Διάδοσις = μετάδοση, εξάπλωση, διανομή, φήμη ειδήσεις.
Επίσης το διαδίδω (-ομαι) = Κάνω[GLi]κάτι γνωστό, ή, ενεργώ ώστε να γίνει γνωστό σε πολλούς._. . . .
Π. Χ. = 1). Διέδωσαν τα νέα παντού. – 2). Κάνω κάτι να πάρει έκταση, να εξαπλωθεί, (κοινώς διαδίδω, μεταδίδω…).
Ρήμα = Διαδίδω, Διαδίδομαι, Διαδίδει, μεταδίδω,
Αόριστος = διέδωσα, παθ. Αόριστος = διαδόθηκα
Διαδεδομένος,
Η διάδοση, η διάδοσις,