Υεμένη – Yemen

Υεμενη

Έκταση: 472.099 τ. χλμ.

Πληθυσμός: 19.685.000 κάτ.

Πρωτεύουσα: Σαναά (954.400 κάτ.)

Θρησκεία: Ισλαμισμός

Γλώσσα: Αραβική

Νόμισμα: Ριάλ

α) Θέση – Σύνορα. Η Υεμένη συνορεύει Β με τη Σαουδική Αραβία, Α με το Ομάν, ενώ βρέχεται Ν από τον Ινδικό ωκεανό (Αραβική θάλασσα, Κόλπος του Άντεν) και Α από την Ερυθρά θάλασσα. Ο πορθμός Μπαμπ ελ Μαντέμπ τη χωρίζει από την Αφρική. Η Υεμένη βρίσκεται στην τροπική ζώνη (βόρειο γεωγραφικό πλάτος περίπου 12°-18°).

β) Μορφολογία. Το έδαφός της Υεμένης είναι γενικά ορεινό, ιδίως στο Βορρά. Η παραθαλάσσια πεδιάδα (Τιχάμα), κατά μήκος της Ερυθράς θάλασσας, το πλάτος της οποίας κυμαίνεται από 40 έως 70 χλμ., διακόπτεται από ηφαιστειογενείς σχηματισμούς και χαρακτηρίζεται από ημιέρημα εδάφη. Στο Νότο υπάρχουν άγονοι ορεινοί όγκοι και ερημικές περιοχές. Ακολουθεί ορεινή περιοχή (την αποκαλούν οι Άραβες Αλ Χάδρα = πράσινη). Το Τζίβαλ, το εκτεταμένο οροπέδιο της Υεμένης, παρουσιάζει ορεινούς όγκους με κορυφές που φθάνουν ή ξεπερνούν τα 3.000 μ. Η ψηλότερη κορυφή της χώρας βρίσκεται στο βουνό Νάμπι Σουάιμπ (3.240 μ.), όχι πολύ μακριά από την πρωτεύουσα Σανά. Στο κεντρικό τμήμα της νότιας περιοχής της Υεμένης βρίσκεται η Χαντραμάουτ, η μεγαλύτερη κοιλάδα της χώρας. Στα νοτιοανατολικά, όπου το ανάγλυφο γίνεται χαμηλότερο, απαντά η εκτεταμένη αμμώδης έρημος Ρουμπ Αλ Κάλι.

Η επικράτεια της Υεμένης περιλαμβάνει και τα νησιά Σοκότρα, στον Ινδικό ωκεανό, Καμαράν στην Ερυθρά θάλασσα και Μπαρίμ στον πορθμό Μπαμπ Ελ Μπαντέμπ. Στη χώρα ανήκει και αριθμός μικρών νησιών απέναντι από τα παράλια της Ερυθράς θάλασσας, σημαντικότερο από τα οποία είναι το Μεγάλο Χανίς.

γ) Ποτάμια – Λίμνες. Η χώρα γενικά είναι άνυδρη, με τα ποτάμια και τις λίμνες να απουσιάζουν. Ωστόσο, το ανάγλυφο της Υεμένης περιλαμβάνει τα «Ουάντι», ξηρές κοίτες που συγκεντρώνουν τα νερά στην περίοδο των βροχοπτώσεων.

δ) Κλίμα. Η περιοχή των παραλίων της Ερυθράς θάλασσας χαρακτηρίζεται από τροπικό κλίμα. Το καλοκαίρι σημειώνονται υψηλές θερμοκρασίες, ενώ οι συχνές βροχοπτώσεις δημιουργούν αποπνικτική ατμόσφαιρα. Η ορεινή περιοχή της Αλ Χάδρα επηρεάζεται από τις κυκλωνικές υφέσεις, που προέρχονται από τη Μεσόγειο την άνοιξη, και το καλοκαίρι από τους μουσώνες. Στις ανατολικές βουνοπλαγιές σπάνια βρέχει.

ε) Βλάστηση – Ζώα. Μεγάλες εκτάσεις της Υεμένης είναι στεπώδεις, ενώ σποραδικά υφίστανται οάσεις. Το οικοσύστημα των ερημικών περιοχών είναι εξαιρετικά ευαίσθητο. Το κυνήγι αποτελεί την κύρια απειλή των άγριων θηλαστικών της χώρας.

α) Πρωτογενής παραγωγή. Οι κάτοικοι των ακτών επιδίδονται κυρίως στην αλιεία ψαριών και μαργαριτοφόρων στρειδιών. Στην περιοχή Αλ Χάδρα, όπου οι βροχοπτώσεις είναι συχνές, εκτείνονται κλιμακωτά σε ταράτσες καλλιέργειες εύκρατων και τροπικών κλιμάτων (δημητριακά, οπωροφόρα δέντρα, αμπέλια, λαχανικά, καφεόδεντρα, καπνός, σουσάμι, χρωστικά φυτά). Περίφημος είναι ο υεμενιτικός καφές μόκα που παράγεται ιδίως στην περιοχή Μανάκχα. Πεπόνια, αμύγδαλα, σταφύλια περιλαμβάνονται επίσης στις καλλιέργειες των κατοίκων. Στις οάσεις της ανατολικής περιοχής ευδοκιμούν φοινικόδεντρα κτλ. Μεγάλο πρόβλημα που δεν απασχολεί μόνο την αγροτική οικονομία της Υεμένης είναι το γεγονός ότι οι αρδευτικές μέθοδοι που ακολουθούνται στη φτωχή σε υδάτινους πόρους αυτή χώρα απειλούν να μειώσουν τη γονιμότητα των εδαφών. Σε μεγάλο βαθμό, ωστόσο, η γεωργική οικονομία δεν απηχεί εμπορευματικούς αλλά επισιτιστικούς σκοπούς και παραμένει σε αρκετά απαρχαιωμένη σε μέσα και μεθόδους. Οι Βεδουίνοι κυρίως ασχολούνται με την κτηνοτροφία, η οποία επίσης εξυπηρετεί βιοτικές ανάγκες του πληθυσμού. Το κυνήγι για το δέρμα των θηραμάτων είναι διαδεδομένο, ενώ σημαντικοί πόροι προέρχονται παραδοσιακά από την αυτοφυή χλωρίδα της χώρας (λιβάνι, αρωματικά φυτά) και την εξαγωγή αλατιού με παλαιές μεθόδους.

Τα κοιτάσματα πετρελαίου ανακαλύφθηκαν το 1972, στην περιοχή της Ταΐζ, ενώ το 1987 άρχισε η εξαγωγή πετρελαίου στο Μαρίμπ στα δυτικά της χώρας. Ο ορυκτός πλούτος της χώρας περιλαμβάνει κοιτάσματα μολυβδαίνιου, χαλκού, μολύβδου, ψευδαργύρου και χρυσού, τα οποία όμως δε γνωρίζουν συστηματική εκμετάλλευση.

β) Βιομηχανία – Εμπόριο. Το Άντεν, άλλοτε βρετανική αποικία, είναι σημαντικό λιμάνι σε στρατηγική θέση, κυρίως για τη θαλάσσια μεταφορά πετρελαίου από τον Περσικό κόλπο προς τη Μεσόγειο θάλασσα και την Ευρώπη. Οι πληθυσμοί των Βεδουίνων διεξάγουν μεγάλο μέρος από τις εμπορικές ανταλλαγές στο εσωτερικό. Πολυάριθμα καραβάνια συνεχίζουν να πηγαινοέρχονται, μεταφέροντας καταναλωτικά αγαθά. Υπάρχει υποτυπώδης βιομηχανία (υφαντουργικές και μεταλλουργικές μονάδες, διυλιστήρια πετρελαίου, χημικές βιομηχανίες, τσιμεντοβιομηχανία κ.ά.), ιδίως στην περιοχή του Άντεν.

Παρά το ιδιαίτερου κάλλους φυσικό τοπίο, τη σπουδαία αρχιτεκτονική και τη διάχυτη αραβική παράδοση της χώρας ο τουρισμός δεν αποφέρει παρά ελάχιστους πόρους. Αυτό οφείλεται βέβαια στην υποτυπώδη τουριστική υποδομή, αλλά εντείνεται από την αποθάρρυνση των ξένων επισκεπτών από την πολιτική αστάθεια της χώρας, την ύπαρξη ληστρικών ομάδων στην ύπαιθρο και τη διάχυτη εντύπωση που έχει δημιουργηθεί σε αρκετές χώρες της Δύσης σχετικά με την υπόθαλψη του ισλαμιστικού φονταμενταλισμού. Η απομόνωση της χώρας είναι χαρακτηριστική.

Το χαμηλό βιοτικό επίπεδο των κατοίκων της Υεμένης δυσχεραίνεται από τις οικονομικές συνέπειες του εμφυλίου πολέμου, όταν αρκετές από τις συγκοινωνιακές, ενεργειακές και μεταποιητικές υποδομές της Υεμένης καταστράφηκαν ή υπέστησαν εκτεταμένες ζημιές. Ο υψηλός πληθωρισμός συνιστά μία ακόμη επαχθή πραγματικότητα για τον πληθυσμό της Υεμένης, ενώ πρέπει να σημειωθούν οι αρνητικές επιπτώσεις από τη μείωση των εμβασμάτων από τους μετανάστες του εξωτερικού, ιδίως μετά την απέλαση σχεδόν ενός εκατομμυρίου Υεμενιτών οι οποίοι εργάζονταν στη Σαουδική Αραβία κατά τη διάρκεια της εισβολής του Ιράκ στο Κουβέιτ και του πολέμου που ακολούθησε.

Οι Άραβες αποτελούν τη συντριπτικά μεγαλύτερη εθνοτική ομάδα της χώρας και μαζί με τους βεδουινικής καταγωγής κατοίκους συγκροτούν τον πληθυσμιακό κορμό της χώρας. Υπάρχει ποσοστό ινδικής καταγωγής Υεμενιτών, καθώς και απόγονοι Ευρωπαίων και Αφρικανών, κυρίως σομαλικής προέλευσης. Οι Άραβες με αφρικανική καταγωγή διαβιούν κατά κύριο λόγο στην Τιχάμα. Στη χώρα εξακολουθεί να υπάρχει σημαντική εβραϊκή κοινότητα.

Πάνω από το μισό του πληθυσμού είναι σιίτες μουσουλμάνοι, οι οποίοι κυριαρχούν στο Βορρά, στην κεντρική ενδοχώρα και στα ανατολικά. Ο σούφι σουνιτισμός που ακολουθεί σχεδόν το άλλο μισό των κατοίκων είναι βαθιά ριζωμένος στο Νότο και στα νοτιοδυτικά. Εκτός των Εβραίων στη χώρα υπάρχουν και θρησκευτικές μειονότητες χριστιανών και ινδουιστών.

Η Υεμένη είναι προεδρική δημοκρατία. Ο πρόεδρος, ανώτατος άρχοντας της χώρας και επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας, εκλέγεται με καθολική ψηφοφορία για επταετή θητεία. Τη νομοθετική εξουσία ασκεί το κοινοβούλιο, του οποίου τα μέλη προκύπτουν από καθολική ψηφοφορία που διεξάγεται κάθε έξι χρόνια. Σύμφωνα με το σύνταγμα της χώρας, όπως αυτό εγκρίθηκε κατά το δημοψήφισμα του 2001, εκτός της επέκτασης της θητείας του προέδρου και των βουλευτών, θεσμοθετήθηκε στη χώρα το συμβουλευτικό σώμα της σούρα, ενώ έπειτα από το δημοψήφισμα του 1991 βάση του δικαίου της χώρας αποτελεί η σαρία, δηλαδή ο ισλαμικός νόμος.

Εκτός της πρωτεύουσας Σανά, σημαντικές πόλεις της Υεμένης είναι οι:

Άντεν (562.000 κάτ.), στα δυτικά παράλια του ομώνυμου κόλπου,

η Ταΐζ (περ. 180.000 κάτ.), πόλη που δεσπόζει στη νοτιοδυτική ενδοχώρα,

Αλ Χουντάιντα (περ. 160.000 κάτ.), στα παράλια της Ερυθράς θάλασσας,

Αλ Μουκάλα (122.400 κάτ.), περίπου στο κεντρικό τμήμα των νότιων παραλίων, κ.ά.

Το εξαιρετικά χαμηλό βιοτικό επίπεδο των κατοίκων, ιδίως του Νότου, δε βελτιώθηκε αλλά κατρακύλησε στα χρόνια μετά την ενοποίηση της Υεμένης.

Ο Νότος παραμένει σχετικά πιο φιλελεύθερος από το Βορρά, όπου το Ισλάμ καθορίζει κάθε έκφανση της κοινωνικής ζωής.

Ο περιορισμένος βαθμός αστικοποίησης, η κοινωνική οργάνωση της ενδοχώρας στο επίπεδο των φυλών ή των μεγάλων οικογενειών, η καταπίεση γυναικών, ιδίως στην ενδοχώρα και το βόρειο τμήμα της χώρας, συγκροτούν ένα πλέγμα προσκομμάτων στην ανάπτυξη της χώρας σε διάφορα επίπεδα.

Ο αναλφαβητισμός συνιστά κρίσιμο κοινωνικό πρόβλημα, παράλληλα με το μεγάλο ποσοστό παιδικής θνησιμότητας και την απώλεια της διατροφικής επάρκειας του Βορρά, λόγω της μείωσης της παλαιότερης κρατικής στήριξης. Η ύπαρξη του εκτός νόμου «Ισλαμικού Στρατού του Αντάν» εντείνει τη στρατοκρατία, καθεστώς που κληρονόμησε η χώρα και από τα δύο κράτη από τα οποία προήλθε.

Στη θέση της Υεμένης βρισκόταν το 1000 π.Χ. περίπου το κράτος της βασίλισσας του Σαβά, αντλώντας την ευημερία του από το εμπόριο αρωμάτων και τη γεωργία.

Η ύπαρξη του κράτους και σε παλιότερες εποχές τεκμηριώνεται σε ασσυριακές πηγές με το όνομα «Σαβχού» τον 8ο αι. π.Χ. και στις σουμεριακές επιγραφές της Ουρ Σαβού κατά το β’ μισό της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. Οι Σαβαίοι της Παλαιάς Διαθήκης το 10ο ή 9ο αι. π.Χ. επισκέφθηκαν την Ιερουσαλήμ και το βασιλιά Σολομώντα. Επίκεντρο του βασιλείου υπήρξε η περιοχή του Μαρίμπ, η οποία στη συνέχεια εγκαταλείφθηκε προς όφελος της Σανά. Άλλο σημαντικό αρχαίο βασίλειο της Υεμένης που ξεκίνησε από την όαση Τζαούφ είχαν εγκαθιδρύσει στα δυτικά οι Μιναίοι κατά την πρώτη χιλιετία π.Χ. με πρωτεύουσα την Κάρνα. Με τον καιρό τα εμπορικά βασίλεια της Υεμένης υπέκυψαν στην πολιτική και οικονομική δύναμη των Ναβαταίων.

Οι Χιμιαρίτες, διάδοχοι του βασιλείου των Σαβαίων, είχαν ήδη ενοποιήσει τον 5ο αι. π.Χ. τις μικρότερες ηγεμονίες και είχαν εγκαταστήσει την πρωτεύουσά τους στη Σανά και έφτασαν στη μεγαλύτερη ακμή τους τον 3ο αι. π.Χ. Διατηρούσαν εμπορικές και διπλωματικές σχέσεις που έφθαναν έως την Αφρική και την Ινδία.

Από το γραφικό σύστημα που χρησιμοποιούσαν προήλθε η αιθιοπική γραφή.

Η τελευταία χιμιαριτική δυναστεία Τομπά ανήλθε στην εξουσία τον 1ο αι. π.Χ. και παρέμεινε στο θρόνο έως την κατάλυση του βασιλείου. Μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τον Τίτο το 70 μ.Χ. συνέρρευσαν στη χώρα Εβραίοι πρόσφυγες, ενώ οι πρώτες χριστιανικές ιεραποστολές ανέπτυξαν δραστηριότητα κατά τον 4ο αι.

Το χιμιαριτικό βασίλειο μεταξύ των ετών 330 και 378 υποτάχθηκε στο αιθιοπικό βασίλειο του Αξούμ, ενώ οι Αιθίοπες επέστρεψαν το 525 με αιτία την καταπίεση του χριστιανικού πληθυσμού από το Χιμιαρίτη ηγεμόνα. Στα τέλη του 6ου αι. την περιοχή κατέλαβε το περσικό βασίλειο των Σασσανιδών, ενώ τον 7ο αι. οι βεδουινικοί πληθυσμοί εγκαταστάθηκαν με μεγαλύτερη ένταση στη χώρα, η οποία σταδιακά εξισλαμίστηκε.

Αρχικά υπαγόταν στο χαλιφάτο της Δαμασκού, έπειτα στο χαλιφάτο της Βαγδάτης.

Το 893 ιδρύθηκε από το Γιαχία Ιμπν Αλ Χουσεΐν η σιιτική δυναστεία των Ζαϊντί, η οποία κυριάρχησε στο Βορρά έως την έλευση των Οθωμανών.

Το 1229 τη Νότια Υεμένη είχαν υπό τον έλεγχό τους οι ηγεμόνες των Ρασουλιδών, σουνιτικής δυναστείας, ενώ οι Ταχιρίδες εγκαθίδρυσαν την εξουσία τους με επίκεντρο το Άντεν κατά το 15ο αι.

Είναι η εποχή που οι Πορτογάλοι εγκαινίασαν τις προσπάθειες κατάληψης του Άντεν και της γύρω περιοχής.

Σε βοήθεια των μουσουλμάνων απέναντι στους χριστιανούς αποικιοκράτες ήρθαν από τη Βόρεια Αφρική οι Μαμελούκοι και από το 1517 οι Οθωμανοί, οι οποίοι κατέλαβαν τμήμα της Βόρειας Υεμένης. Το 1538 οι Τούρκοι κυρίευσαν το Άντεν και έκαναν πρωτεύουσα της χώρας τη Μόκα στα παράλια της Ερυθράς θάλασσας. Το 1636 οι Τούρκοι απώλεσαν τον πλήρη έλεγχο της χώρας χάρη στις ενέργειες των ιμάμηδων Ζαϊντί, οι οποίοι επανέφεραν την πρωτεύουσα στο Άντεν. Το 1735 προκλήθηκε αναταραχή στο Νότο και το κράτος των ιμάμηδων Ζαϊντί διασπάστηκε χάνοντας το Νότο.

Το 19ο αι. επέστρεψαν στα παράλια της Ερυθράς θάλασσας οι Οθωμανοί, η οποίοι όμως παρέδωσαν στους Βρετανούς την κυριαρχία στη Δυτική Υεμένη το 1872. Οι Βρετανοί είχαν ήδη αποκτήσει μόνιμο έρεισμα στην περιοχή από το 1839, όταν κατέλαβαν το Άντεν. Τα κυριαρχικά δικαιώματα του ιμάμη της Σανά, του Γιέχα Χαμίντ Αλ Ντιν, αναγνωρίστηκαν και από τους Βρετανούς μετά το τέλος του α’ παγκόσμιου πολέμου και την ανεξαρτητοποίηση της χώρας από την οθωμανική κυριαρχία. Ο ιμάμης του Βορρά έκτοτε διατύπωσε διεκδικήσεις για όλη την Υεμένη και ο καθορισμός των νότιων συνόρων του κράτους του με τον υπό βρετανική κατοχή Νότο γίνεται αιτία συνεχών ρήξεων με τη Μ. Βρετανία. Το 1937 η Μ. Βρετανία μετέτρεψε το Άντεν σε αποικία της και συμπεριέλαβε στην τελευταία και τμήμα της ευρύτερης περιοχής. Στο β’ παγκόσμιο πόλεμο η Υεμένη κράτησε ουδετερότητα. Μετά τον πόλεμο έγινε μέλος του Αραβικού Συνδέσμου και από το 1947 κατέβαλε προσπάθειες να αποσπάσει το Άντεν από τη Μ. Βρετανία.

Το 1948 με τη συγκατάθεση της Μεγάλης Βρετανίας ιδρύεται στο Νότο από αριθμό τοπικών αρχηγών φυλών η «Ομοσπονδία της Νότιας Αραβίας», στην οποία έπειτα προχώρησαν στο σύνολό τους οι φύλαρχοι του Νότου. Το απολυταρχικό σύστημα του ιμάμη προκάλεσε μακρόχρονη πολιτική αστάθεια στο Βορρά. Όταν πέθανε ο διάδοχος του δολοφονηθέντα το 1947 Γιαχία Ίμπν Μοχάμεντ, ιμάμης Ίμπν Αχμάντ (1962), ομάδα στρατιωτικών προχώρησε σε πραξικόπημα διώχνοντας το γιο του, το Μοχάμαντ Αλ Μπαντρ, και εγκαθίδρυσε στη Βόρεια Υεμένη την «Αραβική Δημοκρατία της Υεμένης». Ο ιμάμης κατέφυγε στη Σαουδική Αραβία και με την υποστήριξη διαφόρων φυλών ξεκίνησε εμφύλιος. Η Σαουδική Αραβία τάχθηκε στο πλευρό των μοναρχικών, ενώ οι εθνικιστές του Νάσερ έστειλαν δυνάμεις του αιγυπτιακού στρατού υπέρ του Αμπντουλάχ Αλ Σαλάλ, ο οποίος στο μεταξύ είχε ανακηρυχθεί από τους ρεπουμπλικανούς στρατιωτικούς πρόεδρος της χώρας. Τόσο η μεσολαβητική προσπάθεια των ΗΠΑ (1963), όσο και η συνάντηση του βασιλιά Φεϊζάλ με το Νάσερ (1965) απέτυχαν και το 1966 ξέσπασε και πάλι ο εμφύλιος μεταξύ μοναρχικών και ρεπουμπλικανών. Το 1967 οι δύο αντιμαχόμενες μερίδες συνεννοήθηκαν για την κατάπαυση των εχθροπραξιών και αποκαταστάθηκαν οι διπλωματικές σχέσεις με τις ΗΠΑ. Σε αυτό συνέβαλε η αποχώρηση των αιγυπτιακών στρατευμάτων, καθώς είχε μεσολαβήσει ο ατυχής για την Αίγυπτο αραβοϊσραηλινός πόλεμος του 1967. Η φυγή των Αιγυπτίων αποδυνάμωσε τον Αλ Σαλάλ, ο οποίος απομακρύνθηκε. Νέος πρόεδρος της Βόρειας Υεμένης ορίστηκε ο Ραχμάν Αλ Ιργιανί.

Το 1963 ανεξαρτητοποιήθηκε το Άντεν και η Νότια Υεμένη ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος με το όνομα «Ομοσπονδία της Υεμένης». Η αποχώρηση των Βρετανών το 1967 πραγματοποιήθηκε υπό την πίεση του προέδρου Μοχάμαντ Αλ Σααμπί, ο οποίος το 1969 εκδιώχθηκε από το Σάλεμ Αλ Ρουμπαγί. Το 1970 η Νότια Υεμένη μετονομάστηκε σε «Λαϊκή Δημοκρατία της Υεμένης». Το 1971 στη Βόρεια Υεμένη ψηφίστηκε σύνταγμα και ορίστηκε βουλή με 179 μέλη. Το 1972 η Βόρεια και η Νότια Υεμένη προώθησαν συμφωνία, με την οποία ενεργοποιήθηκε η έναρξη διαδικασιών ενοποίησης των δύο κρατών, όμως τελικά αντ’ αυτού οδηγήθηκαν σε στρατιωτική σύγκρουση, η οποία έληξε με την υπογραφή ειρήνευσης ανάμεσα στα δύο κράτη. Το 1974 ο στρατός ανέτρεψε την κυβέρνηση στην «Αραβική Δημοκρατία της Υεμένης» και ανέστειλε το σύνταγμα. Την επόμενη χρονιά ο ηγέτης των πραξικοπηματιών Ιμπραχίμ Αλ Χαμιντί ορίστηκε στη θέση του προέδρου της Βόρειας Υεμένης. Δολοφονήθηκε, όμως, το 1977 και αντικαταστάθηκε από τον αρχηγό του στρατού Αχμέντ Χουσεΐν Αλ Γκάσμι, ο οποίος παρέμεινε στην εξουσία μόλις ένα χρόνο, για να δολοφονηθεί και ο ίδιος σε βομβιστική επίθεση. Τη θέση του στην προεδρία της Βόρειας Υεμένης κατέλαβε ο Αλί Αμπντουλάχ Σαλέχ.

Το 1978 στρατιωτικό πραξικόπημα εκδηλώθηκε και στη «Λαϊκή Δημοκρατία της Υεμένης». Στην εξουσία ανήλθε ο Αμπνταλφατάχ Ισμαήλ, ενώ ο Αλ Ρουμπαγί οδηγήθηκε στο εκτελεστικό απόσπασμα. Νέα πολεμική σύγκρουση μεταξύ Βόρειας και Νότιας Υεμένης σημειώθηκε το 1979, ενώ η «Λαϊκή Δημοκρατία της Υεμένης» υπέγραψε αμυντική συμφωνία με την ΕΣΣΔ. Την επόμενη χρονιά απομακρύνθηκε ο Αμνταλφατάχ Ισμαήλ από τον Αλί Μοχάμεντ Αλ Χασανί, ο οποίος το 1982 έφερε τη Νότια Υεμένη σε συμφωνία ειρήνης με το σουλτανάτο του Ομάν. Η ειρήνευση του 1979 μεταξύ «Λαϊκή Δημοκρατία της Υεμένης» και «Αραβικής Δημοκρατίας της Υεμένης» είχε συμπεριλάβει την επαναδιατύπωση της πρόθεσης ενοποίησης της Υεμένης, αλλά το μόνο που προχώρησε είναι η προετοιμασία το 1981 ενός σχεδίου συντάγματος για το νέο κράτος. Το 1984 η Βόρεια Υεμένη σύναψε και από την πλευρά της στενές σχέσεις με την ΕΣΣΔ. Το 1986 στη Νότια Υεμένη απόπειρα ανατροπής του Αλί Μοχάμεντ Αλ Χασανί οδήγησε τη χώρα σε εμφύλιο πόλεμο. Τα κυβερνητικά στρατεύματα έχασαν τον έλεγχο της πρωτεύουσας Άντεν και στη συνέχεια οι αντίπαλοί τους κατόρθωσαν να εγκαταστήσουν στην ηγεσία της χώρας το Χαϊντάρ Αλ Άτας. Ο Αλί Μοχάμεντ Αλ Χασανί διέφυγε στο εξωτερικό.

Στις 22 Μαΐου 1990 η Βόρεια και η Νότια Υεμένη ενοποιήθηκαν με την ονομασία Δημοκρατία της Υεμένης. Ένα χρόνο πριν είχε επιτευχθεί η συμφωνία που προδιέγραφε τη διαδικασία της ενοποίησης της Υεμένης. Πρώτος πρόεδρος του ενοποιημένου κράτους ανακηρύχθηκε ο Αλί Αμπντουλάχ Σαλέχ, μέχρι πρότινος πρόεδρος της Βόρειας Υεμένης. Η επαμφοτερίζουσα και μάλλον φιλική προς το Ιράκ στάση της Υεμένης κατά την εισβολή του Ιράκ στο Κουβέιτ και τον πόλεμο που ακολούθησε (1990-1991) έδωσε αφορμή για την απέλαση από τη Σαουδική Αραβία περίπου 1.000.000 Υεμενιτών που έως τότε δούλευαν ως μετανάστες εκεί. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την ύφεση της οικονομίας της Υεμένης, καθώς σε μεγάλο βαθμό εκείνη στηριζόταν στα εμβάσματα Υεμενιτών από τη Σαουδική Αραβία. Η οικονομική κρίση ενέτεινε τις απειλές για την ενότητα της χώρας, που ούτως ή άλλως ήταν ανέκαθεν υπαρκτές και εδράζονταν στην αντίθεση Βορρά-Νότου. Οι εκλογές του 1991 αναβλήθηκαν για το 1993. Το 1992 ξεκίνησαν εμφύλιες εχθροπραξίες και η χώρα προσωρινά βυθίστηκε στη βία. Το 1994 ξέσπασε εκ νέου εμφύλιος πόλεμος, με αφορμή την απόπειρα δολοφονίας του Χασάν Μακί, πολιτικού παράγοντα και υποστηρικτή του Σαλέχ. Οι δύο μερίδες στηρίχθηκαν στα στρατιωτικά τμήματα των δύο πρώην κρατών, εφόσον οι διαδικασίες ενοποίησης δεν είχαν μέχρι τότε επεκταθεί στις ένοπλες δυνάμεις του νέου κράτους. Τελικά, η ήττα των αυτονομιστών του Νότου ήρθε με τη βίαιη καταστολή του κινήματος που είχε ως επίκεντρο το Άντεν. Ο Σαλέχ επανεκλέχτηκε πρόεδρος όχι με άμεσες εκλογές αλλά από σώμα εκλεκτόρων. Στη συνέχεια ο Σαλέχ εκδίωξε το «Σοσιαλιστικό Κόμμα της Υεμένης» από την κυβέρνηση και συμμάχησε με το «Συνασπισμό Ισλαμικής Μεταρρύθμισης». Το 1995 αποφασίστηκε μεγάλη υποτίμηση του ριάλ, ενώ η Ερυθραία που μόλις είχε ανεξαρτητοποιηθεί κατέλαβε τα νησιά Χανίς θεωρώντας ότι διατηρεί κυριαρχικά δικαιώματα σ’ αυτά.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 η χώρα οδηγήθηκε σε διεθνή απομόνωση λόγω της εμμονής στην αμφισβήτηση της μεθορίου με τη Σαουδική Αραβία, αλλά και για το γεγονός ότι η χώρα εγκαλείται για την ανεξέλεγκτη δράση στο εσωτερικό της φονταμενταλιστών ισλαμιστικών οργανώσεων συνδεόμενων με τη διεθνή τρομοκρατία. Στα τέλη μάλιστα της δεκαετίας του 1990 ο «Ισλαμικός Στρατός του Αντάν» προέβη σε απαγωγές και σε δολοφονίες δυτικών τουριστών. Οι σχέσεις με τη Σαουδική Αραβία παρέμειναν τεταμένες όλη αυτή την περίοδο και οδήγησαν και σε συνοριακή αντιπαλότητα μεταξύ των δύο χωρών το 1998, παρά την προσπάθεια επίλυσης των διαφορών που είχε εγκαινιαστεί το 1995. Σε εχθρότητα μεταβλήθηκαν και οι σχέσεις με το Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς στην προσπάθεια να αποδοθεί η δράση των ισλαμιστών σε ξενόφερτα κέντρα Βρετανοί πολίτες κλείστηκαν στις φυλακές της χώρας. Το 1997 ο Σαλέχ πέτυχε σημαντική νίκη στις εκλογές και κυβέρνησε έκτοτε με μονοκομματικό κυβερνητικό σχήμα. Το 1999 έπειτα από προσφυγή στη Χάγη Υεμένη και Ερυθραία μοιράστηκαν τα νησιά Χανίς, ενώ το μεγάλο Χανίς επιστράφηκε στην Υεμένη. Η ένταση στη μεθόριο με τη Σαουδική Αραβία έληξε το 2000 με το διακανονισμό της συνοριογραμμής των δύο χωρών. Το 2001 με δημοψήφισμα εγκρίθηκαν συνταγματικές αλλαγές και διεξήχθησαν οι πρώτες τοπικές εκλογές της χώρας, κατά τη διάρκεια των οποίων σημειώθηκαν βίαιες συγκρούσεις, με αποτέλεσμα το θάνατο αρκετών πολιτών. Την ίδια περίοδο διαταράχθηκαν οι σχέσεις της χώρας με τις ΗΠΑ, καθώς υπήρχαν υπόνοιες για υπόθαλψη τρομοκρατών της Αλ Κάιντα στο έδαφος της Υεμένης. Στις βουλευτικές εκλογές του 2003 το κυβερνών κόμμα του προέδρου Αλί Αμπντουλάχ Σαλέχ εξασφάλισε και πάλι την πλειοψηφία των βουλευτικών εδρών.

10ος αι. π.Χ. Η βασίλισσα του Σαβά επισκέπτεται την Ιερουσαλήμ.

5ος αι. π.Χ. Οι Χιμιαρίτες ενώνουν τα μικρότερα βασίλεια.

70 μ.Χ. Η εβραϊκή διασπορά φτάνει στην Υεμένη.

330 Κυριαρχία του αφρικανικού βασιλείου του Αξούμ.

525 Αιθιοπική επέμβαση στη χώρα .

575 Οι Πέρσες Σασσανίδες κατακτούν την περιοχή.

7ος αι. Εγκατάσταση Βεδουίνων και εξισλαμισμός των κατοίκων.

9ος-16ος αι. Δυναστεία των ιμάμηδων Ζαϊντί.

1517 Οι Οθωμανοί Τούρκοι καταλαμβάνουν τμήμα της Υεμένης.

1538 Οθωμανική κατάκτηση του Άντεν.

1636 Οι ιμάμηδες Ζαϊντί εκδιώκουν τους Τούρκους.

1839 Οι Βρετανοί καταλαμβάνουν το Άντεν.

1872 Η Μεγάλη Βρετανία εδραιώνει την κυριαρχία της στις παράκτιες περιοχές και την ενδοχώρα της Νότιας Υεμένης μέσω του προτεκτοράτου του Άντεν.

1918 Ανεξαρτησία του Βορρά.

1937 Ο Νότος τρέπεται σε βρετανικό προτεκτοράτο.

1962 Εμφύλιος πόλεμος στη Βόρεια Υεμένη, η οποία ονομάζεται «Αραβική Δημοκρατία της Υεμένης».

1967 Πλήρης ανεξαρτητοποίηση του Νότου ως «Ομοσπονδία της Υεμένης».

1970 Η Νότια Υεμένη ονομάζεται «Λαϊκή Δημοκρατία της Υεμένης».

1972 Πολεμική σύγκρουση Βόρειας και Νότιας Υεμένης.

1979 Νέες εχθροπραξίες ανάμεσα στη Νότια και τη Βόρεια Υεμένη.

1986 Εμφύλιος στη Νότια Υεμένη.

1990 Ενοποίηση της Βόρειας και της Νότιας Υεμένης με το όνομα «Δημοκρατία της Υεμένης». Πρόεδρος ο Αλί Αμπντουλάχ Σαλέχ.

1991 Μαζικές απελάσεις Υεμενιτών που εργάζονται στη Σαουδική Αραβία.

1994 Οριστική καταστολή του αποσχιστικού κινήματος του Νότου από την κεντρική κυβέρνηση.

1995 Η Ερυθραία καταλαμβάνει τα νησιά Χανίς.

1998 Συνοριακή διένεξη με τη Σαουδική Αραβία.

1999 Ειρηνική διευθέτηση των εδαφικών διαφορών με την Ερυθραία.

2001 Διεξάγονται οι πρώτες τοπικές εκλογές της χώρας.

2003 Επανεκλογή του κυβερνώντος κόμματος.

George Li

Σχετικά με Γεώργιος Λυμπερόπουλος

Είμαι Ηλεκτρονικός όπου τα τελευταία μου τωρινά χρόνια έμαθα να χειρίζομαι τους Ηλεκτρονικούς υπολογιστές, από την κατασκευή αλλά και από τον προγραμματισμό τους θα έλεγα πολύ καλά. Ευχαριστώ που διαβάζετε την ιστοσελίδα μου!

Δείτε όλα τα άρθρα του/της Γεώργιος Λυμπερόπουλος →

Αφήστε μια απάντηση