θερμόμετρο – thermometro

Όργανο του οποίου η λειτουργία στηρίζεται βασικά στο φαινόμενο της διαστολής ή συστολής των σωμάτων, όταν αυτά θερμαίνονται ή ψύχονται, και το οποίο μετρά θερμοκρασίες. . . .

θερμόμετρο – thermometro Διάβασε περισσότερα
Ραδιόφωνο

υπερετερόδυνος δέκτης – ypereterodynos dektis

Δέκτης ραδιοφώνου όπου το εισερχόμενο σήμα της ραδιοσυχνότητας δέχεται και ένα εσωτερικά παραγόμενο σήμα από έναν τοπικό ταλαντωτή.  .  .  .

υπερετερόδυνος δέκτης – ypereterodynos dektis Διάβασε περισσότερα
HXOS

ήχος – ichos

Η κραδαστική κίνηση των μορίων ενός σώματος, η οποία διαδίδεται σ’ ένα ελαστικό μέσο και αποτελεί την αιτία για τη διέγερση του αισθητηρίου της ακοής. . .

ήχος – ichos Διάβασε περισσότερα
Ομοαξoνικό Καλώδιο

ομοαξονικό – omoaxoniko

Είδος χάλκινου καλωδίου που χρησιμοποιείται στην καλωδιακή τηλεόραση και σε συγκεκριμένα είδη τοπικών δικτύων υπολογιστών. . . .

ομοαξονικό – omoaxoniko Διάβασε περισσότερα
cable

Καλώδια – Cables

Δέσμη από σύρματα που περιβάλλεται από μονωτική ουσία και χρησιμοποιείται ως αγωγός του ηλεκτρικού ρεύματος. . . . .

Καλώδια – Cables Διάβασε περισσότερα
ημιαγωγοί

ημιαγωγοί – semiconductors

Υλικά των οποίων η ηλεκτρική αγωγιμότητα έχει ενδιάμεση τιμή ανάμεσα στην αγωγιμότητα των αγωγών και των μονωτών. . . .

ημιαγωγοί – semiconductors Διάβασε περισσότερα
Διαμόρφωση Διάδωσης

διαμόρφωση κύματος – wave shaping

Μεταβολές του πλάτους ή της συχνότητας των υψίσυχνων κυμάτων με την επενέργεια κυμάτων χαμηλής συχνότητας. . . .

διαμόρφωση κύματος – wave shaping Διάβασε περισσότερα

Ραδιοφάρος – Radiofaros

Ένας σταθμός εκπομπής μικροκυμάτων (Α/Τ), εγκαταστημένος στην ξηρά, σε αεροδρόμια ή σε ακτές. . . .

Ραδιοφάρος – Radiofaros Διάβασε περισσότερα