειρηνική ζωή που έζησε η Κύπρος τους πρώτους αιώνες της βυζαντινής αυτοκρατορίας σταμάτησε με τις αραβικές επιδρομές που άρχισαν το 647 και κράτησαν μέχρι το 965. Οι αραβικές επιδρομές έφεραν μια επιβράδυνση και αρκετά ανατολικά στοιχεία στη χριστιανική τέχνη της Κύπρου, ενώ πολλά μνημεία αρχιτεκτονικής καταστράφηκαν. Χαρακτηριστικά, στα χρόνια των αραβικών επιδρομών εμφανίστηκε ένας νέος ρυθμός στην αρχιτεκτονική των βασιλικών, ο ρυθμός της καμάρας. Βυζαντινές εκκλησίες με καμάρα είναι οι μεγαλοπρεπείς βασιλικές της Παναγίας της Αφέντρικας, του Ασώματου Αφέντρικας και της Παναγίας της Συκάδας στην Καρπασία, που κτίστηκαν πάνω στα ερείπια παλαιοχριστιανικών ξυλόστεγων ναών. Στις αρχές του 10ου αιώνα εμφανίστηκε νέος αρχιτεκτονικός ρυθμός, με κύριο χαρακτηριστικό τον τρούλο. Γύρω στα 900 κτίστηκε ο ναός του Αγίου Λαζάρου στη Λάρνακα με τρεις τρούλους και λίγο αργότερα κτίστηκε ο ναός του Αποστόλου Βαρνάβα, κοντά στη Σαλαμίνα, σταυροειδής με δύο τρούλους. Η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής στη Γεροσκήπου, που χρονολογείται στα μέσα του 10ου αι., έχει πέντε τρούλους. Τα κύρια χαρακτηριστικά των ναών αυτών μοιάζουν με εκείνα των βυζαντινών ναών της ίδιας εποχής, διαφέρουν όμως στα υλικά οικοδομής.

9β. Κυρίως βυζαντινή τέχνη (965-1191)

Το 965 η Κύπρος ελευθερώθηκε οριστικά από τις αραβικές επιδρομές και ξαναμπήκε στη βυζαντινή αυτοκρατορία. Από το 965 μέχρι το 1191, που κατακτήθηκε από τους σταυροφόρους, η βυζαντινή τέχνη γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη. Σ’ αυτά τα δημιουργικά χρόνια της Κύπρου εμφανίστηκαν νέοι τύποι ναών και νέοι τρόποι στην τοιχοδομία, φερμένοι από την Κωνσταντινούπολη. Οι κυριότεροι αρχιτεκτονικοί τύποι ναών με τα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματά τους στην Κύπρο είναι:

i)             Τύπος του σταυροειδούς εγγεγραμμένου με τρούλο (οι ναοί Αγίου Ηρακλείδου της Ιεράς Μονής Ιωάννη Λαμπαδιστή, Αγίου Συνεσίου και Αγίου Φίλωνα στο Ριζοκάρπασο κ.ά.).

ii)            Μονόκλιτος με τρούλο, αλλά σταυροειδής στις στέγες (το παρεκκλήσι Αγίας Τριάδας στην Ιερά Μονή Χρυσοστόμου στον Κουτσοβέντη, ο ναός της Παναγίας του Άρακα στα Λαγουδερά κ.ά.).

iii)          Απλός οκταγωνικός (ο ναός του κάστρου του Αγίου Ιλαρίωνα, ο ναός του Αντιφωνητή κοντά στην Κερύνεια, το κατεδαφισμένο καθολικό της Ιεράς Μονής Χρυσοστόμου στον Κουτσοβέντη κ.ά.),

iv)          Απλός εξαγωνικός (ο ναός της Παναγίας της Αψινθιώτισσας κοντά στο χωριό Βουνό, που μαρτυρεί όμως και αρμενική επίδραση).

v)           Τετράστηλος (Άγιος Νικόλαος της Στέγης κοντά στην Κακοπετριά).

vi)          Ελεύθερος σταυρός με τρούλο (ναός της Παναγίας Κυράς).

vii)        Απλός καμαροσκεπής (συνήθως είναι εκκλησάκια, όπως της Ασίνου και της Αγίας Μαύρας στο Ριζοκάρπασο) και

viii)       Πεντάτρουλος, που έχει και τη μεγαλύτερη αρχιτεκτονική σημασία. Χαρακτηριστικό δείγμα είναι η εκκλησία των Αγίων Βαρνάβα και Ιλαρίωνα στην Περιστερώνα, που κτίστηκε στις αρχές του 11ου αιώνα. Είναι βασιλική με τρία κλίτη και με πέντε τρούλους που σχηματίζουν σταυρό.

Επίσης στα χρόνια αυτά ιδρύθηκαν και πολλά μοναστήρια. Σε τούτο συντέλεσαν οι καλοί διοικητές και φρούραρχοι που έστειλαν οι βυζαντινοί αυτοκράτορες στην Κύπρο κατά τον 11ο και 12ο αιώνα. Τα σημαντικότερα μοναστήρια είναι το ιστορικό μοναστήρι της Παναγίας του Κύκκου, που κτίστηκε την εποχή του αυτοκράτορα Αλεξίου Α’ Κομνηνού, στο τέλος του 11ου και αρχές του 12ου αιώνα (διοικητής τότε στην Κύπρο ήταν ο Εμμανουήλ Βουτομίτης), το μοναστήρι του Χρυσοστόμου, που κτίστηκε το 1093 από το μοναχό Γεώργιο, το μοναστήρι της Παναγίας του Μαχαιρά, που κτίστηκε στο τέλος του 11ου αιώνα από το μοναχό Νείλο, και τα μοναστήρια της Χρυσορογιάτισσας και της Τροοδίτισσας.

Σχεδόν όλα τα μοναστήρια κτίστηκαν με αυτοκρατορικά έξοδα ύστερα από ενέργειες των διοικητών της Κύπρου. Παρά τις καταστροφές που έπαθαν κατά καιρούς, διατήρησαν και διατηρούν τη βυζαντινή τους μορφή, με τους ξενώνες γύρω από τις εκκλησίες.

Η κυπριακή ζωγραφική τεχνοτροπία αυτής της περιόδου είναι επηρεασμένη περισσότερο από τη βυζαντινή τέχνη και λιγότερο από την τέχνη της Ανατολής. Από τον 11ο αιώνα ξεχωρίζουν οι πρώτες τοιχογραφίες του Αγίου Νικολάου της Στέγης, όπως η Παναγία στην αψίδα, η Μεταμόρφωση, η Ανάσταση και η Πεντηκοστή. Η πραγματική όμως άνθηση της ζωγραφικής στην Κύπρο σημειώνεται στα χρόνια των Κομνηνών. Χαρακτηρίζεται από ελληνιστική επίδραση, ελευθερία στην κίνηση, λιγότερη αυστηρότητα και περισσότερη ανθρώπινη έκφραση στα πρόσωπα. Τα πιο λαμπρά δείγματα βρίσκονται στην Παναγία της Ασίνου, στην Εγκλείστρα του Αγίου Νεοφύτου και στην Παναγία του Άρακα.

Στην Παναγία της Ασίνου, που ιδρύθηκε το 1105, σώζονται μερικές από τις πρώτες τοιχογραφίες στον κυρίως ναό και στο βήμα που ανήκουν στο νεοκλασικό ρυθμό των Κομνηνών. Χαρακτηριστικές είναι η Κοίμηση της Θεοτόκου, η είσοδος στα Ιεροσόλυμα και ο Μυστικός Δείπνος. Στην Εγκλείστρα του Αγίου Νεοφύτου, που είναι λαξευμένη μέσα στη σπηλιά, οι πρώτες τοιχογραφίες έχουν τη χρονολογία 1183 και την υπογραφή του αγιογράφου Θεοδώρου Αψευδή. Χαρακτηρίζονται από εξιδανικευμένα πρόσωπα με ήρεμη και ανθρώπινη έκφραση και ζωηρές κινήσεις. Επίσης, υπάρχουν στην [GLi] Εγκλείστρα και τοιχογραφίες σε ανατολικό στιλ, που χαρακτηρίζονται από την αυστηρή έκφραση των μορφών.

Στην Παναγία του Άρακα στα Λαγουδερά παρουσιάζεται μια συμπληρωμένη σειρά από τοιχογραφίες του νεοκλασικού ρυθμού της βυζαντινής τέχνης των Κομνηνών, που χρονολογούνται από μια επιγραφή το 1192. Στις τοιχογραφίες, που έχουν διατηρηθεί σε καλή κατάσταση, ξεχωρίζουν τα ήρεμα νεανικά πρόσωπα.

Στο νησί της Κύπρου σώζονται και άλλες εκκλησίες με τοιχογραφίες της ίδιας τεχνοτροπίας και της ίδιας περιόδου, που τις χαρακτηρίζει η γαλήνια έκφραση των μορφών, η ποικιλία της σύνθεσης και η αρμονία των χρωμάτων που ζωντανεύει τις μορφές των αγίων και των αρχαγγέλων (π.χ. οι τοιχογραφίες των ναών στο Τρίκωμο, στο Πέρα Χωριό, στην Αγία Τριάδα και στον Αντιφωνητή).

Παράλληλη πορεία με τις τοιχογραφίες ακολούθησαν και οι εικόνες. Η παλαιότερη φορητή εικόνα που σώζεται είναι των αγίων Κοσμά και Δαμιανού του 10ου αιώνα. Στον 11ο αιώνα ανήκει μια εικόνα με τρεις Αγίους από το Λευκόνοικο. Στο 12ο αιώνα έχουμε μεγάλη άνθηση των εικόνων, αντίστοιχη των τοιχογραφιών, που δίνουν μια καθαρή βυζαντινή όψη. Οι εικόνες με την πάροδο του χρόνου τοποθετούνται στο εικονοστάσιο, που παίρνει μια θέση στο τέμπλο. Οι ίδιοι αγιογράφοι έκαναν και τις εικόνες και τις τοιχογραφίες. Χαρακτηριστικά παραδείγματα έχουμε στην Εγκλείστρα του Αγίου Νεοφύτου και στο ναό της Παναγίας του Άρακα. Εδώ συνδυάζονται τα χαρίσματα της μεγάλης ζωγραφικής με την τέχνη της μικρογραφίας. Όμως αυτές οι πρώτες εικόνες της Κύπρου χαρακτηρίζονται από την έλλειψη της τρίτης διάστασης και την εξαΰλωση των μορφών.

9γ. Φραγκο ενετικοβυζαντινή τέχνη (1191-1571)

Κατά τη φραγκοβυζαντινή περίοδο (1191-1489) [GLi] η αρχιτεκτονική της Κύπρου χωρίζεται σε δύο διαφορετικούς ρυθμούς, τον παραδοσιακό και το γοτθικό. Στο γοτθικό ρυθμό ανήκουν

οι γοτθικοί ναοί (όπως ο ναός της Αγίας Σοφίας στη Λευκωσία, του 13ου αιώνα, όπου οι ηγεμόνες Λουζινιάν στέφονταν βασιλιάδες της Κύπρου, ο ναός του Αγίου Νικολάου στην Αμμόχωστο, όπου γινόταν η στέψη των βασιλιάδων της Ιερουσαλήμ, και το αβαείο του Μπέλα Πάις 13ου αιώνα, ένα από τα ωραιότερα μνημεία γοτθικού ρυθμού σε όλη την Ανατολή), τα φρούρια της Λευκωσίας, της Κερύνειας και της Αμμοχώστου, οι πύργοι στο Κολόσσι και στον Άγιο Ιλαρίωνα, τα ανάκτορα και διάφορα κτίρια.

Εκτός όμως από τα γοτθικά οικοδομήματα που κτίζονται, η φραγκοκρατία επιδρά και στην αρχιτεκτονική των ορθόδοξων ναών. Από την επίδραση αυτή δημιουργούνται δύο τύποι. Ο πρώτος επικρατεί στις ορεινές και ο δεύτερος στις πεδινές περιοχές. Στον πρώτο τύπο ανήκουν πολλοί ναοί μικρών διαστάσεων, από τους οποίους ο αρχαιότερος είναι ο ναός της Παναγίας του Μουτουλά (1280). Νεότεροι ναοί είναι του Αρχάγγελου στον Πεδουλά (1434), της Παναγίας Ποδίθου στη Γαλάτα (1507) κ.ά. Χαρακτηριστικό γνώρισμα των ναών αυτών είναι η αμφικλινής ξύλινη στέγη, που καταλήγει σε οξεία γωνία. Στο δεύτερο τύπο ανήκουν οι ναοί του Αγίου Μάμα κοντά στη Σωτήρα (13ος αι.), της Παναγίας κοντά στην Κοφίνου (13ος αι.), του Αγίου Ιακώβου στο Τρίκωμο (14ος αι.) κ.ά. Χαρακτηριστικό γνώρισμα των ναών αυτών είναι ότι τα τόξα είναι ελαφρά οξυκόρυφα και χρησιμοποιούνται στην τοιχοδομία πελεκητές πέτρες.

Κατά το 15ο αιώνα δημιουργήθηκαν δύο νέοι τύποι ναών στην Κύπρο. Ο τύπος της ρομανικής βασιλικής και ο τύπος της τρουλωτής βασιλικής με τόξα και τοιχοδομία γοτθικής επίδρασης. Σύμφωνα με τον πρώτο τύπο κτίστηκε το 14ο αιώνα στα ερείπια άλλου ναού ο επιβλητικός ναός του Αγίου [GLi] Γεωργίου των Ελλήνων στην Αμμόχωστο, ο μοναδικός στην Κύπρο, που δυστυχώς σήμερα είναι ερειπωμένος. Αντίθετα, ο δεύτερος τύπος είχε ευρεία διάδοση. Μεγαλοπρεπείς ναοί με το δεύτερο τύπο είναι το καθολικό της μονής του Αγίου Νεοφύτου και ο ναός του Αγίου Μάμα στη Μόρφου, του 15ου αιώνα, ο οποίος είναι τρίκλιτη φραγκοβυζαντινή βασιλική με τρούλο και περικλείει τον τάφο του αγίου Μάμα, του προστάτη των βυζαντινών απελατών.

Εκεί που πραγματικά παρατηρείται φράγκικη επίδραση στην Κύπρο είναι στις τοιχογραφίες και στις εικόνες των εκκλησιών. Όμως οι Κύπριοι ζωγράφοι διατήρησαν πεισματικά τη βυζαντινή τέχνη, παρόλο που έμειναν αποκομμένοι από τα βυζαντινά κέντρα και η Εκκλησία τους καταδιώχτηκε από τους Λατίνους. Μερικές από τις τοιχογραφίες και τις εικόνες της εποχής αυτής έχουν ένα χαρακτήρα καθαρά τοπικό και αγροτικό, όπως φαίνεται σε μερικές από τις εκκλησίες της Γαλάτας και της Κακοπετριάς. Μερικές όμως διατηρούν την ανάμνηση της βυζαντινής τεχνοτροπίας μαζί με ανατολικά στοιχεία, όπως για παράδειγμα η εκκλησία του Αγίου Ηρακλείδου. Παράλληλα όμως κάνει την εμφάνισή της η επίδραση της δυτικής ευρωπαϊκής τέχνης, όπως την έφεραν οι Φράγκοι κατακτητές. Οι επηρεασμένες από τους Φράγκους τοιχογραφίες παρουσιάζουν πρόσωπα ηρεμότερα και πλησιέστερα προς το ελληνικό ιδεώδες. Η εκκλησία της Παναγίας του Μουτουλά δίνει χαρακτηριστικά δείγματα τοιχογραφιών που έχουν δυτική επίδραση.

Το 15ο αιώνα η Κύπρος μπόρεσε να αποκαταστήσει επικοινωνία με το Βυζάντιο. Σ’ αυτό συντέλεσε και η Ελληνίδα βασίλισσα της Κύπρου Ελένη Παλαιολογίνα. Την εποχή αυτή οι Κύπριοι ζωγραφίζουν κατά τη γνήσια βυζαντινή παράδοση, ανεπηρέαστοι από τη δυτική τεχνοτροπία. Χαρα[GLi]κτηριστικά δείγματα έχουμε στις τοιχογραφίες και τις εικόνες στο μοναστήρι του Αγίου Νεοφύτου.

Στα χρόνια των Ενετών (1489-1571) δεν έχουμε αξιόλογη ανάπτυξη των τεχνών, εξαιτίας της καταπιεστικής και τυραννικής ενετικής διοίκησης. Οι Ενετοί οχύρωσαν και ενίσχυσαν τα φρούρια της Λευκωσίας και της Αμμοχώστου, που σώζονται μέχρι σήμερα ανέπαφα, ενώ τα άλλα τα παραμέλησαν.

10. Νεότερη και σύγχρονη κυπριακή τέχνη

Η κυπριακή τέχνη αφομοίωσε με γόνιμο τρόπο όλες τις σημαντικές αναζητήσεις της σύγχρονης τέχνης. Και ενώ οι περισσότεροι από τους αξιόλογους Κύπριους δημιουργούς σπούδασαν κυρίως στη Βρετανία και την Ελλάδα, σε καμιά περίπτωση δε διαπιστώνεται δουλική υποταγή των μορφοπλαστικών τους αναζητήσεων μόνο σε ό,τι δίνουν τα δύο αυτά κέντρα. Ίσως επειδή η κυπριακή τέχνη αναπτύσσεται σε μια περίοδο κατά την οποία έχει ξεπεραστεί η τυραννική επιβολή ορισμένων καλλιτεχνικών κέντρων, δε σημειώνεται εδώ η στενή εξάρτηση που βλέπουμε στην ελληνική τέχνη του 19ου αιώνα από τη λεγόμενη Σχολή του Μονάχου, με τον ακαδημαϊσμό και το συντηρητισμό της. Έτσι, χωρίς να απαλλοτριώνουν την ιδιαιτερότητά και την αμεσότητά τους, οι δημιουργοί της κυπριακής τέχνης δίνουν έργα που κινούνται άνετα προς όλες τις κατευθύνσεις της σύγχρονης τέχνης. Στα σημαντικότερα από τα έργα αυτά συνδυάζεται η εσωτερική ευαισθησία με την αγάπη για τον άνθρωπο, του κυπριακού ελληνισμού με τις γενικές ανησυχίες της σύγχρονης εποχής, η προσωπική μορφοπλαστική θέληση με το γενικό ιστορικό προβληματισμό.

Παραμερίζοντας τους λίγους καλλιτέχνες της Κύπρου που γεννήθηκαν πριν από το 1900, όπως είναι ο Κισσονέργης, ο Κάσσιαλος και ο Βρυωνίδης, η κυπριακή τέχνη του 20ού αιώνα, για μεθοδικούς περισσότερο λόγους, μπορεί να διακριθεί ουσιαστικά σε τρεις ενότητες, σε δημιουργούς που ανήκουν σε τρεις γενιές. Η πρώτη από αυτές είναι η γενιά των δημιουργών που γεννήθηκαν τα χρόνια 1900-1921, η δεύτερη είναι η γενιά του μεσοπολέμου 1922-1940 και η τρίτη περιλαμβάνει όσους γεννήθηκαν μετά το 1940 (γενιά του μεταπολέμου).

Στην πρώτη γενιά ανήκουν οι καλλιτέχνες που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως τους «πατέρες της σύγχρονης κυπριακής τέχνης» και είναι βασικά ο Αδαμάντιος Διαμαντής και ο Τηλέμαχος Κάνθος, δύο εντελώς διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες και δύο θεματικά και μορφικά αντίθετες αφετηρίες της σύγχρονης κυπριακής τέχνης. Ο πρώτος επικός με έμφαση περισσότερο στην ανθρώπινη μορφή, με μια περισσότερο ηρωική και δραματική φωνή, ενώ ο δεύτερος λυρικός με έμφαση στο τοπίο, με περισσότερο εσωτερική παθητική διάθεση. Ο καθοριστικός ρόλος του Διαμαντή και του Κάνθου, όπως επίσης και του Βίκτορα Ιωαννίδη, από τη γενιά αυτή, πέρα από τις κατακτήσεις, τον πλούτο και τη δύναμη της ζωγραφικής τους συνδέεται και με τη διδασκαλία τους στα σχολεία της Κύπρου, που έπαιξε αποφασιστικό ρόλο για τους μεγαλύτερους, αν όχι όλους τους καλλιτέχνες της επόμενης περιόδου.

Το μεγάλο δάσκαλο της κυπριακής τέχνης τον συναντάμε χωρίς αμφιβολία στο πρόσωπο του Αδαμάντιου Διαμαντή, που γεννήθηκε το 1900 στη Λευκωσία, σπούδασε ζωγραφική στο Λονδίνο και, όταν τελείωσε τις σπουδές του, το 1923 γύρισε στην Κύπρο για να εργαστεί ως το 1962 – περίπου σαράντα χρόνια– καθηγητής τέχνης στο Παγκύπριο Γυμνάσιο, το παλιό του σχολείο. Τα βασικά χαρακτηριστικά της ζωγραφικής γλώσσας του Διαμαντή, από τις πρώτες ακόμη προσπάθειές του ως τα πιο ολοκληρωμένα έργα του, είναι η πηγαιότητα και η ρωμαλεότητα του ύφους του, η τάση για απλοποίηση και σχηματοποίηση, η έμφαση στη μνημειακή διατύπωση, η εσωτερικότητα του χρώματος και ο εκφραστικός πλούτος του συνόλου. Οι πρώτες του προσπάθειες (1923-1941) βασίζονται σε ένα συνδυασμό της ανθρώπινης μορφής –κυρίως της γυναικείας– με το τοπίο («Φυτεύτριες»), αυτές που ακολουθούν (1942-1960) κινούνται περισσότερο στη σύνθεση αρχιτεκτονικών θεμάτων και εσωτερικού χώρου με την ανθρώπινη μορφή –περισσότερο την ανδρική τώρα– («Στο καφενείο του χωριού»), ενώ μετά το 1961 τα έργα του κινούνται σε μια περιοχή όπου συγχωνεύονται όλες οι παλαιότερες κατακτήσεις του («Αγωνίες», ο «Κόσμος της Κύπρου»). Στις «Αγωνίες» και τον «Κόσμο της Κύπρου» ο Διαμαντής δίνει δύο από τα πιο ολοκληρωμένα σύνολα όχι μόνο της κυπριακής αλλά και όλης της σύγχρονης ευρωπαϊκής τέχνης.

Ο δεύτερος μεγάλος δάσκαλος της κυπριακής τέχνης είναι ο Τηλέμαχος Κάνθος, που γεννήθηκε στα Άλωνα το 1910 και σπούδασε ζωγραφική και χαρακτική στην Αθήνα με δασκάλους του τον Παρθένη, τον Μπισκίνη, και το Βικάτο και τον Κεφαλληνό. Καθηγητής και αυτός της τέχνης πολλά χρόνια στην Κύπρο, είναι και ο δημιουργός που ασχολήθηκε ιδιαίτερα στη ζωγραφική του με την τοπιογραφία και στη χαρακτική του με το συνδυασμό της ανθρώπινης μορφής με το φυσικό χώρο. Μαθητής ακόμη, όπως και ο Διαμαντής, του Κισσονέργη ο Κάνθος φαίνεται ότι δέχεται καθοριστικά στοιχεία από τη ζωγραφική του Σεζάν και φτάνει γρήγορα σε καθαρά προσωπικές διατυπώσεις, που διακρίνονται για το χρωματικό πλούτο και την εσωτερικότητα του συνόλου. Οι πιο χαρακτηριστικές τοπιογραφίες του Κάνθου διακρίνονται για την αποφυγή της εξωτερικής περιγραφής και την αγάπη του για τις μεγάλες ενιαίες επιφάνειες, την εξαιρετική φρεσκάδα του χρώματος και τη λιτότητα και ευγένεια των μορφών του. Σε έργα του, όπως το «Λιλά τοπίο», ο καλλιτέχνης κτίζει κυριολεκτικά με χρώματα τη ζωγραφική επιφάνεια και κατορθώνει να δώσει με απόλυτη ακρίβεια κάτι από τον ίδιο το χαρακτήρα του θέματος. Σε μια περισσότερο γενικευτική τάση βασίζονται έργα, όπως το «Βόδια σε ξεροχώραφο», με την αρμονική διαδοχή των επιπέδων και την έμφαση στα ζεστά λυρικά χρώματα, την απλοποίηση των μορφών και την υποβλητική φωνή του χώρου. Σε άλλα έργα του από την τελευταία περίοδο, όπως το «Σιταγρός» και το «Τοπίο με σπίτια», με τη χρησιμοποίηση τριμμένου χρώματος μαζί με το χρώμα και το ανακάτεμα με κόλλα και όμπρα, με την προτίμηση στις μεγάλες οριζόντιες επιφάνειες και την έμφαση στην απόδοση του ατμοσφαιρικού, φτάνει ο Κάνθος στην ολοκλήρωση μιας πλούσιας εκφραστικής γλώσσας που συνδυάζει αμεσότητα και ζωγραφική ποιότητα. Στη χαρακτική του επίσης, προχωρεί σταδιακά σε ένα χαρακτηριστικό προσωπικό στιλ. Σε χαρακτικά του, όπως το «Δύο γυναικείες μορφές», το «Πέτρα της υπομονής» και το «Γυναίκες και νεκρός», επικρατούν τα καθαρά εξπρεσιονιστικά στοιχεία, που προσδίνουν πειστικότητα και εσωτερική αλήθεια στα έργα του.

Σε διαφορετική κατεύθυνση κινείται την ίδια περίοδο η καλλιτεχνική δημιουργία του Τάκη Φραγκούδη, που γεννήθηκε και αυτός το 1900 στη Λεμεσό, σπούδασε ζωγραφική στην Αθήνα, όπου και εγκαταστάθηκε μόνιμα, και έτσι έμεινε μακριά ουσιαστικά από την Κύπρο. Μαθητής του Ιακωβίδη ο Φραγκούδης, φαίνεται ότι επηρεάστηκε ιδιαίτερα από τον Παρθένη και στις πρώτες του προσπάθειες έμεινε στο κλίμα της ζωγραφικής εκείνου. Από την αφετηρία αυτή προχώρησε αργότερα σε μια ζωγραφική γλώσσα που κινείται στις μετακυβιστικές αναζητήσεις και ιδιαίτερα στο κλίμα του ορφισμού. Σε μερικά από τα πιο σημαντικά του έργα ο Φραγκούδης συνδυάζει την αυστηρή γεωμετρική γλώσσα του κυβισμού με τον πλούτο του χρώματος και τη λυρική, περισσότερο, φωνή του ορφισμού. Ακόμα και σε έργα του τα οποία προχωρούν σαφέστερα προς τον κόσμο των αφηρημένων διατυπώσεων, ο Φραγκούδης μένει βασικά στο ίδιο κλίμα, που προσδίδει ένα ποιητικό και μουσικό περιεχόμενο στις αναζητήσεις του.

Γνωστός για την απασχόλησή του περισσότερο με τα θέματα της καθημερινής ζωής είναι και ο Γ. Γεωργίου (γεννήθηκε στα Βαρώσια ένα χρόνο αργότερα, το 1901), ο οποίος έμεινε ιδιαίτερα στις αναζητήσεις των ρεαλιστικών τάσεων. Μελετημένο σχέδιο και συγκρατημένο χρώμα, επιμονή στις λεπτομέρειες και κάπως ασύνδετος χώρος είναι μερικά από τα στοιχεία που δίνουν τον τόνο στα έργα του. Μετά το 1950 ο Γεωργίου στρέφεται σε μια ζωγραφική στην οποία αφομοιώνονται και τυπικά μανιεριστικά χαρακτηριστικά, όπως είναι οι επιμηκύνσεις των μορφών και οι ενεργητικές αντιθέσεις των χρωμάτων, ο ελλειπτικός χώρος και η γενικά εξπρεσιονιστική διάθεση. Προς την κατεύθυνση αυτή κατορθώνει να δώσει σύνολα με δραματικές προεκτάσεις και βαθιά υποβλητική φωνή, πειστικότητα και εξωτερική ένταση.

Με το Βίκτορα Ιωαννίδη, που γεννήθηκε το 1903 στη Λεμεσό, σπούδασε στην Αθήνα κοντά στο Βικάτο, τον Ιακωβίδη και το Νικόλαο Λύτρα και εργάστηκε ως καθηγητής ζωγραφικής στο Λανίτειο Γυμνάσιο της ιδιαίτερης πατρίδας του, έχουμε μια άλλη χαρακτηριστική προσπάθεια. Μια καλλιτεχνική δημιουργία που, στις παλαιότερες προσπάθειες του Ιωαννίδη, αγωνίζεται να συνδυάσει την οξύτητα του σχεδίου με μια κάποια απλουστευτική απόδοση του χώρου και τα ρεαλιστικά στοιχεία με τα ελεύθερα εμπρεσιονιστικά χρώματα. Τη φάση αυτή φαίνεται ότι προσπαθεί να ξεπεράσει ο καλλιτέχνης μετά το 1960, όταν ασφαλώς κάτω από τη γόνιμη επίδραση των κατακτήσεων του Διαμαντή περνά σε ένα μορφοπλαστικό ιδίωμα στο οποίο συνδυάζεται η σχηματοποίηση των μορφών με την ευγένεια των χρωμάτων και τον εκφραστικό πλούτο του συνόλου.

Σε μια ανάλογη κατεύθυνση με την τοπιογραφία του Κάνθου μάς μεταφέρει και η καλλιτεχνική δημιουργία του Χαρίλαου Δικαίου, που γεννήθηκε το 1911 στη Λευκωσία και σπούδασε αρχιτεκτονική στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Παρισιού. Πρόκειται για μια ζωγραφική που έχει ως αφετηρία τις εμπρεσιονιστικές τάσεις, τις οποίες συνδυάζει με φωβιστικούς τύπους και μια κάποια ελευθερία στην απόδοση των μορφών.

Σε ένα εντελώς διαφορετικό κλίμα κινείται την ίδια περίοδο η ζωγραφική του Τάσου Στεφανίδη, που γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1917 και σπούδασε ζωγραφική στο Λονδίνο. Η καλλιτεχνική δημιουργία του Στεφανίδη στρέφεται στην προσωπική αναζήτηση των αφηρημένων τάσεων. Στα πιο σημαντικά του έργα, με το συνδυασμό γεωμετρικών θεμάτων και περισσότερο λυρικού χρώματος, κατορθώνει να μας δώσει εξαιρετικές ζωγραφικές διατυπώσεις.

Με το Φώτο Χατζησωτηρίου, που γεννήθηκε το 1919 στην Αμμόχωστο και είναι αυτοδίδακτος, έχουμε έναν καλλιτέχνη που συνδυάζει λαϊκότροπα στοιχεία και κάπως γενικευτικά χαρακτηριστικά στην απόδοση του χώρου. Ακόμη φαίνεται ότι ενδιαφέρεται περισσότερο για τα τονισμένα περιγράμματα και την αντίθεση των ψυχρών με τα θερμά χρώματα.

Πολύ κοντά στις κατακτήσεις της ζωγραφικής του Διαμαντή κινείται η καλλιτεχνική δημιουργία του Ανδρέα Ασπροφτά, που γεννήθηκε και αυτός το 1919 στην Τρυπημένη Μεσαορίας και σπούδασε στην Περούτζια. Θέματα και χρωματική επένδυση, μορφικά στοιχεία και απόδοση του χώρου, περιορισμένη σχηματοποίηση και οργάνωση, δέχονται αποφασιστικές παρορμήσεις από τις διατυπώσεις του Διαμαντή.

Σαφέστερα ίσως την επίδραση του Διαμαντή την έχουμε και σε μερικά από τα έργα του Ξάνθου Χατζησωτηρίου. Σ’ αυτά συνδυάζεται με γόνιμο τρόπο η επίδραση των έργων του Διαμαντή με τη μελέτη των τύπων της βυζαντινής τέχνης και την προσωπική κάπως πλαστική διατύπωση.

Στο σημείο αυτό ίσως πρέπει να σημειωθούν έστω και μόνο τα ονόματα μερικών από τους σπουδαιότερους δημιουργούς της λαϊκής ζωγραφικής της περιόδου, όπως είναι ο Μιχαήλ Κάσιαλος, ένα από τα πολλά θύματα της τουρκικής εισβολής, ο Κώστας Αβραμίδης, ο Νίκος Ιωάννου και ο Σωτήρης Κολαρίδης.

Ουσιαστικά η ένταξη της κυπριακής τέχνης στη γενική καλλιτεχνική πορεία και τις αναζητήσεις της σύγχρονης τέχνης γίνεται με τη γενιά που έρχεται στον κόσμο τα χρόνια του μεσοπολέμου (από το τέλος του α’ παγκόσμιου πολέμου ως την αρχή του β’ παγκόσμιου πολέμου). Οι καλλιτέχνες της γενιάς αυτής, άλλοι νωρίτερα και άλλοι αργότερα, ολοκληρώνουν τη μαθητεία τους μετά το τέλος του β’ παγκόσμιου πολέμου και περνούν σε προσωπική έκφραση μετά την απαλλαγή της Κύπρου από τον αγγλικό αποικιοκρατικό ζυγό το 1960. Τα σημαντικότερα έργα των δημιουργών της γενιάς αυτής διακρίνονται για την έκταση και τον πλούτο των αναζητήσεων, την πληρότητα και την πολλαπλότητα των κατακτήσεων, την εκφραστική δύναμη και την εσωτερική πνοή των διατυπώσεων. Η κυπριακή τέχνη σε στενή επαφή με ό,τι γίνεται σε όλα τα μεγάλα καλλιτεχνικά κέντρα πρόσφερε έργα που διακρίνονται για τη γνησιότητα και τη ζωγραφική τους αλήθεια.

Μια από τις πιο σημαντικές φυσιογνωμίες της γενιάς αυτής είναι ο Χριστόφορος Σάββας, που γεννήθηκε το 1924 στο Μαραθόβουνο και σπούδασε στο Λονδίνο και το Παρίσι. Καλλιτέχνης που έχει τις αφετηρίες του στις κυβιστικές, ιδιαίτερα, αναζητήσεις, ως μαθητής του Andre Lhote, ο Σάββας κατορθώνει γρήγορα με προσωπικούς πειραματισμούς και τη χρησιμοποίηση διάφορων υλικών –κυρίως καρφιών– να φτάσει σε διατυπώσεις που συνδυάζουν τη χρωματική ευαισθησία με τον εσωτερικό ρυθμό και την απόδοση των δονήσεων του χώρου με τη ζωγραφική ποιότητα. Στα έργα του συναντά κανείς τόσο την πολλαπλότητα των αναζητήσεων όσο και την εκφραστική δύναμη της μορφοπλαστικής του γλώσσας.

Ο Κώστας Οικονόμου, που γεννήθηκε στην Κισσόνεργα της Πάφου το 1925, έδωσε έμφαση στην υδατογραφία και δέχθηκε έντονα την επίδραση της ζωγραφικής του Κάνθου, την οποία μετέφρασε σε κάπως ελεύθερες χρωματικές αξίες.

Δύο άλλοι από τους πιο σημαντικούς δημιουργούς της γενιάς αυτής είναι Ανδρέας Χρυσοχός και ο Στέλιος Βότσης, που γεννήθηκαν και οι δύο το 1929, ο πρώτος στη Μηλιά και ο δεύτερος στη Λάρνακα, και σπούδασαν και οι δύο στο Λονδίνο. Τα βασικά χαρακτηριστικά της ζωγραφικής του Χρυσοχού συνδέονται με το κλίμα της γεωμετρικής αφαίρεσης την οποία χρησιμοποιεί ως αφετηρία ο καλλιτέχνης για να προχωρήσει στις προσωπικές του διατυπώσεις. Στα έργα του συνδυάζεται η τεκτονική διάθεση με το γεωμετρικό λεξιλόγιο, το καθαρό λαμπρό χρώμα με την αυστηρή λογική οργάνωση, η προσάρτηση του χώρου με τη σαφήνεια του συνόλου. Σε μια περισσότερο κονστρουκτιβιστική κατεύθυνση μας μεταφέρει η ζωγραφική του Βότση, ο οποίος συνδυάζει σε μια προσωπική σύνθεση οργανικά και γεωμετρικά θέματα, αδιαπέραστος κάπως χώρος και λεπτά ασκητικά χρώματα. Σε μια νέα ακόμη κατεύθυνση προχωρεί ο Βότσης με μερικές από τις προσπάθειές του, στις οποίες με την γεωμετρικοποίηση της ανθρώπινης μορφής και την ένταξή της σε ένα συγκεκριμένο χώρο φτάνει σε μια ζωγραφική με πλούσιες συμβολικές προεκτάσεις.

Δύο άλλους δημιουργούς, που επίσης γεννήθηκαν την ίδια χρονιά, το 1930, έχουμε με το Λευτέρη Οικονόμου και το Βαλεντίνο, που σπούδασαν και οι δύο στο Λονδίνο. Ο πρώτος είναι ένας καλλιτέχνης που ενδιαφέρεται ιδιαίτερα και για τη χαρακτική και κινείται σε μια περιοχή όπου παίζουν σημαντικό ρόλο οι μεταφωβιστικές τάσεις, ο δεύτερος με ιδιαίτερα ενδιαφέροντα για τη ζωγραφική κεραμικών επιφανειών διακρίνεται για το συνδυασμό τεκτονικών τύπων και διακοσμητικών στοιχείων.

Για τη γόνιμη θητεία του στο κλίμα των αφηρημένων κατευθύνσεων διακρίνεται και ο Κώστας Ιωακείμ, που γεννήθηκε το 1936 στο Μπέλα Πάις και σπούδασε ζωγραφική στη Βρετανία. Τα έργα του βασίζονται συνήθως στα ρευστά κινούμενα περιγράμματα και τα καλλιγραφικά στοιχεία, στη μεταφορά τοπιογραφικών χαρακτηριστικών σε ελεύθερες συνθέσεις και στην αγάπη για το λυρικό περιεχόμενο.

Στην καλλιτεχνική δημιουργία της Βέρας Χατζηδά-Ζαφείρη, που γεννήθηκε και αυτή το 1936 στη Λευκωσία και σπούδασε στο Λονδίνο, διακρίνουμε την επιβολή των αναζητήσεων της γεωμετρικής αφαίρεσης στις πιο χαρακτηριστικές προσπάθειές της. Σε αυτές η Χατζηδά-Ζαφείρη συνδυάζει με απόλυτη συνέπεια την καθαρότητα του χρώματος με τη δύναμη της γραμμής σε σύνολα που διακρίνονται για την εσωτερικότητα και την αισιοδοξία τους.

Σε μια αναμφίβολα περισσότερο προσωπική σύλληψη του κόσμου μάς μεταφέρει η ζωγραφική του Νίκου Κουρούση, που γεννήθηκε το 1937 στο Μιτσερό και σπούδασε στο Λονδίνο. Στα πιο χαρακτηριστικά έργα του προβάλλεται μια πολύ ενδιαφέρουσα σύνθεση κονστρουκτιβιστικών τύπων και αναζητήσεων της ποπ αρτ, που επιβάλλεται με την εσωτερική δύναμη και τον εκφραστικό της πλούτο. Στην ίδια κατεύθυνση ουσιαστικά μένει και η πλαστική του, όπως φαίνεται στο «Σύμβολο της ειρήνης», που έχει στηθεί στο δρόμο προς το αεροδρόμιο της Λευκωσίας.

Σε μια εντελώς διαφορετική κατεύθυνση, στην οποία συνδυάζονται με εξαιρετικά γόνιμο τρόπο εξπρεσιονιστικά χαρακτηριστικά και σουρεαλιστικοί τύποι, μας μεταφέρει η καλλιτεχνική δημιουργία του Γιώργου Σκοτεινού, που γεννήθηκε και αυτός το 1937 στη Λευκωσία. Στη σειρά των έργων του που έχουν ως αφετηρία τα «Άλογα της Έγκωμης», όπως και σε άλλες του προσπάθειες με τα βαριά χρώματα και τις σχεδόν μπαρόκ μορφές, το συνδυασμό πραγματικού και ονειρικού και τον ελλειπτικό χώρο, ο Σκοτεινός φτάνει σε μια ζωγραφική γλώσσα που κυριαρχείται από τους κάθε είδους υπαινιγμούς και τη δραματική ατμόσφαιρα.

Στην περιοχή των αφηρημένων τάσεων μένουν ουσιαστικά ο Ανδρέας Κωνσταντίνου, που γεννήθηκε το 1937 στη Λεμεσό, και ο Ανδρέας Χαραλαμπίδης, που γεννήθηκε το 1939 και σπούδασε στην Αθήνα. Στην ίδια γενιά ανήκουν και καλλιτέχνες για τους οποίους δεν έχουμε επαρκή βιογραφικά στοιχεία, όπως είναι ο Στ. Παράσχος (STASS) με έργα που κινούνται στις προεκτάσεις των κατακτήσεων του Ματίς και του όψιμου Μπρακ, η Καίτη Στεφανίδου με έργα στο κλίμα των κονστρουκτιβιστικών τάσεων και ιδιαίτερα τύπων της ζωγραφικής του Μάλεβιτς, η Βαθούλα Κούμα με την τάση για το ονειρικό, και ίσως και η Στέλλα Μιχαηλίδου.

Από την ίδια περίοδο έχουμε και μερικούς καλλιτέχνες που κινούνται στα πλαίσια της λαϊκής ζωγραφικής, όπως είναι η Χρυστάλλα Δημητρίου, ο Γιασουμής Γεωργίου, ο Χρήστος Ελευθεριάδης, ο Ιωάννης Χριστοφόρου, ο Δημήτρης Γεροκώστας κ.ά. Στην ίδια γενιά περιλαμβάνονται και μερικοί αναμφίβολα σημαντικοί γλύπτες, που δίνουν έργα τα οποία διακρίνονται για τη ρωμαλεότητα και τις προσωπικές τους διατυπώσεις. Ανάμεσα σε αυτούς διακρίνεται ο Ανδρέας Σαββίδης, που γεννήθηκε το 1930 στην Κερύνεια και σπούδασε στο Λονδίνο, με μια γλυπτική που συνδυάζει την καθαρότητα και την πληρότητα των μορφών με την πυκνότητα και την εσωτερική αλήθεια της πλαστικής του γλώσσας· ο Γρηγόριος Χαραλάμπους, που γεννήθηκε το 1933, σπούδασε στην Αθήνα και ασχολείται ιδιαίτερα με την ξυλογλυπτική, με την τάση για απλοποίηση και ένα σκόπιμο πρωτογονισμό με εξαιρετικά αποτελέσματα· ο Ανδρέας Αδάμος, που γεννήθηκε το 1936 στην Πάφο και ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη χαρακτική, κ.ά.

Με τη γενιά που έρχεται στον κόσμο μετά το 1940, έχουμε αναμφίβολα τους δημιουργούς που οικοδομούν το μέλλον της κυπριακής τέχνης. Καλλιτέχνες που πέρασαν στην εφηβεία τους τα χρόνια του απελευθερωτικού αγώνα και ανδρώθηκαν την περίοδο της ανεξαρτησίας του νησιού, έζησαν την τραγωδία της εισβολής του 1974 και αγωνίζονται, όσο τους είναι δυνατό, να εκφράσουν όλη την αντιφατικότητα και την προβληματικότητα της εποχής και του κόσμου μας. Πρόκειται για νέους δημιουργούς, που δίνουν ήδη πολλά, με τις αναζητήσεις και τις πραγματώσεις τους, τις αμφιβολίες και το μόχθο τους.

Με τον Ανδρέα Λαδόμματο, που γεννήθηκε το 1940 στη Λευκωσία, έχουμε έναν καλλιτέχνη που σπούδασε στο Λονδίνο και ύστερα από διάφορες αναζητήσεις στην περιοχή του κονστρουκτιβισμού κινείται στο κλίμα μιας προσωπικής βεριστικής σουρεαλιστικής ζωγραφικής. Αυτό είναι ιδιαίτερα φανερό στη σειρά του «Παράθυρα», όπου η καθαρότητα του χρώματος ενισχύεται από την ακρίβεια του σχεδίου, και τα ρεαλιστικά στοιχεία παρουσιάζονται ως αφετηρίες ακόμη και συμβολικών υπαινιγμών.

Σαφέστερα προς την κατεύθυνση των τύπων της γεωμετρικής αφαίρεσης μας μεταφέρει η καλλιτεχνική δημιουργία του Μιχαήλ Φοινικαρίδη, που γεννήθηκε και αυτός το 1940 στη Λευκωσία και σπούδασε στην Αθήνα. Μάλιστα ο Φοινικαρίδης σε μερικές από τις προσπάθειές του στρέφεται σε ένα συνδυασμό κονστρουκτιβιστικών τύπων με ντανταϊστικά στοιχεία με εξαιρετικά γόνιμα αποτελέσματα.

Ο Γεώργιος Κοτσώνης, που γεννήθηκε επίσης το 1940 και σπούδασε ζωγραφική στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Πράγας, συνδέεται ιδιαίτερα με τις μετακυβιστικές αναζητήσεις του Μπρακ και του Πικάσο και παράλληλα συνεχίζει τις αναζητήσεις του και σε άλλες περιοχές. Το 1940 γεννήθηκαν και η Στέλλα Μιχαηλίδου στη Λεμεσό, ο Κρίτων Τομάζος στη Λάρνακα, ο Αριστείδης Αναστασιάδης στη Λεμεσό, ο Χρίστος Φουκαράς στην Κισσόνεργα Πάφου και η Τζούλια Λακερίδου. Με εξαιρετική επίδοση στη χαρακτική είναι ο γνωστός Άγγελος Μακρίδης, που γεννήθηκε το 1942 στη Γιαλούσα και σπούδασε στην Αθήνα. Στα χαρακτικά του Μακρίδη επικρατεί ένα σχεδόν ασκητικό λεξιλόγιο και μια περισσότερο εσωτερική φωνή.

Μια από τις πιο σημαντικές φυσιογνωμίες της τέχνης της γενιάς αυτής αναμφίβολα είναι ο Γεώργιος Σφήκας, που γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1943 και σπούδασε και αυτός στο Λονδίνο. Ζωγράφος και γλύπτης ο Σφήκας, μετά τις αναζητήσεις στην περιοχή της γεωμετρικής αφαίρεσης, προχώρησε σε μια ζωγραφική με προσωπικό περιεχόμενο, ενώ παράλληλα δεν δίστασε να ασχοληθεί και με τα προβλήματα της ιδεοκρατικής-εννοιολογικής τέχνης.

Μια περισσότερο σουρεαλιστική κατεύθυνση έχουμε στα έργα της Ρέας Μπέιλι, που γεννήθηκε το 1946 στη Λευκωσία και σπούδασε στο Λονδίνο και το Λίβερπουλ.

Από τους γλύπτες πρέπει να μείνει κανείς ιδιαίτερα στο Γιώργο Κυριακού, που γεννήθηκε το 1940 στο Έξω Μετόχι και σπούδασε γλυπτική στο Λονδίνο. Ο Κυριακού στα πιο γνωστά του έργα χρησιμοποιεί ως αφετηρία του την πινακωτή και δίνει γόνιμες εκφραστικές διατυπώσεις, που διακρίνονται για την ελευθερία και την πληρότητά τους, την αξιοποίηση της φωνής του υλικού και τον εσωτερικό ρυθμό τους.

Στα βασικά χαρακτηριστικά της, η σύγχρονη κυπριακή τέχνη, διακρίνεται για την ικανότητα της ανανέωσης και τον εσωτερικό πλούτο των προσπαθειών της, τη γνησιότητα και τη μορφοπλαστική ποιότητα των έργων της.

11. Λαϊκή τέχνη

Η λαϊκή τέχνη στην Κύπρο άνθηζε όσο καιρό υπήρχαν οι τεχνίτες που δούλευαν με υπομονή το ξύλο και τα άλλα υλικά και όσο οι νοικοκυρές είχαν τη διάθεση και την ελεύθερη ώρα να κάθονται στον αργαλειό. Στη σύγχρονη εποχή η λαϊκή τέχνη περιορίστηκε σε σημαντικό βαθμό, γιατί ο ρυθμός της ζωής άλλαξε.

Κατά την περίοδο της φραγκοκρατίας η Κύπρος ήταν ξακουστή στις αγορές των γύρω χωρών για την κατασκευή κεντημάτων με χρυσή κλωστή και για τα πολύτιμα υφάσματά της. Η τέχνη της υφαντουργίας συνεχίζεται ως σήμερα, ιδιαίτερα στην ύπαιθρο. Τα κεντήματα είναι δύο ειδών, υφαντά και χειροποίητα. Στα υφαντά τα σχέδια είναι γεωμετρικά με ωραίους συνδυασμούς. Τα καλύτερα υφαντά είναι των περιοχών της Πάφου και της Καρπασίας, γι’ αυτό ονομάζονται παφίτικα ή καρπασίτικα ή φυθκιώτικα. Από τα χειροποίητα κεντήματα ξεχωρίζουν τα πολύχρωμα, που κατασκευάζονταν στις πόλεις και στα μεγάλα χωριά όπως η Λάπηθος και ο Καραβάς. Τα σχέδια ήταν παρμένα από τη φύση και γίνονταν με πολύχρωμες μεταξωτές κλωστές. Τα καλύτερα κεντήματα με σταυροβελονιά γίνονταν και γίνονται ακόμα στην περιοχή της Πάφου και τα σχέδια είναι παρμένα από τη φύση. Ανάμεσα στα κεντήματα της Κύπρου ξεχωριστή θέση τόσο από αισθητική όσο και από εμπορική άποψη κατέχουν τα λευκαρίτικα. Πολλές είναι οι απόψεις γύρω από το λευκαρίτικο κέντημα. Η επικρατέστερη άποψη είναι ότι οι γυναίκες των Λευκάρων ασχολούνταν με το κέντημα από πολύ παλιά, αργότερα ωστόσο επηρεάστηκαν κατά πολύ από την κεντητική τέχνη των γυναικών της Βενετίας (ενετοκρατία). Τα λευκαρίτικα κεντήματα διακρίνει ο πλούτος και η ποικιλία των σχεδίων τους. Βασικοί τύποι σχεδίων είναι οι ποταμοί, τα φοινικωτά, τα ξολούρια και τα καρέ.

Η ξυλογλυπτική ήταν αναπτυγμένη το 18ο, το 19ο και στις αρχές του 20ού αι, , αλλά σήμερα δε βρίσκουμε παρά λίγους μόνο τεχνίτες να ασχολούνται με την τέχνη αυτή. Τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν για τα ξυλόγλυπτα έργα ήταν το ξύλο της καρυδιάς και του πεύκου. Τα περισσότερα διακοσμητικά σχέδια είναι γεωμετρικά. Στα ξυλόγλυπτα εικονοστάσια των μοναστηριών και των εκκλησιών κυριαρχεί το νατουραλιστικό στοιχείο, ενώ στα ξυλόγλυπτα έπιπλα των σπιτιών (σεντούκια, ράφια, ντουλάπια), εκτός από τα γεωμετρικά σχέδια, παριστάνονται σχηματοποιημένα κυπαρίσσια, πουλιά, εκκλησίες, δικέφαλοι αετοί, γοργόνες κ.ά. Τα σημαντικότερα ξυλόγλυπτα έργα προέρχονται από χωριά της βόρειας Κύπρου (Λάπηθος, Καραβάς, Άγιος Επίκτητος).

Η κυπριακή γη διαθέτει το αναγκαίο ασπρόχωμα για την κατασκευή όλων των ειδών της κεραμικής. Οι αγγειοπλάστες κατασκευάζουν αγγεία που χρησιμεύουν για τις καθημερινές ανάγκες των κατοίκων της υπαίθρου, χωρίς καμιά ξεχωριστή διακοσμητική τέχνη παρά τις προσπάθειες των αγγειοπλαστών να δημιουργήσουν τεχνική. Σήμερα όμως κατασκευάζονται αγγεία με παραστάσεις πουλιών, ζώων και ανθρώπων. Είναι τα λεγόμενα πλουμιστά αγγεία, που χρησιμοποιούνται για τη διακόσμηση των σπιτιών. Στη διακόσμηση του σπιτιού βρίσκουμε και άλλα είδη λαϊκής τέχνης, όπως τα πλουμιστά κολοκύθια και τα χρωματιστά πανέρια.

Γενικά, η κυπριακή λαϊκή τέχνη είναι συντηρητική και έχει διατηρήσει πολλά στοιχεία από την αρχαία εποχή μέχρι σήμερα. Ο συντηρητικός αυτός χαρακτήρας ήταν ένας τρόπος άμυνας απέναντι στα τόσα ξένα πολιτιστικά στοιχεία που έφερναν οι κατά καιρούς κατακτητές, χωρίς αυτό να αποκλείει την επίδραση και την αφομοίωση μερικών από τα στοιχεία αυτά. Η λαϊκή τέχνη της Κύπρου χαρακτηρίζεται ακόμα από ομοιογένεια και μπορεί να συγκριθεί με τη λαϊκή τέχνη της Ελλάδας και των άλλων μεσογειακών λαών.

12. Μνημεία Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς

Το 1980 η πόλη της Πάφου χαρακτηρίστηκε Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς λόγω της μακραίωνης ιστορίας της και των πολλών ιστορικών μνημείων της. Επίσης, εννέα εκκλησίες και μοναστήρια που βρίσκονται στην οροσειρά Τρόοδος έχουν περιληφθεί από το 1985 στον κατάλογο των Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO: η Ασίνου, ο Άγιος Νικόλαος της Στέγης, το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή, η Παναγία του Μουτουλλά, ο Αρχάγγελος του Πεδουλά, ο Σταυρός του Πελενδρίου, η Παναγία του Άρακα στα Λαγουδερά, η Παναγία της Ποδίθου στη Γαλάτα και ο Σταυρός του Αγιασμάτη κοντά στην Πλατανιστάσα. Το 2001 προστέθηκε στο κατάλογο και η εκκλησία της Μεταμόρφωσης, ενώ το 1998 χαρακτηρίστηκε ως Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς και ο προϊστορικός οικισμός της Χοιροκοιτίας.

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ.

Προέλευση της ονομασίας του νησιού

Για την προέλευση της ονομασίας Κύπρος, την μόνη που επικράτησε από τα πανάρχαια χρόνια, γράφηκαν μέχρι τώρα πάρα πολλά. Καταρχήν, για πολλά χρόνια υπήρχε η αντίληψη πως η ονομασία προέρχεται από το φυτό κύπρος, που σημαίνει τη χένα. Ωστόσο, μια και η παραγωγή του φυτού στην Κύπρο ήταν πολύ περιορισμένη (ακόμα και σήμερα με δυσκολία βρίσκει κανείς στο νησί λίγα φυτά χένας) η ερμηνεία αυτή δεν μπορεί να είναι πειστική.

Ο Στέφανος Βυζάντιος την αποδίδει στην κόρη του Κινύρα, που ονομαζόταν Κύπρος, ενώ άλλοι στο γιο του Κινύρα, που είχε κατ’ αυτούς το όνομα Κύπρος.

Γράφηκε ακόμα πως το όνομα προέρχεται από μια πόλη της Κύπρου, μεταξύ Κερύνειας και Ακανθούς, την Κύπρο (Ισίδωρος). Οι Ζωναράς και Νόννος σημειώνουν πως η ονομασία προέρχεται από το «Κύπρις», ένα από τα επίθετα της Αφροδίτης.

Ο G. Dossinερμηνεύει το όνομα της Κύπρου από το σουμεριακό zubar, που σήμαινε το χαλκό, ή το kubar, που σήμαινε τον ορείχαλκο. Ο Κ. Χατζηιωάννου σημειώνει ότι ίσως το μέταλλο του χαλκού στη γλώσσα των Ετεοκυπρίων να λεγόταν κύπρος ή κάτι παρόμοιο και από αυτό ονομάστηκε το νησί Κύπρος. Ο χαλκός σε πολλές γλώσσες έχει ονομασία συνδεόμενη με τη λέξη Κύπρος, όπως cuprum, kupher, cuivre, copper κ.ά.

Κύπρος και χαλκός, όπως φαίνεται από τα παραπάνω, είναι δύο έννοιες συνώνυμες από πολύ νωρίς και ίσως όλες οι γνωστές ετυμολογίες που προτάθηκαν θα πρέπει να εγκαταλειφθούν.

Η Κύπρος πιθανώς πήρε το όνομά της από μια ετεοκυπριακή ή σουμεριακή λέξη που σήμαινε το χαλκό και αργότερα, αφού ταυτίστηκε με το χαλκό, τη δάνεισε σε άλλες γλώσσες, κυρίως ευρωπαϊκές. Πάντως πρώτος ο Όμηρος μεταχειρίστηκε στην ελληνική γλώσσα το όνομα Κύπρος, το οποίο έτσι παραγκώνισε και τη βαβυλωνοασσυριακή ονομασία Αλασία, που και αυτή σήμαινε χαλκός (Απόλλων Αλασιώτας).

α) Προϊστορική εποχή :   Σύμφωνα με την Αγία Γραφή ο πρώτος άνθρωπος που κατοίκησε στην Κύπρο ήταν ο Χέττιμος, απόγονος του Νώε, μετά τον κατακλυσμό, γι’ αυτό το πρώτο όνομα της Κύπρου ήταν Χεττιμά.

Οι αρχαιολόγοι πιστεύουν όμως ότι η Κύπρος κατοικήθηκε την 6η χιλιετία π.Χ. Μερικοί αρχαιολόγοι υποστηρίζουν ότι οι πρώτοι κάτοικοι ήρθαν από την Ανατολή και έζησαν σε μικρούς νεολιθικούς συνοικισμούς, κτισμένους πάνω σε μικρούς λόφους, κοντά σε πηγές. Οι κάτοικοι αυτοί είναι γνωστοί ως Ετεοκύπριοι.

Με την ανακάλυψη και χρήση του χαλκού η Κύπρος απέκτησε μεγάλη σημασία. Το όνομα του νησιού ταυτίστηκε με το χαλκό. Κατά τη διάρκεια ολόκληρης της εποχής του χαλκού η παραγωγή αυτού του μετάλλου όχι μόνο κάλυπτε τις ανάγκες των κατοίκων της Κύπρου, αλλά εξαγόταν και στις γειτονικές χώρες της Μ. Ασίας, της Συρίας, της Παλαιστίνης, της Αιγύπτου, ακόμα και στην Κρήτη.

β) Ιστορική εποχή :    Οι πρώτες γραπτές πηγές που αναφέρονται στην Κύπρο προέρχονται από την Αίγυπτο και χρονολογούνται γύρω στα 1600 π.Χ. Σε αιγυπτιακά κείμενα η Κύπρος αναφέρεται με τις λέξεις Αζεμπή (Asebi), Άσυ ή Αλασία. Αλασία όμως την ονόμαζαν και οι Ασσύριοι. Όπως φαίνεται από τις πινακίδες της Τελ ελ Αμάρνα, ο φόρος υποτέλειας που πλήρωνε η Κύπρος στην Αίγυπτο ήταν σε χαλκό. Εξάλλου, μια από τις πολλές επιγραφές που αναφέρονται στην Κύπρο και που ανάγονται στη βασιλεία του φαραώ Τούθμωση Γ’ (1600 π.Χ.) είναι και η ακόλουθη: «Φόρος του βασιλιά της Κύπρου: 108 πλάκες καθαρού χαλκού, με βάρος 2.040 λίτρες, 5 πλάκες μολύβδου με βάρος 1.200 Num (μνες), 110 λίτρες κυάνου, 1 ελεφαντόδοντο».

Γύρω στα 1400 π.Χ. έφτασαν στην Κύπρο οι πρώτοι Έλληνες, που ήταν γνωστοί ως Μυκηναίοι ή Αχαιοί. Ήρθαν πρώτα ως έμποροι και αργότερα εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Κύπρο, γιατί η καλή γεωγραφική θέση της τους βοηθούσε στη διεξαγωγή του εμπορίου με την απέναντι συροπαλαιστινιακή ακτή και με την Αίγυπτο. Έτσι η Κύπρος έγινε σημαντικό εμπορικό κέντρο μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Μετά την εγκατάσταση των Μυκηναίων οι σχέσεις της Κύπρου με την Ελλάδα έγιναν στενές και αυτό φαίνεται από το μεγάλο αριθμό μυκηναϊκών αγγείων που βρέθηκαν στην Κύπρο, κυρίως στην περιοχή της Έγκωμης. Προς το τέλος του 13ου αιώνα π.Χ. τα μεγάλα κέντρα της Πελοποννήσου, όπως οι Μυκήνες και η Πύλος, παρακμάζουν και οι Αχαιοί μεταναστεύουν στην Κύπρο και στα νησιά του Αιγαίου. Η παρουσία των Μυκηναίων στην Κύπρο έγινε φανερή, εκτός από την αγγειοπλαστική, και στην αρχιτεκτονική. Έφεραν επίσης στην Κύπρο διάφορους θεσμούς, τοπωνύμια και τρόπους λατρείας.

Από το 10ο αιώνα π.Χ. οι σχέσεις της Κύπρου με την Ελλάδα είναι λίγες, ενώ οι σχέσεις με την Ανατολή είναι στενές, προπαντός με τους Φοίνικες. Αρχικά οι Φοίνικες εγκαταστάθηκαν σε παραλιακές πόλεις (Κίτιο, Λάπηθο, Αμαθούντα), αργότερα, εξαιτίας της περσικής κυριαρχίας, αναγκάσθηκαν να κατοικήσουν στο εσωτερικό της νήσου (Αθηαίνου, Ιδάλιο και Ταμασσός).

Τελικά, από την εγκατάσταση των Φοινίκων στην Κύπρο σώθηκαν αρκετές φοινικικές επιγραφές και το όνομα της Κύπρου. Το πρώτο μισό της 1ης χιλιετίας π.Χ. βρήκε την Κύπρο κάτω από την κυριαρχία των αυτοκρατοριών της Ανατολής, των Ασσυρίων (707-650 π.Χ.), των Αιγυπτίων (560 π.Χ.) και των Περσών (525-332 π.Χ.). Παρόλο που οι πολιτιστικές επιδράσεις από αυτές τις κυρίαρχες δυνάμεις ήταν αναπόφευκτες, ο αγώνας των Κυπρίων να διατηρήσουν τη δική τους πολιτιστική κληρονομιά είναι ολοφάνερος. Το 499 π.Χ. όλοι οι Κύπριοι βασιλείς, εκτός από το βασιλιά της Αμαθούντας, ξεσηκώθηκαν μαζί με τους Ίωνες με αρχηγό τον Ονήσιλο σε μια ανεπιτυχή επανάσταση ενάντια στους Πέρσες δυνάστες, με αποτέλεσμα την πλήρη υποταγή της Κύπρου στους Πέρσες. Από το 479 ως το 449 π.Χ. έγιναν από μέρους των Ελλήνων πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις στην ανατολική Μεσόγειο και η Κύπρος βρισκόταν πάντα στο προσκήνιο των ελληνικών πραγμάτων. Στον αγώνα για την απελευθέρωση της Κύπρου από τον περσικό ζυγό αναμείχθηκαν μεγάλες ελληνικές προσωπικότητες, όπως ο Παυσανίας, ο Περικλής, ο Αριστείδης και ο Κίμων, αλλά οι εσωτερικές στρατιωτικές διαμάχες των Κυπρίων βασιλιάδων (υπήρχαν δέκα ανεξάρτητα κυπριακά βασίλεια) στάθηκαν εμπόδιο στην απελευθέρωση του νησιού. Η τελευταία προσπάθεια των Αθηναίων, με επικεφαλής τον Κίμωνα, να ελευθερώσουν την Κύπρο έγινε το 449 π.Χ., αλλά χωρίς επιτυχία. Έτσι, η Κύπρος έμεινε μόνη στον αγώνα ενάντια στους Πέρσες. Σημαντικότερη φυσιογνωμία των αγώνων αυτών αναδείχτηκε ο βασιλιάς της Σαλαμίνας Ευαγόρας Α’, που κατόρθωσε να κρατήσει άσβεστο τον ελληνικό χαρακτήρα του νησιού εξαιτίας των καλών και φιλικών σχέσεων που είχε με τους Αθηναίους και να αναδείξει τη Σαλαμίνα πανελλήνιο πνευματικό κέντρο. Ο Ευαγόρας χαρακτηρίζεται από τους ιστορικούς ως ο σημαντικότερος βασιλιάς της κυπριακής ιστορίας.

γ) Ελληνιστική εποχή :    Το 332 π.Χ. η Κύπρος βοήθησε το Μ. Αλέξανδρο στην πολιορκία της Τύρου, με αποτέλεσμα οι Κύπριοι να κερδίσουν την ελευθερία τους, αλλά σύντομα το νησί βρέθηκε πάλι έρμαιο στις διαμάχες των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου. Αποτέλεσμα των ανταγωνισμών αυτών ήταν η αυτοκτονία του τελευταίου βασιλιά της Σαλαμίνας Νικοκρέοντα και ο ομαδικός θάνατος ολόκληρης της οικογένειάς του το 311 π.Χ.

Με την κυριαρχία των Πτολεμαίων, από το 294 π.Χ., καταργήθηκαν όλα τα βασίλεια της Κύπρου και όλες οι πόλεις ενώθηκαν σε ένα ενιαίο κράτος. Την εξουσία ασκούσε στρατηγός με τον τίτλο «στρατηγός των κατά Κύπρον», που διοριζόταν από τον Έλληνα βασιλιά της Αιγύπτου. Στο νησί, που έχει πρωτεύουσά του αυτήν την περίοδο την Πάφο και όχι τη Σαλαμίνα, κυριαρχεί ο ελληνιστικός πολιτισμός, που φτάνει μέχρι και τη ρωμαϊκή περίοδο και αναδεικνύει το Ζήνωνα τον Κιτιέα ιδρυτή της στωικής φιλοσοφίας. Παρόλο που οι Ρωμαίοι κυριάρχησαν με δόλο σε ολόκληρη την Κύπρο από το 58 π.Χ., η ελληνική γλώσσα και οι ελληνιστικές καλλιτεχνικές και πολιτιστικές παραδόσεις άνθησαν για πολλά χρόνια. Οι Ρωμαίοι χώρισαν την Κύπρο σε τέσσερις επαρχίες: Πάφος, Σαλαμίνα, Λάπηθος και Αμαθούς. Το νησί κυβερνούσε Ρωμαίος στρατηγός, που υπαγόταν στη διοίκηση της Κιλικίας. Ένας από τους σημαντικότερους Ρωμαίους στρατηγούς της Κύπρου ήταν ο μεγάλος ρήτορας Κικέρων (51-50 π.Χ.). Στις πόλεις εξακολούθησε να υπάρχει αυτοδιοίκηση, με ιδιαίτερη βουλή και δήμο. Γενικά, η διοίκηση των Ρωμαίων στην Κύπρο ήταν πολύ καλύτερη των προηγούμενων κατακτητών. Αξιόλογα πολεμικά γεγονότα δε σημειώθηκαν εξαιτίας της δύναμης των Ρωμαίων. Ένα πολύ σημαντικό γεγονός στη ρωμαϊκή εποχή υπήρξε η διάδοση του χριστιανισμού στην Κύπρο, που έφερε μεγάλες αλλαγές στον τρόπο ζωής των κατοίκων του νησιού, το οποίο ως τότε ήταν κέντρο λατρείας της Αφροδίτης. Το χριστιανισμό διέδωσαν στο νησί οι απόστολοι Βαρνάβας και Παύλος στα χρόνια του αυτοκράτορα Αυγούστου. Ιδρυτής της κυπριακής Εκκλησίας θεωρείται ο απόστολος Βαρνάβας, κυπριακής άλλωστε καταγωγής.

δ) Βυζαντινή εποχή :   Η βυζαντινή περίοδος της κυπριακής ιστορίας αρχίζει το 395 μ.Χ., όταν η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία χωρίστηκε σε Δυτική και Ανατολική, και η Κύπρος περιλήφθηκε στην Ανατολική με έδρα το Βυζάντιο, γεγονός που συντέλεσε στο να διατηρήσει το νησί τον ελληνικό του χαρακτήρα. Οι πρώτοι αιώνες της Βυζαντινής αυτοκρατορίας στην Κύπρο ήταν ειρηνικοί. Ο διοικητής της διοριζόταν από τον αυτοκράτορα με τον τίτλο του δούκα και από τον 11ο αιώνα χρησιμοποιούνταν και ο τίτλος του κατεπάνω.

Η κυπριακή Εκκλησία έκανε πολλές προσπάθειες το 431 μ.Χ. για να γίνει ανεξάρτητη και αυτοκέφαλη από την Γ’ Οικουμενική Σύνοδο της Εφέσου. Το 488 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Ζήνων παραχώρησε στον αρχιεπίσκοπο Κύπρου και στους διαδόχους του τα προνόμια να υπογράφουν με «κιννάβαριν» (κόκκινο μελάνι), να φέρουν σκήπτρο και να φορούν κόκκινο μανδύα, προνόμια που διατηρούνται μέχρι σήμερα. Για περίπου δυόμισι αιώνες η Κύπρος υπέφερε από τις αραβικές επιδρομές, που αναστάτωσαν την ειρηνική ζωή των κατοίκων της. Εξαιτίας των αραβικών επιδρομών εναντίον της Κύπρου ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Β’ αποφάσισε το 690 να μεταφέρει χιλιάδες Κύπριους χριστιανούς μαζί με τον αρχιεπίσκοπό τους στην πόλη Κύζικο, κοντά στον Ελλήσποντο. Το ταξίδι ήταν δύσκολο και πολλοί πνίγηκαν στη θάλασσα, ενώ άλλοι πέθαναν από αρρώστιες. Όσοι έμειναν ίδρυσαν μια νέα πόλη, που την ονόμασαν Νέα Ιουστινιανή. Το 698, ωστόσο, όσοι επέζησαν επέστρεψαν στην Κύπρο και από τότε ο αρχιεπίσκοπος φέρει τον τίτλο αρχιεπίσκοπος Νέας Ιουστινιανής και πάσης Κύπρου.

Το 965 ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Β’ Φωκάς έστειλε το στρατηγό Νικήτα Χαλκούτζη, ο οποίος απάλλαξε οριστικά το νησί από τους Άραβες. Η Κύπρος όμως ήταν σχεδόν ερημωμένη από τις επιδρομές. Τον 11ο αιώνα νέες συμφορές βρήκαν το νησί, αλλά τώρα από τους ίδιους τους διοικητές, που στασίαζαν εναντίον του βυζαντινού κράτους. Οι πιο σημαντικές στάσεις έγιναν το 1042 από το Θεόφιλο Ερωτικό και το 1092 από το Ραψομάτη, τον οποίο νίκησε ο στρατηγός Βουτομίτης.

Την εποχή του αυτοκράτορα Αλεξίου Α’ Κομνηνού άρχισαν οι σταυροφορίες, και η Κύπρος, λόγω της γεωγραφικής θέσης της, έγινε από τα πρώτα θύματα των επιθέσεών τους. Την πρώτη επίθεση έκαναν οι Πισάτες, αλλά χωρίς επιτυχία (1099). Το 12ο αιώνα ιδρύθηκαν στο νησί μεγάλα μοναστήρια, όπως η Ιερά Μονή του Κύκκου, η Ιερά Μονή του Αγίου Νεοφύτου και η Ιερά Μονή του Μαχαιρά.

Το 1185 ο Ισαάκιος Κομνηνός πήρε την εξουσία στην Κύπρο, παρουσιάζοντας στις τοπικές αρχές πλαστές επιστολές ότι είχε διορισθεί κατεπάνω της νήσου από το Βυζαντινό αυτοκράτορα. Το 1191 η Κύπρος βρέθηκε στα χέρια του βασιλιά της Αγγλίας Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου, ο οποίος τον επόμενο χρόνο την πούλησε, για 100.000 χρυσά δηνάρια, στους Ναΐτες Ιππότες. Αμέσως οι Κύπριοι επαναστάτησαν και τους έδιωξαν, αλλά ο Ριχάρδος παρέδωσε το νησί στους Φράγκους ηγεμόνες Λουζινιάν, που το κράτησαν μέχρι το 1489 και εφάρμοσαν το φεουδαρχικό σύστημα, αλλάζοντας με αυτόν τον τρόπο την οικονομική και κοινωνική ζωή της Κύπρου.

ε) Φραγκοκρατία :    Κατά τη φραγκοκρατία η Κύπρος ήταν μοιρασμένη σε δώδεκα διοικητικές περιοχές, που αποτελούσαν τέσσερις επαρχίες. Η εξουσία του βασιλιά ήταν περιορισμένη, γιατί και τις τρεις εξουσίες (εκτελεστική, νομοθετική και δικαστική) είχε η Υψηλή Αυλή, που τη συγκροτούσαν όλοι οι ευγενείς. Η Χαμηλή Αυλή αποτελούσε ορκωτό δικαστήριο. Τους ντόπιους κατοίκους της Κύπρου εκμεταλλευόταν η φραγκική διοίκηση με βαριά φορολογία, ενώ το ξένο λατινικό στοιχείο ήταν σε καλύτερη μοίρα, γι’ αυτό και δεν μπόρεσαν να συνεργαστούν το ελληνικό με το λατινικό στοιχείο. Η Αμμόχωστος έγινε ξακουστή πόλη με το φραγκικό όνομα Φαμαγούστα και ήταν εμπορικό κέντρο ολόκληρης της Ανατολής λόγω του φυσικού της λιμανιού, ενώ οι εμπορικές συναλλαγές έφεραν μεγάλο πλούτο στους κατοίκους της Κύπρου. Εξίσου σημαντικό λιμάνι ήταν και η Λεμεσός, που γνώρισε περίοδο ακμής στα τέλη του 14ου και στις αρχές του 15ου αι.

Η κυπριακή Εκκλησία την εποχή της φραγκοκρατίας υπήρξε ο στόχος της ρωμαιοκαθολικής, που προσπάθησε να την υποτάξει και να την εκμηδενίσει. Όμως ο κυπριακός λαός και οι αρχιερείς του έδειξαν μεγάλη επιμονή και προσήλωση στην ορθοδοξία, και οι προσπάθειες των καθολικών αποδείχτηκαν μάταιες.

στ) Ενετοκρατία :    Από το 1489 οι Ενετοί κυριάρχησαν στην Κύπρο. Κατάργησαν το θεσμό της βασιλείας και της Υψηλής Αυλής. Η Σύγκλητος και το Μεγάλο Συμβούλιο της Βενετίας αποφάσιζε και νομοθετούσε για όλες τις σημαντικές υποθέσεις του νησιού. Την εκτελεστική και τη δικαστική εξουσία ανέλαβε ο τοποτηρητής, Βενετσιάνος άρχοντας, βοηθούμενος από δύο συμβούλους. Εξαιτίας των πολλών εχθρών που είχε η Κύπρος, οι Ενετοί οχύρωσαν καλύτερα τα φρούρια της Αμμοχώστου και της Λευκωσίας (Νικοσίας), ενώ τα υπόλοιπα τα παραμέλησαν. Η διακυβέρνηση των Ενετών ήταν τυραννική και καταπιεστική, και τα αισθήματα των Κυπρίων απέναντι στους Βενετσιάνους δεν ήταν καλά, γι’ αυτό πολλές φορές οι Κύπριοι ζήτησαν από το σουλτάνο να καταλάβει τη νήσο και να τους σώσει από την τυραννία των Ενετών.

ζ) Τουρκοκρατία :    Στις αρχές του 1570 μαθεύτηκαν στην Ευρώπη τα τουρκικά σχέδια για την κατάληψη της Κύπρου και αμέσως κινητοποιήθηκαν πολλές ευρωπαϊκές δυνάμεις για να αντιμετωπίσουν την τουρκική εισβολή στη νήσο. Τελικά όμως δεν υπήρξε αντίδραση των Ευρωπαίων, και οι Τούρκοι στις 3 Ιουλίου αποβιβάστηκαν ανενόχλητοι στη Λάρνακα. Μετά την αναίμακτη κατάληψη της πόλης ο τουρκικός στρατός (100.000 άντρες) προχώρησε για να καταλάβει την πρωτεύουσα Λευκωσία. Η πόλη πρόβαλε σθεναρή αντίσταση, αλλά στις 9 Σεπτεμβρίου 1570 αλώθηκε, λεηλατήθηκε και οι κάτοικοί της σφαγιάστηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν και πουλήθηκαν σκλάβοι. Στο λιμάνι της Αμμοχώστου η Μαρία Συγκλητική, αιχμάλωτη με άλλες νέες που προορίζονταν ως δώρο για το σουλτάνο, ανατίναξε το πλοίο που θα τις μετέφερε. Μετά την κατάληψη της Λευκωσίας όλες οι άλλες πόλεις παραδόθηκαν αμαχητί πλην της Αμμοχώστου, την οποία πολιόρκησε στενά με όλες του τις δυνάμεις ο Λαλά Μουσταφά πασάς από τη στεριά και ο Πιαλή πασάς από τη θάλασσα. Η πολιορκία της Αμμοχώστου κράτησε σχεδόν ένα χρόνο χάρη στην ηρωική αντίσταση των κατοίκων της, οι οποίοι με επικεφαλής το Ενετό στρατηγό Μαρκαντώνιο Μπραγκαντίνο προκάλεσαν στον τουρκικό στρατό απώλειες 80.000 νεκρούς. Τελικά, οι κάτοικοί της αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν, γιατί δεν είχαν πολεμοφόδια και τρόφιμα. Μετά την κατάληψη της πόλης (1571) οι Τούρκοι προχώρησαν σε σφαγές, λεηλασίες και ωμότητες.

Αμέσως έπειτα από την ολοκληρωτική κατάκτηση της Κύπρου οι Τούρκοι φρόντισαν για την αποκατάσταση της τάξης και της ασφάλειας στο νησί. Για να είναι ευκολότερη η διοίκηση, χωρίστηκε η Κύπρος σε 17 περιοχές, τα κατηλίκια, και μαζί με άλλες τουρκικές κτήσεις στη Μ. Ασία αποτέλεσε το 7ο πασαλίκι, ο πασάς του οποίου έφερε τον τίτλο του μπεϊλέρμεπη και βοηθιόταν στο έργο του από τέσσερις αγάδες. Σε αντίθεση προς άλλες αυτοκρατορίες, η Οθωμανική έδειξε μεγάλη ανικανότητα στη διοίκηση των κατακτημένων χωρών και αυτός είναι ο μοναδικός λόγος που η Κύπρος, νησί πλούσιο και αποδοτικό, κατάντησε φτωχό. Η κακοδιοίκηση προερχόταν από τα τουρκικά όργανα παρά τις οδηγίες του σουλτάνου για καλή διοίκηση των υπηκόων.

Οι αντιδράσεις των χριστιανών και των μουσουλμάνων εκδηλώθηκαν από τα πρώτα χρόνια της τουρκοκρατίας με δυναμικό τρόπο. Το 1578 επαναστάτησαν και σκότωσαν τον μπεϊλέρμπεη. Το 1607 έπειτα από παράκληση του αρχιεπισκόπου του νησιού ο δούκας της Σαβοΐας, που είχε κληρονομικά δικαιώματα στην Κύπρο, έστειλε εκστρατευτικό σώμα, που επιτέθηκε στην Αμμόχωστο, αλλά χωρίς επιτυχία. Μετά το 1650 σημειώθηκε σημαντική ελάττωση του πληθυσμού εξαιτίας των βαρύτατων φόρων που είχαν επιβάλει οι Τούρκοι. Το 1765 ο λαός ξεσηκώθηκε, σκότωσε το μουχασίλη Τζιλ Οσμάν μαζί με είκοσι άντρες του και πυρπόλησε το σεράι του. Η Πύλη, μόλις πληροφορήθηκε τα γεγονότα, επέβαλε στους κατοίκους ως τιμωρία να πληρώσουν όλες τις ζημιές. Όμως ο φρούραρχος του κάστρου της Κερύνειας Χαλίλ ανακηρύχτηκε αρχηγός των στασιαστών και τους παρότρυνε να μην πληρώσουν τίποτε. Με τους οπαδούς του κυριάρχησε σε όλο σχεδόν το νησί. Η Πύλη βλέποντας τη σοβαρή κατάσταση που δημιουργήθηκε έστειλε στρατό και αποκατέστησε την τάξη δολοφονώντας το Χαλίλ και πολλούς από τους οπαδούς του. Έτσι απέτυχε ακόμα μια δυναμική ενέργεια διαμαρτυρίας για τους υπερβολικούς φόρους.

Ο ξεσηκωμός των Ελλήνων το 1821 είχε τον τραγικό του αντίκτυπο και στην Κύπρο. Κυριότερο πρόσωπο στα γεγονότα της εποχής αυτής ήταν ο αρχιεπίσκοπος Κυπριανός, που μυήθηκε στον αγώνα μαζί με άλλους αρχιερείς και πρόκριτους, από μέλη της Φιλικής Εταιρείας. Τα γεγονότα όμως που ακολούθησαν ήταν τραγικά για την Κύπρο. Ο πασάς της Κύπρου Κιουτσούκ Μεχμέτ, έπειτα από επίμονες προσπάθειες, πήρε την έγκριση του σουλτάνου να θανατώσει τον αρχιεπίσκοπο και όλους τους Κύπριους ηγετικούς παράγοντες που είχαν επαφές με τους Έλληνες επαναστάτες. Αμέσως ο πασάς συγκέντρωσε τα θύματά του στο σεράι. Ήταν η 9η Ιουλίου του 1821. Αφού τους διάβασε το φιρμάνι του σουλτάνου με την καταδίκη τους, εκτέλεσε τον αρχιεπίσκοπο και τους μητροπολίτες. Ακολούθησε σφαγή. Λέγεται ότι οι Τούρκοι σε ένα μήνα σκότωσαν 450, περίπου, Κυπρίους. Χαρακτηριστική ήταν η απάντηση που έδωσε ο αρχιεπίσκοπος στον Κιουτσούκ, όταν αυτός του ανακοίνωσε τη θανατική του καταδίκη: «Η Ρωμιοσύνη εν φυλή συνότζιαιρη του κόσμου, κανένας εν ευρέθηκεν για να την ιξαλείψει. Κανένας, γιατί σιέπει την που τα ύψη ο Θεός μου. Η Ρωμιοσύνη εν να χαθεί, όντας ο κόσμος λείψει». Εκατοντάδες Κύπριοι πήγαν στην Ελλάδα και πολέμησαν δίπλα στους Έλληνες αγωνιστές και πολλοί αναφέρονται μεταξύ των νεκρών του αγώνα.

Από τα πρώτα χρόνια της ζωής του ελληνικού κράτους οι Κύπριοι ζήτησαν από τον Καποδίστρια (1828) να προσαρτήσει την Κύπρο στην Ελλάδα, αλλά οι σχετικές προσπάθειες έμειναν άκαρπες.

Το 1832 στα εσωτερικά της Κύπρου αναμείχτηκε η Αίγυπτος και το 1833 έγιναν τρεις λαϊκές εξεγέρσεις από Έλληνες και Τούρκους κατοίκους του νησιού με βασική αιτία την άδικη επιβολή υπερβολικής φορολογίας, αλλά χωρίς θετικά αποτελέσματα. Από το 1838 με πρωτοβουλία του σουλτάνου Μαχμούτ Β’ έγιναν στην Κύπρο ορισμένες αλλαγές στη διοίκηση, με το Χάτι Σερίφ που εξέδωσε ο σουλτάνος, και το 1856 ακολούθησαν άλλες ανάλογες αλλαγές με το Χάτι Χουμαγιούν. Οι Τούρκοι κάτοικοι του νησιού αντέδρασαν, γιατί θεώρησαν ότι οι αλλαγές ήταν σε βάρος τους. Από το 1870 άρχισε να εφαρμόζεται το γαλλικό σύστημα δικαιοσύνης, η λειτουργία δικαστηρίων ευρωπαϊκού τύπου, καθώς και νοσοκομείων, η βελτίωση του οδικού δικτύου και η αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος.

η) Αγγλοκρατία :   Μετά το τέλος του ρωσοτουρκικού πολέμου (1878), που έληξε με ήττα της Τουρκίας, αναγκάστηκε ο σουλτάνος να υπογράψει την ταπεινωτική συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (10 Μαρτίου 1878), που καθιστούσε τη Ρωσία την πιο ισχυρή ευρωπαϊκή δύναμη. Η Αγγλία αντέδρασε αμέσως και με μυστική συμφωνία (4 Ιουνίου 1878) που έκανε με το σουλτάνο εξασφάλισε την Κύπρο, που της ήταν απαραίτητη για τον έλεγχο της Μέσης Ανατολής, με βασικό αντάλλαγμα να βοηθήσει την Τουρκία σε περίπτωση νέας ρωσικής επίθεσης. Η είδηση της μυστικής τουρκοβρετανικής συμφωνίας προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις από όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και απασχόλησε το Συνέδριο του Βερολίνου (1878) που αναγνώρισε τη συμφωνία, με αποτέλεσμα την 1η Ιουλίου να συμπληρωθεί και να επικυρωθεί με νέα συμφωνία από τα ενδιαφερόμενα μέρη. Μεταξύ άλλων η συμφωνία προνοούσε τους εξής όρους: α) στην Κύπρο θα εξακολουθούσε να λειτουργεί ένα μουσουλμανικό θρησκευτικό δικαστήριο, β) η Αγγλία θα πλήρωνε κάθε χρόνο στο σουλτάνο ως ενοίκιο το ποσό των χρημάτων που θα περισσεύει από τις δημόσιες δαπάνες. Το ποσό αυτό υπολογίστηκε σε 11.468.000 γρόσια, δηλαδή 93.000 λίρες, γ) αν η Ρωσία επέστρεφε στην Τουρκία την περιοχή του Καρς και την Αρμενία, τότε η Κύπρος θα επέστρεφε στην Τουρκία.

Στις 12 Ιουλίου 1878 ο Άγγλος ναύαρχος λόρδος Τζον Χέι έφθασε στη Λάρνακα και ύστερα από δέκα μέρες έφθασε και ο πρώτος αρμοστής του νησιού σερ Γκάρνετ Γούλσλεϊ, που έβγαλε αμέσως προκήρυξη όπου μιλούσε για ελευθερία, δικαιοσύνη και ασφάλεια. Ο λαός δέχτηκε με χαρά την προκήρυξη. Ο μητροπολίτης Κιτίου Κυπριανός προσφώνησε τον αρμοστή, λέγοντας: «Δεχόμαστε την αλλαγή της κυβέρνησης, επειδή πιστεύουμε ότι η Αγγλία θα βοηθήσει την Κύπρο να ενωθεί με τη Μητέρα Ελλάδα, όπως έκανε και με τα νησιά του Ιονίου πελάγους». Θερμή υποδοχή επιφύλαξε στο Γούλσλεϊ και ο λαός της Λευκωσίας μαζί με τον αρχιεπίσκοπο Σωφρόνιο.

Στην αρχή η Κύπρος ήταν στη δικαιοδοσία του υπουργείου Εξωτερικών της Αγγλίας και ύστερα από δύο χρόνια πέρασε στην αρμοδιότητα του υπουργείου Αποικιών. Όταν το 1914 η Τουρκία μπήκε στον α’ παγκόσμιο πόλεμο με το μέρος της Γερμανίας, η Αγγλία θεώρησε τις συμφωνίες του 1878 άκυρες και ανακήρυξε την Κύπρο αναπόσπαστο τμήμα της Βρετανικής αυτοκρατορίας. Με το 20ό άρθρο της συνθήκης της Λοζάνης (1923) η Τουρκία αναγνώρισε επίσημα την προσάρτηση της Κύπρου στην Αγγλία, και το 1925 η Κύπρος ανακηρύχτηκε αποικία του βρετανικού στέμματος. Αυτή η ανακήρυξη νομιμοποιούσε την κατάσταση που στην πραγματικότητα ίσχυε από το 1914.

Ανώτατος διοικητής της Κύπρου ήταν ο ύπατος αρμοστής, που από το 1925 ονομαζόταν κυβερνήτης. Τη διοίκηση των επαρχιών είχαν οι διοικητές. Στην απονομή της δικαιοσύνης οι βρετανικές αρχές εφάρμοσαν σταδιακά το αγγλοσαξονικό σύστημα δικαίου. Την εποχή της αγγλοκρατίας υπήρχαν τρία είδη δικαστηρίων: τα πταισματοδικεία για τις μικρές παραβάσεις, τα πρωτοδικεία και το ανώτατο δικαστήριο.

Η οικονομική πολιτική των Βρετανών ήταν σκληρή καθώς επέβαλε βαριά φορολογία. Μια βασική αιτία για τη δημιουργία δυσάρεστων καταστάσεων ήταν και το ενοίκιο που δήθεν πλήρωνε η Μ. Βρετανία στην Τουρκία. Το ποσό αυτό στην πραγματικότητα το πλήρωναν οι Κύπριοι φορολογούμενοι (93.000 λίρες). Η αφαίρεση από την Κύπρο ενός τόσο σημαντικού ποσού είχε ως αποτέλεσμα το χαμηλό βιοτικό επίπεδο του λαού. Ύστερα από αντιδράσεις των Κυπρίων, το 1907 η Αγγλία παραχώρησε βοήθεια στην Κύπρο 50.000 λιρών το χρόνο, για ανακούφιση από το βάρος του ενοικίου.

θ) Αγώνες για ανεξαρτησία :   Η οριστική προσάρτηση της Κύπρου στη Βρετανία δυνάμωσε πιο πολύ τον αγώνα των Κυπρίων για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Η αξίωση του κυπριακού λαού για την ένωση έγινε πιο επιτακτική, και για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκαν όλα τα διαθέσιμα μέσα: τηλεγραφήματα, υπομνήματα και συλλαλητήρια, αλλά η απάντηση των Βρετανών ήταν πάντα αρνητική. Μια ειρηνική συγκέντρωση, που έγινε στις 21 Οκτωβρίου 1931 στην εκκλησία της Φανερωμένης στη Λευκωσία, κατέληξε σε πορεία διαμαρτυρίας προς το Κυβερνείο, για να επιδοθεί υπόμνημα με το οποίο οι Κύπριοι ζητούσαν την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα εξαιτίας της φτώχειας, της οικονομικής κρίσης, της βαριάς φορολογίας, της συστηματικής αφαίρεσης όλων των παραχωρημένων ως τότε προνομίων –προπαντός στον τομέα της παιδείας– και του αυταρχικού τρόπου διοίκησης. Λόγω όμως της αρνητικής στάσης των Βρετανών οι διαδηλωτές συγκρούστηκαν με τους αστυνομικούς, με αποτέλεσμα να πυρποληθεί το Κυβερνείο, να προκληθούν πολλές υλικές ζημιές και να σκοτωθεί ο δεκαεπτάχρονος Ελληνοκύπριος Ονούφριος Κληρίδης. Μετά τα επεισόδια της Λευκωσίας σημειώθηκαν ανάλογα επεισόδια και στις άλλες πόλεις του νησιού, τα οποία καταστάλθηκαν από ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις που έφτασαν επειγόντως από την Αίγυπτο. Οι πρωτεργάτες των επεισοδίων τιμωρήθηκαν σκληρά, ενώ περισσότεροι από 2.000 Ελληνοκύπριοι φυλακίστηκαν ή εκτοπίστηκαν σε μικρά απομακρυσμένα χωριά. Ακολούθησε απόλυτη λογοκρισία στον τύπο και απαγορεύτηκαν η ελληνική σημαία, ο εθνικός ύμνος, οι φωτογραφίες των Ελλήνων αγωνιστών του 1821 και ό,τι μπορούσε να παραπέμψει στην Ελλάδα.

Τα αυστηρά αυτά μέτρα χαλαρώθηκαν κάπως μετά την έναρξη του β’ παγκόσμιου πολέμου και με την είσοδο της Ελλάδας το 1940 στον πόλεμο. Μετά το τέλος του πολέμου και τη νίκη των συμμαχικών δυνάμεων οι Κύπριοι πρόβαλλαν επανειλημμένα το ενωτικό αίτημά τους, αλλά πάντα προσέκρουαν στην αρνητική στάση της Βρετανίας. Αποκορύφωμα των εκδηλώσεων των Κυπρίων ήταν το ενωτικό δημοψήφισμα που έγινε στις 15 Ιανουαρίου 1950, με πρωτοβουλία της Εκκλησίας. Παρά τις απαγορευτικές διατάξεις των Βρετανών να μην ψηφίσουν οι κυβερνητικοί υπάλληλοι. Εντούτοις από τις 224.747 ψηφοφόρων ψήφισαν οι 215.108, δηλαδή 95,7% και όλοι υπέρ της ένωσης. Έτσι, γινόταν φανερή σε όλο τον κόσμο η επιθυμία του κυπριακού λαού να ενωθεί με την Ελλάδα. Οι Βρετανοί δε δέχτηκαν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, αλλά η Ελλάδα άρχισε να ενδιαφέρεται περισσότερο για την Κύπρο.

Το 1950 πέθανε ο αρχιεπίσκοπος της Κύπρου Μακάριος Β’ και εκλέχτηκε ομόφωνα ο Μακάριος Γ’, ως τότε επίσκοπος Κιτίου, που έδωσε νέα πνοή στο ενωτικό κίνημα.

Το 1951 η κυβέρνηση της Ελλάδας έθεσε το κυπριακό πρόβλημα στην έκτη σύνοδο του ΟΗΕ στο Παρίσι, παρόλο που η Μ. Βρετανία αντέδρασε έντονα.

Το 1954, ύστερα από την αρνητική στάση της Μ. Βρετανίας, η Ελλάδα κατέφυγε στα Ηνωμένα Έθνη ζητώντας αυτοδιάθεση για τον κυπριακό λαό. Σ’ αυτή την προσφυγή η Μ. Βρετανία αντέδρασε έντονα υποστηρίζοντας ότι η Ελλάδα αναμειγνυόταν στις εσωτερικές της υποθέσεις. Η σύνοδος τελείωσε, χωρίς να παρθεί απόφαση για την Κύπρο, με αποτέλεσμα να ακολουθήσουν βίαιες διαδηλώσεις στην Ελλάδα και την Κύπρο. Μετά την αρνητική στάση της Μ. Βρετανίας και τις δηλώσεις των Βρετανών επισήμων ότι η Κύπρος ουδέποτε θα γινόταν ανεξάρτητο κράτος, εξαιτίας της στρατηγικής της θέσης, οι Ελληνοκύπριοι άρχισαν να προσανατολίζονται στη διεκδίκηση του αιτήματός τους με τη βία. Στις αρχές του 1955 ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος συνεννοήθηκε μυστικά με τον Κύπριο συνταγματάρχη Γεώργιο Γρίβα (Διγενή) και οργάνωσαν την ανταρτική οργάνωση ΕΟΚΑ (Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών). Η ΕΟΚΑ άρχισε τη δράση τα ξημερώματα της 1ης Απριλίου 1955 με εκρήξεις βομβών σε κυβερνητικά κτίρια και αστυνομικούς σταθμούς. Ταυτόχρονα κυκλοφόρησε σε ολόκληρο το νησί η πρώτη προκήρυξη της ΕΟΚΑ, που ανάγγειλε την έναρξη του ένοπλου αγώνα για την ελευθερία και την ένωση, και είχε την υπογραφή «ΕΟΚΑ, ο αρχηγός Διγενής» (Διγενής ήταν το ψευδώνυμο του Γεώργιου Γρίβα).

Παρόλο που στην αρχή η οργάνωση ήταν μυστική με πολύ λίγα μέλη, στη συνέχεια βασίστηκε σε πλατιά λαϊκά στρώματα, και ιδιαίτερα στη νεολαία. Ο αντιαποικιακός αγώνας της ΕΟΚΑ ανέδειξε πολλούς ήρωες, όπως το Μάρκο Δράκο, τον Κυριάκο Μάτση και πάνω από όλους το Γρηγόρη Αυξεντίου, υπαρχηγό της ΕΟΚΑ, τον οποίο, μην μπορώντας οι Άγγλοι να συλλάβουν, τον έκαψαν ζωντανό μέσα στο κρησφύγετό του (3-3-1957). Ο ηρωικός αγώνας των Κυπρίων έγινε παγκόσμια αισθητός με τους απάνθρωπους απαγχονισμούς των Μιχαλάκη Καραολή, Ανδρέα Ζάκου, Ανδρέα Δημητρίου, Ευαγόρα Παλληκαρίδη (μαθητής γυμνασίου) και άλλων, καθώς και με τις πολλές καταδίκες, τις χιλιάδες συλλήψεις, κακοποιήσεις και κρατήσεις σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, χωρίς δίκη. Η βρετανική κυβέρνηση για να σταματήσει τον αγώνα των Κυπρίων, εκτός από τα παραπάνω μέτρα, έλαβε και συλλογικά μέτρα τιμωρίας των κατοίκων επιβάλλοντας «κατ’ οίκον περιορισμό» και συλλογικές χρηματικές ποινές.

Οι Βρετανοί φοβούμενοι τον αντιαποικιακό αγώνα των Κυπρίων προχώρησαν σε διπλωματικές και πολιτικές πρωτοβουλίες, με σοβαρά επακόλουθα. Η πρώτη τους ενέργεια ήταν να καλέσουν την Ελλάδα και την Τουρκία (30-6-1955) για να συζητήσουν το Κυπριακό. Ο Μακάριος χαρακτήρισε την ενέργεια των Βρετανών ως «παγίδα» (16-7-1955). Η τριμερής διάσκεψη του Λονδίνου πραγματοποιήθηκε τελικά στις 29-8-1955. Ο σκοπός των Βρετανών φάνηκε καθαρά, όταν θέλησαν να παρουσιάσουν το κυπριακό ως ελληνοτουρκικό πρόβλημα. Έτσι, με την ανθελληνική στάση τους οι Βρετανοί ξανάφεραν την Τουρκία ως ενδιαφερόμενο μέρος στην Κύπρο. Η διάσκεψη τελείωσε στις 7-9-1955 χωρίς αποτελέσματα.

Η ΕΟΚΑ δυνάμωσε τον απελευθερωτικό αγώνα της και οι Βρετανοί, ακολουθώντας διπλή πολιτική διόρισαν νέο κυβερνήτη στην Κύπρο το στρατάρχη σερ Τζον Χάρτιγκ και ταυτόχρονα συνέχιζαν τις συνομιλίες με τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Ο Χάρτιγκ, τον Οκτώβριο του 1955, υπέβαλε στο Μακάριο προτάσεις για «φιλελεύθερη αυτοκυβέρνηση», αλλά σε γενικές γραμμές οι προτάσεις θεωρήθηκαν απαράδεκτες και οι συνομιλίες κατέληξαν σε αδιέξοδο. Γι’ αυτό το αδιέξοδο των συνομιλιών υπεύθυνος θεωρήθηκε ο Μακάριος, που εξορίστηκε το Μάρτιο του 1956, μαζί με τους αδιάλλακτους συνεργάτες του μητροπολίτη Κερύνειας Κυπριανό, παπα-Σταύρο Παπαγαθαγγέλου και τον Πολύκαρπο Ιωαννίδη, στο Σαν Σουσί του νησιού Μαχέ των Σεϊχελών. Στο νησί αυτό του Ινδικού ωκεανού ο Μακάριος και οι συνεργάτες του κρατήθηκαν μέχρι το Μάρτιο του 1957, οπότε αφέθηκαν ελεύθεροι με τον όρο να μη γυρίσουν στην Κύπρο. Τότε ο Μακάριος εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.

Το Δεκέμβριο του 1957 η Ελλάδα έθεσε ξανά το κυπριακό πρόβλημα για δεύτερη φορά στον ΟΗΕ, και η Γενική Συνέλευση ψήφισε υπέρ της εφαρμογής της αρχής της αυτοδιάθεσης, ενώ για πρώτη φορά το ψήφισμα έκανε λόγο για δικαιοσύνη και δημοκρατική λύση στην Κύπρο.

Οι τελευταίες προτάσεις έγιναν από τον πρωθυπουργό της Μ. Βρετανίας Μακμίλαν το καλοκαίρι του 1958, αλλά απορρίφθηκαν από τους Ελληνοκύπριους, γιατί ξανάφερναν την Τουρκία στην Κύπρο, ως συνεταίρο στη διοίκηση.

Από τον Οκτώβριο του 1958, χωρίς τη συμμετοχή των Κυπρίων, άρχισαν να γίνονται σημαντικές ζυμώσεις στα πλαίσια του ΝΑΤΟ. Η Μ. Βρετανία πρότεινε στην Ελλάδα και την Τουρκία να συζητήσουν την ιδέα για ανεξάρτητη Κύπρο (28-12-1958). Μετά την ανταλλαγή απόψεων για την ανεξαρτησία της Κύπρου, οι πρωθυπουργοί της Ελλάδας και της Τουρκίας συναντήθηκαν στη Ζυρίχη στις 5-2-1959 και στις 11-2-1959 συμφώνησαν ότι η Κύπρος έπρεπε να γίνει ανεξάρτητο κράτος. Σε χρόνο ρεκόρ καταστρώθηκε λεπτομερές σύνταγμα για την Κύπρο, χωρίς τη συμμετοχή των Κυπρίων, και στις 19-2-1959 συγκροτήθηκε διάσκεψη στο Λονδίνο, όπου εκτός από την Ελλάδα, την Τουρκία και τη Μ. Βρετανία, πήραν μέρος και αντιπρόσωποι των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων. Ο μόνος που πρόβαλε σοβαρές αντιρρήσεις, σε βασικές προβλέψεις της συμφωνίας, ήταν ο Μακάριος, χωρίς όμως να επιτύχει οτιδήποτε, καθώς η Ελλάδα δεν μπορούσε να τον υποστηρίξει, αφού είχε συμφωνήσει ήδη με το έγγραφο της Ζυρίχης. Στο τέλος ο Μακάριος υποχρεώθηκε από τα ίδια τα γεγονότα που είχαν προηγηθεί στη Ζυρίχη να υπογράψει τη συμφωνία. Μετά την υπογραφή απελευθερώθηκαν όλοι οι κρατούμενοι, και ο Μακάριος επέστρεψε στην Κύπρο (1-3-1959), όπου του επιφυλάχτηκε μεγαλειώδης υποδοχή. Τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου αποδοκίμασε το ΑΚΕΛ, ο αρχηγός της ΕΟΚΑ Διγενής και οι ενωτικοί οπαδοί του. Για να μη διχαστεί όμως ο λαός, ο Διγενής κάλεσε τους οπαδούς του να υποστηρίξουν το Μακάριο για να ευημερήσει η Κύπρος. Στις 15-3-1959 ο Διγενής επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου ο ελληνικός λαός τού επιφύλαξε μεγαλειώδη υποδοχή και η ελληνική κυβέρνηση τον τίμησε με διάφορες διακρίσεις.

Το διάστημα από την επάνοδο του Μακάριου ως την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας αναλώθηκε σε διαπραγματεύσεις μεταξύ του κυβερνήτη σερ Χιου Φουτ με τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο και τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Φαζίλ Κιουτσούκ, για τυχόν δυσκολίες που θα μπορούσαν να προκύψουν κατά την εφαρμογή των συμφωνιών. Οι συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, που με αυτές ιδρύθηκε η Κυπριακή Δημοκρατία, έθεταν το νέος κράτος κάτω από την επίβλεψη της Μ. Βρετανίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας. Τα βρετανικά στρατηγικά συμφέροντα στη Μέση Ανατολή εξασφαλίζονταν με τις δύο κυρίαρχες βρετανικές βάσεις της Κύπρου, ενώ η Ελλάδα και η Τουρκία μπορούσαν να έχουν στρατιωτικές δυνάμεις στην Κύπρο. Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας θα ήταν Ελληνοκύπριος και ο αντιπρόεδρος Τουρκοκύπριος. Η νομοθετική εξουσία θα ασκούνταν από τη βουλή (50 μέλη, από τα οποία 35 Έλληνες και 15 Τούρκοι).

ι) Η ανεξαρτησία της Κύπρου. Οι πρώτες προεδρικές εκλογές έγιναν στις 13-12-1959 και είχαν ως αποτέλεσμα να εκλεγεί πρόεδρος ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος και αντιπρόεδρος ο Φαζίλ Κιουτσούκ.

Η ανεξάρτητη ζωή της Κύπρου άρχισε στις 16-8-1960. Ο Μακάριος ανέλαβε επίσημα τα καθήκοντά του και ο τελευταίος κυβερνήτης της Κύπρου αναχώρησε για την Μ. Βρετανία. Το 1960 η Κύπρος έγινε δεκτή ως το 99ο μέλος του ΟΗΕ και το 1962 έγινε μέλος της Βρετανικής Κοινοπολιτείας.

Το 1963 ο Μακάριος επισήμανε τα πολλά τρωτά σημεία του συντάγματος, που δε βοηθούσαν τη εύρυθμη λειτουργία του κράτους και πρότεινε στους Τουρκοκύπριους 13 σημεία για τροποποίησή του. Ταυτόχρονα πληροφόρησε σχετικά τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις. Η Τουρκία όμως και η τουρκοκυπριακή ηγεσία απέρριψαν την πρόταση του Μακάριου και προκάλεσαν αιματηρές ταραχές στη Λευκωσία (τέλη Δεκεμβρίου). Οι ταραχές αυτές απείλησαν πόλεμο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, που αποσοβήθηκε με την επέμβαση του ΟΗΕ και την αποστολή ειρηνευτικής δύναμης στο νησί. Από τότε το τουρκοκυπριακό στοιχείο απομονώθηκε στις τουρκικές συνοικίες των πόλεων και άρχισαν οι διακοινοτικές συνομιλίες με πρωτοβουλία του ΟΗΕ στη Γενεύη. Εκεί μετέβη και ο Αμερικανός απεσταλμένος Ντιν Άτσεσον, ο οποίος υπέβαλε δύο σχέδια επίλυσης του Κυπριακού. Στο πρώτο πρότεινε α) να παραχωρηθεί κατά κυριαρχία στην Τουρκία η χερσόνησος της Καρπασίας για να εγκαταστήσει εκεί στρατιωτική βάση και το υπόλοιπο νησί να ενωθεί με την Ελλάδα, β) δύο ή τρεις περιοχές της Κύπρου, όπου είχαν πλειοψηφία οι Τούρκοι, να γίνουν αυτόνομα καντόνια και γ) οι υπόλοιποι Τουρκοκύπριοι να διοικούνται από τουρκοκυπριακή διοίκηση με έδρα τη Λευκωσία. Το δεύτερο σχέδιο είχε ομοιότητες με το πρώτο, αλλά περιοριζόταν κατά ένα μέρος η έκταση που θα παραχωρούνταν στην Τουρκία και η παραχώρηση θα ήταν επί ενοικίω. Το πρώτο σχέδιο απορρίφθηκε από το Μακάριο, ενώ το δεύτερο και από τις δύο πλευρές. Τον Αύγουστο του 1964, ύστερα από πρόκληση των Τουρκοκυπρίων, άρχισαν στην περιοχή Τηλλυριάς (βορειοδυτική Κύπρος) ολοήμερες μάχες με πολλά θύματα. Τουρκικά μαχητικά αεροπλάνα βομβάρδισαν κατοικημένες περιοχές σκορπίζοντας το θάνατο ανάμεσα στον άμαχο πληθυσμό του νησιού και προξενώντας τεράστιες υλικές καταστροφές. Το Νοέμβριο του 1967 ξανάρχισαν οι συγκρούσεις, με αποτέλεσμα να αποσύρει η στρατιωτική κυβέρνηση της Αθήνας την ισχυρά εξοπλισμένη μεραρχία, την οποία είχε στείλει κρυφά στην Κύπρο το 1964 η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου, και να φύγει, ύστερα από διαφωνίες με το Μακάριο, ο στρατηγός Γεώργιος Γρίβας Διγενής, που βρισκόταν στην Κύπρο από το 1964 ως αρχηγός της Εθνικής Φρουράς.

Το φθινόπωρο του 1969 άρχισε την παράνομη δράση της η μυστική οργάνωση «Εθνικό Μέτωπο», που ήταν αντίθετη με την πολιτική του Μακάριου και το Μάρτιο του 1970 έγινε ανεπιτυχής δολοφονική απόπειρα εναντίον του αρχιεπισκόπου.

Το Σεπτέμβριο του 1971 έφτασε μυστικά στην Κύπρο ο στρατηγός Γρίβας και ίδρυσε την παράνομη οργάνωση ΕΟΚΑ Β’ με στόχο την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, την παραίτηση του Μακάριου από τα προεδρικά του καθήκοντα και τη διακοπή των διακοινοτικών συνομιλιών που είχαν αρχίσει με την επίβλεψη του ΟΗΕ το 1968. Η παράνομη δράση της ΕΟΚΑ Β’ κλιμακώθηκε με τη συμπαράσταση της δικτατορικής κυβέρνησης της Ελλάδας, με ανατινάξεις αστυνομικών σταθμών και άλλων κτιρίων, με ενέδρες, δολοφονίες και απαγωγές. Η κυβέρνηση Μακάριου αντέδρασε με έρευνες σε παγκύπρια κλίμακα, συλλήψεις και καταδίωξη των παράνομων ομάδων από το εφεδρικό αστυνομικό σώμα που ιδρύθηκε ειδικά γι’ αυτόν το σκοπό.

ια) Το πραξικόπημα και η εισβολή : Τον Ιανουάριο του 1974 ο στρατηγός Γρίβας πέθανε μέσα στο κρησφύγετό του, στη Λεμεσό, και ο Μακάριος έδωσε γενική αμνηστία σε μια προσπάθεια συμφιλίωσης. Οι παράνομες όμως ομάδες της ΕΟΚΑ Β’ εξακολούθησαν να υπάρχουν με την υποστήριξη της χούντας των Αθηνών και των Ελλήνων αξιωματικών που υπηρετούσαν στην Κύπρο. Αυτό το συμπέρασμα βγαίνει από την επιστολή του Μακάριου προς τον πρόεδρο της Ελλάδας στρατηγό Φαίδωνα Γκιζίκη με ημερομηνία 2 Ιουλίου 1974, από τον οποίο ζήτησε την αντικατάσταση όλων των Ελλήνων αξιωματικών που υπηρετούσαν στην Κύπρο. Ενώ ο Μακάριος περίμενε την απάντηση, το πρωί της 15ης Ιουλίου 1974 η χούντα των Αθηνών διέπραξε τη μεγαλύτερη εθνική προδοσία εναντίον της Κύπρου. Μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς, κάτω από τις διαταγές των Ελλήνων αξιωματικών, διενέργησαν πραξικόπημα, με πρώτο στόχο τη δολοφονία του Μακάριου. Άρματα μάχης περικύκλωσαν το προεδρικό μέγαρο, το ραδιοφωνικό ίδρυμα, το αεροδρόμιο και τη δημόσια τηλεφωνική εταιρεία. Όταν πια το προεδρικό μέγαρο γκρεμίστηκε και παραδόθηκε στις φλόγες, οι πραξικοπηματίες πίστεψαν ότι ο Μακάριος ήταν νεκρός.

Ο Μακάριος όμως είχε διαφύγει.

Όταν έπεσε στα χέρια τους το ΡΙΚ (Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου), άρχισε να μεταδίδει εμβατήρια και ανακοινώσεις. Συνεχώς μεταδιδόταν η ακόλουθη χαρακτηριστική ανακοίνωση: «Η Εθνική Φρουρά τη στιγμή ταύτη είναι κυρία της καταστάσεως. Ο Μακάριος είναι ήδη νεκρός. Όποιος φέρει οποιαδήποτε αντίσταση εις το εξής θα εκτελείται πάραυτα».

Ο λαός, μόλις πληροφορήθηκε ότι ο Μακάριος ζούσε, εμψυχώθηκε και αντιστάθηκε. Όμως το πραξικόπημα επικράτησε και στη θέση του προέδρου ορκίστηκε ο Νικόλαος Σαμψών. Ο Μακάριος διέφυγε μέσω των βρετανικών βάσεων στο Λονδίνο και από εκεί στη Νέα Υόρκη για να υποστηρίξει την κυπριακή προσφυγή ενάντια στο πραξικόπημα της χούντας των Αθηνών. Στη διάρκεια του πραξικοπήματος δολοφονήθηκαν πολλοί δημοκρατικοί πολίτες, έγιναν σαρωτικές έρευνες παντού και σε μερικές περιπτώσεις λεηλασίες και κλοπές.

Ενώ στην Κύπρο επικρατούσε η βία και η αναρχία, η Τουρκία ετοιμαζόταν να κάνει στρατιωτική εισβολή στο νησί, ως εγγυήτρια δύναμη, ευκαιρία που περίμενε πολλά χρόνια. Η εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο άρχισε στις 20 Ιουλίου 1974. Η απόβαση των τουρκικών δυνάμεων έγινε στις ακτές της Κερύνειας. Παντού όπου πάτησαν το πόδι τους οι Τούρκοι εισβολείς σκόρπισαν την καταστροφή και την ερήμωση. Τα μαχητικά αεροπλάνα βομβάρδιζαν αδιάκριτα πόλεις και χωριά σκορπώντας το θάνατο στον άμαχο πληθυσμό. Η Εθνική Φρουρά και η ΕΛΔΥΚ πολέμησαν παλικαρίσια, αλλά χωρίς καθοδήγηση, χωρίς όπλα και πολεμοφόδια.

Στις 22 Ιουλίου ανακοινώθηκε κατάπαυση των εχθροπραξιών, την οποία οι Τούρκοι ουδέποτε τήρησαν. Στις 23 Ιουλίου ανέλαβε καθήκοντα προέδρου ο Γλαύκος Κληρίδης και ταυτόχρονα η χούντα των Αθηνών παραχωρούσε την εξουσία σε πολιτική κυβέρνηση. Από τις 25 ως τις 30 Ιουλίου έγινε η διάσκεψη της Γενεύης, όπου πήραν μέρος οι υπουργοί Εξωτερικών της Ελλάδας, της Τουρκίας και της Μ. Βρετανίας για να συζητήσουν το κυπριακό πρόβλημα. Τότε αποφασίστηκε να γίνει νέα διάσκεψη στη Γενεύη στις 8 Αυγούστου, με συμμετοχή Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων εκπροσώπων. Τη νέα όμως διάσκεψη διέκοψε στις 14 Αυγούστου η νέα επίθεση των τουρκικών δυνάμεων που βρίσκονταν ήδη στην Κύπρο, με τη βοήθεια της τουρκικής αεροπορίας. Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις των Τούρκων τερματίστηκαν στις 16 Αυγούστου. Αποτέλεσμα της τουρκικής εισβολής, που έγινε σε δύο φάσεις, ήταν η κατάληψη του 37,8% του κυπριακού εδάφους, η προσφυγοποίηση 200.000 Ελληνοκυπρίων, ο θάνατος 4.000 ατόμων, ενώ υπήρχαν πολλοί αγνοούμενοι, το θέμα των οποίων από τότε αποτελεί ένα άλυτο πρόβλημα, και πολλές χιλιάδες εγκλωβισμένοι.

ιβ) Επιστροφή του Μακάριου.

Το Δεκέμβριο του 1974 επέστρεψε στην Κύπρο ο εθνάρχης Μακάριος και ανέλαβε ξανά τα προεδρικά του καθήκοντα. Το Μάρτιο του 1975 άρχισαν στη Βιέννη οι διακοινοτικές συνομιλίες, χωρίς θετικά αποτελέσματα, ενώ τον Ιανουάριο του 1977 έγινε συνάντηση του Μακάριου με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Ραούφ Ντενκτάς. Ακολούθησε δεύτερη συνάντηση, όπου συμφωνήθηκαν οι κατευθυντήριες αρχές για την επίλυση του κυπριακού προβλήματος και ξανάρχισαν στις 31 Μαρτίου οι διακοινοτικές συνομιλίες, που τελικά ναυάγησαν εξαιτίας της αδιαλλαξίας και ασυνέπειας της τουρκοκυπριακής ηγεσίας.

ιγ) Τα νεότερα χρόνια.

Μετά το θάνατο του Μακάριου, στις 3 Αυγούστου 1977, πρόεδρος της Δημοκρατίας ανέλαβε ο Σπύρος Κυπριανού και αρχιεπίσκοπος Κύπρου εκλέχτηκε ο μητροπολίτης Πάφου Χρυσόστομος.

Το Μάιο του 1978, έπειτα από πρωτοβουλία του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ Κουρτ Βαλντχάιμ συναντήθηκε ο πρόεδρος της Κύπρου Σπύρος Κυπριανού με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Ραούφ Ντενκτάς και κατέληξαν σε συμφωνία για τη διαδικασία που θα ακολουθούσαν για την επίλυση του κυπριακού προβλήματος. Οι συνομιλίες που ακολούθησαν κατέληξαν σε αδιέξοδο εξαιτίας και πάλι της αρνητικής στάσης της τουρκοκυπριακής ηγεσίας, η πολιτική της οποίας κατευθύνεται στερεότυπα από την Άγκυρα.

Η διζωνική ομοσπονδία, που προτάθηκε από το Ραούφ Ντενκτάς, απορρίφτηκε επίσης τόσο από την κυπριακή κυβέρνηση όσο και από τον ΟΗΕ. Το 1980 γίνεται αποδεκτή «φόρμουλα» του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ και από τις δύο πλευρές, ωστόσο για μια ακόμη φορά αποδεικνύεται παραπειστική η πολιτική της Άγκυρας, που έχει ως μοναδικό στόχο τη διαιώνιση της παρούσας κατάστασης. Ωστόσο τα γεγονότα αναγκάζουν το Ραούφ Ντενκτάς να αποδεχτεί λίγο αργότερα, για πρώτη φορά, ότι η εισβολή έγινε για να εγκαθιδρυθεί μια νέα κατάσταση («νέος συνασπισμός») στην Κύπρο.

Παράλληλα, το 1981, συστήθηκε η Διερευνητική Επιτροπή Αγνοουμένων (ΔΕΑ), ύστερα από σχετικά ψηφίσματα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, για τη διερεύνηση και διακρίβωση της τύχης των Κύπριων αγνοουμένων. Ήδη το 1976 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που εξέτασε το ζήτημα των αγνοούμενων διαπίστωσε ότι η Τουρκία είχε παραβιάσει πολλά σημαντικά άρθρα της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Παρόμοιο ήταν το πόρισμα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και το 1983 και το 1999.

Η αντικατάσταση του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ Κουρτ Βαλντχάιμ από τον Χαβιέ Πέρες ντε Κουέγιαρ οδήγησε σε έναν κύκλο νέων συνομιλιών για το Κυπριακό, οι οποίες συνεχίστηκαν και μετά το 1988, όταν πρόεδρος της Κύπρου εκλέχτηκε ο ανεξάρτητος Γ. Βασιλείου (21 Φεβρουαρίου) υποστηριζόμενος από το ΑΚΕΛ. Με την υποκίνηση της Άγκυρας μεσολάβησε μια επιπλέον παράνομη ενέργεια των Τουρκοκυπρίων, η ανακήρυξη του ψευδοκράτους της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου», το οποίο ωστόσο κανένα κράτος, πλην της Τουρκίας, δεν έχει αναγνωρίσει.

Άκαρπη αποδείχτηκε και η συνάντηση Βασιλείου-Ντενκτάς στη Γενεύη, που έγινε έπειτα από πρωτοβουλία του Χαβιέ Πέρες ντε Κουέγιαρ. Ωστόσο από τον Αύγουστο του 1988 παρατηρήθηκε εντονότατη διπλωματική κίνηση προς την κατεύθυνση της επίλυσης του προβλήματος, κίνηση που αναπτύχθηκε στο τετράγωνο Αθήνας-Λευκωσίας-Άγκυρας-Ουάσιγκτον και ενισχύθηκε από την κοινοποίηση του διαγράμματος των ελληνοκυπριακών προτάσεων (30-1-1989). Μετά την ανάληψη των καθηκόντων του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ από τον Μπούτρος Γκάλι (1992) υπήρξε αρχικά πύκνωση των επαφών Βασιλείου-Ντενκτάς· ωστόσο η αδιαλλαξία της τουρκοκυπριακής πλευράς συνεχίστηκε, ενώ δεν έλειψαν οι εκρηκτικές δηλώσεις από μέρους του Ντενκτάς που δυναμίτιζαν το κλίμα διαλόγου. Έτσι, ενώ το Κυπριακό έδειχνε να οδεύει προς μια επίλυση, που στην ουσία θα ήταν «σολομώντεια», στην Ελλάδα και την Κύπρο πολλά πολιτικά κόμματα διαφώνησαν με τις επιλογές Βασιλείου, καθώς υποστήριζαν ότι η «επίλυση σε μια χρονική συγκυρία όπου η Τουρκία είναι αναβαθμισμένη όσον αφορά στο ρυθμιστικό της ρόλο στην περιοχή της Μέσης Ανατολής δε θα ήταν η συμφερότερη δυνατή για την Κύπρο και τον ελληνισμό».

Η προεδρική θητεία του Γ. Βασιλείου έληξε στις αρχές του 1993, και στις εκλογές νέος πρόεδρος της Κύπρου αναδείχτηκε ο ΓλαύκοςΚληρίδης, πρόεδρος του ΔΗΣΥ. Ταυτόχρονα σημειώθηκε κάποια στροφή και στον αμερικανικό παράγοντα, αφού ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ Μπιλ Κλίντον δήλωσε επανειλημμένα ότι είναι αποφασισμένος να επιλύσει το Κυπριακό, λόγια όμως που έμειναν χωρίς πρακτικό αντίκρισμα.

Το 1995, καθώς οι έρευνες της ΔΕΑ για τους αγνοούμενους απέβησαν άκαρπες, με παρέμβαση του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ συμφωνήθηκαν επιπρόσθετοι κανονισμοί ενώ κατατέθηκαν 1.493 υποθέσεις Ελληνοκυπρίων αγνοούμενων και 500 υποθέσεις Τουρκοκυπρίων.

Το καλοκαίρι του 1996 οι δολοφονίες των Κύπριων διαδηλωτών Σολωμού Σολωμού και Ισαάκ Ισαάκ στη νεκρή ζώνη της Δερύνειας συγκλόνισαν την παγκόσμια κοινή γνώμη.

Σε συνάντηση το καλοκαίρι του 1997 (31η Ιουλίου) ο Γ. Κληρίδης και ο Ρ. Ντενκτάς παρουσία του εκπροσώπου του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ συμφώνησαν για την ανταλλαγή πληροφοριών του τόπου ταφής των αγνοουμένων, την εκταφή και την επιστροφή των λειψάνων τους στους συγγενείς τους, καθώς και για το δικαίωμα των συγγενών των αγνοουμένων να γνωρίζουν για την τύχη των δικών τους, αν και η συμφωνία δεν τηρήθηκε από την τουρκική πλευρά.

Στις βουλευτικές εκλογές του 1998 επικράτησε ξανά ο κυβερνητικός συνασπισμός με επικεφαλής το ΔΗΣΥ και ο Γλαύκος Κληρίδης επανεκλέχτηκε πρόεδρος της Δημοκρατίας. Το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους ο Ντενκτάς απέρριψε σχέδιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για ενοποίηση του νησιού. Το 1999, ύστερα από πίεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ξεκινούν εκ νέου οι ειρηνευτικές διαδικασίες, από τις οποίες αποχωρεί το 2000 ο Ντενκτάς.

Το 2000 το Υπουργικό Συμβούλιο της κυπριακής κυβέρνησης αποφάσισε το διορισμό επιτροπής με καθήκον την κατάρτιση καταλόγου Ελληνοκυπρίων και Ελλήνων που σκοτώθηκαν κατά το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή. Ο κατάλογος δημοσιεύτηκε στα τέλη του 2002.

Το 2001 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ύστερα από την τέταρτη διακρατική προσφυγή της Κύπρου εναντίον της Τουρκίας για το θέμα των αγνοουμένων, διαπίστωσε ότι η Τουρκία παραβιάζει τα άρθρα της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που αναφέρονται στο δικαίωμα ζωής, ελευθερίας και ασφάλειας και στο άρθρο για την απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής συμπεριφοράς.

Στα τέλη του 2001 ο Γλαύκος Κληρίδης συναντήθηκε με το Ραούφ Ντενκτάς παρουσία του ειδικού συμβούλου του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ για το Κυπριακό Αλβάρο ντε Σότο. Οι δύο ηγέτες συμφώνησαν να συναντηθούν εκ νέου σε απευθείας συνομιλίες χωρίς προϋποθέσεις για να συζητήσουν εφ’ όλης της ύλης. Μέχρι το καλοκαίρι του 2002 είχαν πραγματοποιηθεί τέσσερις γύροι συνομιλιών χωρίς όμως αποτέλεσμα. Το φθινόπωρο του 2002 ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Κόφι Ανάν είχε εντατικές διαβουλεύσεις με τους ηγέτες των δύο πλευρών, οι οποίες διακόπηκαν για λόγους υγείας του Ρ. Ντενκτάς. Το Νοέμβριο του 2002 ο Κόφι Ανάν επέδωσε στις δύο πλευρές λεπτομερές σχέδιο για συνολική διευθέτηση του Κυπριακού. Και οι δύο πλευρές αποδέχτηκαν την έναρξη συνομιλιών με βάση το σχέδιο αυτό. Στα τέλη του 2002 επιδόθηκε στους δύο ηγέτες αναθεώρηση του σχεδίου που είχε πριν από λίγο προταθεί, με στόχο να επιλυθεί το πρόβλημα προκειμένου η Κύπρος να ενταχθεί ενωμένη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Παρ’ όλα αυτά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Κοπεγχάγης (13 Δεκεμβρίου 2002) αποφάσισε την [GLi] ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ την 1η Μαΐου 2004 χωρίς προϋποθέσεις. Λίγες μέρες μετά στο κατεχόμενο τμήμα της Λευκωσίας πραγματοποιήθηκε μαζικό συλλαλητήριο με το οποίοι οι Τουρκοκύπριοι ζητούσαν την αποδοχή του σχεδίου Ανάν για επίλυση του Κυπριακού και επέκριναν τον Ρ. Ντενκτάς για την αρνητική στάση που τήρησε στις διαπραγματεύσεις. Ανάλογο συλλαλητήριο Τουρκοκυπρίων πραγματοποιήθηκε και στις αρχές του 2003. Την ίδια περίοδο ο πρόεδρος της Κύπρου Κληρίδης και ο Ραούφ Ντενκτάς συναντήθηκαν με τον Αλβάρο ντε Σότο και δεσμεύτηκαν και πάλι για την έναρξη συνομιλιών βάσει της αναθεωρημένης πρότασης του Κόφι Ανάν, με σκοπό την επίτευξη συμφωνίας ως τα τέλη Φεβρουαρίου 2003, ώστε στα τέλη Μαρτίου να διεξαχθούν δύο χωριστά δημοψηφίσματα.

Μεσολάβησαν οι προεδρικές εκλογές στις οποίες νικητής αναδείχτηκε ο Τάσσος Παπαδόπουλος. Κατά την επίσκεψη του Κόφι Ανάν στην Κύπρο, στα τέλη Φεβρουαρίου 2003, ο γ. γραμματέας του ΟΗΕ επέδωσε στον νεοεκλεγέντα Κύπριο πρόεδρο το β’ αναθεωρημένο σχέδιο λύσης του Κυπριακού, η συζήτηση του οποίου θα γίνονταν και από τις δύο πλευρές στη Χάγη πριν από τα δημοψηφίσματα. Τελικά οι συζητήσεις στη Χάγη απέβησαν άκαρπες, παρά το γεγονός ότι ο πρόεδρος Παπαδόπουλος ήταν διατεθειμένος να προχωρήσει στη διενέργεια δημοψηφίσματος, καθώς ο Ντενκτάς δε συμφώνησε στην παραπομπή του σχεδίου προς δημοψήφισμα.

Στις αρχές Απριλίου 2003 ο Ρ. Ντενκτάς, προκειμένου να προλάβει την υποβολή της έκθεσης του Κόφι Ανάν στο Συμβούλιο Ασφαλείας και τον καταλογισμό ευθυνών στο πρόσωπό του για το ναυάγιο των συνομιλιών της Χάγης, με επιστολή του στον Κύπριο πρόεδρο Τ. Παπαδόπουλο του υπέ[GLi]βαλε τις προτάσεις του για την επίλυση του προβλήματος (άνοιγμα της περιφραγμένης ζώνης των Βαρωσίων, περιλαμβανομένης της περιοχής που εκτείνεται μέχρι τη νεκρή ζώνη, άρση των περιορισμών στο εμπόριο κ.ά.). Ο Τ. Παπαδόπουλος απάντησε πως αποδέχεται το σχέδιο Ανάν ως βάση περαιτέρω διαπραγμάτευσης και κάλεσε τον ηγέτη της τουρκοκυπριακής κοινότητας να συμμορφωθεί στο σχέδιο.

Παράλληλα, το Μάιο του 2003, η κυπριακή κυβέρνηση δημοσίευσε τον κατάλογο με τα ονόματα των Τουρκοκυπρίων αγνοουμένων δίνοντας τη δυνατότητα στους συγγενείς τους να έχουν πρόσβαση σε οποιαδήποτε πληροφορία διαθέτουν οι κυπριακές υπηρεσίες, σεβόμενη τη συμφωνία της 31ης Ιουλίου 1997.

Στις 16 Απριλίου 2003 η Κύπρος υπέγραψε στην Αθήνα τη Συνθήκη Προσχώρησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Την ίδια περίοδο η ηγεσία του κατεχόμενου βόρειου τμήματος επέτρεψε τη διέλευση των Τουρκοκυπρίων και Ελληνοκυπρίων σε όλες τις περιοχές της Κύπρου και έτσι, για πρώτη φορά μετά το 1974, Ελληνοκύπριοι επισκέπτονται τα κατεχόμενα και το αντίστροφο. Παράλληλα, η κυπριακή κυβέρνηση ανακοίνωσε δέσμη μέτρων που παρέχουν τη δυνατότητα στους Τουρκοκύπριους που ζουν στις κατεχόμενες περιοχές να απολαμβάνουν δικαιώματα και ωφελήματα της Κυπριακής Δημοκρατίας, χωρίς όμως αυτά τα μέτρα να υποκαθιστούν τις προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού.

Το καλοκαίρι του 2003 ο Ραούφ Ντενκτάς πρότεινε την επαναφορά των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) του 1993 απειλώντας πως σε αντίθετη περίπτωση θα εποικίσει την Αμμόχωστο, γεγονός που κατακρίθηκε ακόμη και από τους Τουρκοκύπριους, καθώς ο ίδιος ο Ντενκτάς είχε απορρίψει τα ΜΟΕ το 1994. Οι κινήσεις αυτές καταδικάζονται και από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ.

Το Δεκέμβριο του 2003 διεξήχθησαν εκλογές στο κατεχόμενο τμήμα, στις οποίες νικητής αναδείχτηκε το Ρεπουμπλικανικό Τουρκικό Κόμμα του Μεχμέτ Αλί Ταλάτ, ο οποίος στις αρχές Ιανουαρίου 2004 ορκίστηκε πρωθυπουργός του κατεχόμενου τμήματος σχηματίζοντας κυβέρνηση συνασπισμού με το γιο του Ρ. Ντενκτάς, Σερντάρ, ηγέτη του αντίπαλου Δημοκρατικού Κόμματος.

Την ίδια περίοδο ο Κόφι Ανάν ύστερα από συνομιλίες με τον Τάσσο Παπαδόπουλο και τους πρωθυπουργούς της Ελλάδας και της Τουρκίας, πρότεινε την έναρξη νέου κύκλου συνομιλιών με βάση το σχέδιό του, προκειμένου να διεξαχθούν δημοψηφίσματα τον Απρίλιο του 2004, ώστε να επιτευχθεί η ένταξη της επανενωμένης Κύπρου στην ΕΕ. Ύστερα από άκαρπες συνομιλίες στη Λευκωσία, ακολούθησε νέος κύκλος συνομιλιών στο Μπούργκενστοκ της Ελβετίας με τη συμμετοχή του Τάσσου Παπαδόπουλου, του Μεχμέτ Αλί Ταλάτ (καθώς ο Ραούφ Ντενκτάς αρνήθηκε να συμμετάσχει) και των πρωθυπουργών της Ελλάδας Κώστα Καραμανλή και της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν. Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων ο Κόφι Ανάν τροποποίησε εκ νέου το σχέδιό του (γνωστό ως Σχέδιο Ανάν 5) και υπέβαλε το τελικό κείμενο στις δύο πλευρές ώστε με βάση αυτό να διεξαχθούν τα χωριστά δημοψηφίσματα στις 24 Απριλίου. Στις αρχές Απριλίου 2004 ο πρόεδρος Τ. Παπαδόπουλος απεύθυνε διάγγελμα στους Ελληνοκύπριους καλώντας τους να απορρίψουν το Σχέδιο Ανάν 5. Πράγματι με το δημοψήφισμα της 24ης Απριλίου οι Ελληνοκύπριοι απέρριψαν το σχέδιο, ενώ οι Τουρκοκύπριοι το αποδέχτηκαν. Έτσι δεν μπόρεσε να επιτευχθεί η ένωση της Κύπρου. Την 1η Μαΐου 2004 η Κυπριακή Δημοκρατία γίνεται επίσημα μέλος της ΕΕ, ενώ τον Ιούνιο του ίδιου έτους συμμετέχει για πρώτη φορά στις εκλογές για την ανάδειξη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Το καλοκαίρι του 2004 επαναδραστηριοποιείται η ΔΕΑ με στόχο την τελική επίλυση του προβλήματος των αγνοουμένων και την ανάληψη του έργου της εκταφής.

Στις αρχές του 2005 ο Κόφι Ανάν ζήτησε από τον Τάσσο Παπαδόπουλο να του υποβάλει γραπτά τις αλλαγές που θα επιθυμούσε να γίνουν στο σχέδιο επίλυσης του Κυπριακού ώστε να ξεκινήσουν και πάλι οι συζητήσεις των δύο πλευρών. Στα τέλη Φεβρουαρίου 2005 διεξήχθησαν κοινοβουλευτικές εκλογές στο βόρειο κατεχόμενο τμήμα του νησιού, στις οποίες νικητής αναδείχτηκε το κόμμα του Μεχμέτ Αλί Ταλάτ, ενώ στις 17 Απριλίου διεξήχθησαν και προεδρικές εκλογές στις οποίες και πάλι νικητής αναδείχτηκε ο Ταλάτ. Εντωμεταξύ σε συνάντηση του Ταλάτ και με τον πρόεδρο της Βουλής και γενικό γραμματέα του ΑΚΕΛ Δημήτρη Χριστόφια συμφωνήθηκε η συνέχιση του διαλόγου για επίλυση του Κυπριακού.

ΚΥΠΡΟΣ – CYPRUS
«Φυλακισμένα Μνήματα» Έτσι ονομάζεται το κοιμητήριο που βρίσκεται μέσα στο χώρο των κεντρικών Φυλακών της Λευκωσίας και αποτελεί σύμβολο του απελευθερωτικού αγώνα των Κυπρίων εναντίον της αγγλοκρατίας. Στον τοίχο του κοιμητηρίου υπάρχει η επιγραφή «Τ’ αντρειωμένου ο θάνατος, θάνατος δε λογιέται».
Είναι ένας στενός χώρος περιτριγυρισμένος από ψηλούς τοίχους, όπου θάβονταν, με εντολή της κυβέρνησης Χάρτιγκ, τα μέλη της ΕΟΚΑ που απαγχονίζονταν ύστερα από πολυήμερη φυλάκιση στα κελιά τα οποία βρίσκονταν σε διπλανό χώρο. Ο τόπος του απαγχονισμού βρισκόταν στον ίδιο χώρο.
Η κηδεία γινόταν μετά την εκτέλεση, ενώ τη νεκρώσιμη ακολουθία έψαλλε ο ιερέας των φυλακών έξω από την είσοδο του κοιμητηρίου χωρίς την παρουσία των συγγενών των απαγχονισμένων.
Στο χώρο των «Φυλακισμένων Μνημάτων» είναι θαμμένοι δεκατρείς αγωνιστές. Οι εννέα από αυτούς, όλοι τους ηλικίας 19-24 ετών, απαγχονίστηκαν. Πρόκειται για τους Μιχαλάκη Καραολή και Ανδρέα Δημητρίου, που απαγχονίστηκαν στις 10/5/1956, Ιάκωβο Πατάτσο, Ανδρέα Ζάκο και Χαρίλαο Μιχαήλ, που απαγχονίστηκαν στις 9/8/1956, Μιχάλη Κουτσόφτα, Στέλιο Μαυρομάτη και Ανδρέα Παναγίδη, που απαγχονίστηκαν στις 21/9/1956, και Ευαγόρα Παλληκαρίδη, που απαγχονίστηκε στις 14/3/1957.
Επίσης στο κοιμητήριο είναι θαμμένα τέσσερα μέλη της ΕΟΚΑ που θάφτηκαν στο χώρο για να αποφευχθούν λαϊκές εκδηλώσεις κατά την κηδεία τους. Πρόκειται για τους Μάρκο Δράκο, Γρηγόρη Αυξεντίου, Στυλιανό Λένα και Κυριάκο Μάτση, που απαγχονίστηκαν στις 21/9/1956.

Σχετικά με Γεώργιος Λυμπερόπουλος

Είμαι Ηλεκτρονικός όπου τα τελευταία μου τωρινά χρόνια έμαθα να χειρίζομαι τους Ηλεκτρονικούς υπολογιστές, από την κατασκευή αλλά και από τον προγραμματισμό τους θα έλεγα πολύ καλά. Ευχαριστώ που διαβάζετε την ιστοσελίδα μου!

Δείτε όλα τα άρθρα του/της Γεώργιος Λυμπερόπουλος →

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *