(CHEF – Μυρωδικά)
Φυτό ποώδες (Πετροσέλινον το ούλον), διετές, που ανήκει στην οικογένεια Σκιαδιοφόρα, της τάξης Σκιαδανθή (δικοτυλήδονα). Καλλιεργείται σε όλες τις παραμεσόγειες χώρες και την Κεντρική Ευρώπη.
Η καλλιέργεια του Μαϊντανού [GLi] στην Ελλάδα είναι πολύ κοινή.
Ήταν γνωστός από την αρχαιότητα ως «Πετροσέλινον», αλλά μόνο για τις φαρμακευτικές του ιδιότητες.
Μετά το μεσαίωνα άρχισε να χρησιμοποιείται ως άρτυμα στα φαγητά και τις σαλάτες για τα αρωματικά του φύλλα.
Έχει ρίζα λεπτή, ή σαρκώδη, ανάλογα με την ποικιλία, φύλλα σύνθετα, κυματοειδή και σχισμένα με βαθιές εντομές, άνθη σε σύνθετα σκιάδια και καρπούς μικρούς ωοειδείς με χαρακτηριστική μυρωδιά.
Ανθίζει το δεύτερο χρόνο.
Σπέρνεται την άνοιξη, ή, το καλοκαίρι.
Χρησιμοποιείται στη μαγειρική για τα αρωματικά φύλλα του, ενώ τρώγεται και ωμό σε σαλάτα. Η ρίζα και οι καρποί του μαϊντανού περιέχουν απιίνη και αιθέριο έλαιο, που έχουν φαρμακευτικές ιδιότητες και χρησιμοποιούνται ως διουρητικό, τονωτικό, εμμηναγωγό κ.ά., ενώ τα φύλλα του περιέχουν σίδηρο, ασβέστιο, φωσφόρο και βιταμίνες Α και C.
Ο μαϊντανός είναι γνωστός και με τα κοινά ονόματα πετροσέλινο, μακεδονήσι, κ.ά.
Ο μαϊντανός φημολογείται ότι κάνει πολύ καλό στους άνδρες διότι είναι πολύ καλός για την στύση.