Παλιός -ά -ό = (ουσιαστικό) // το παλιό (ουδέτερο ) παλαιός αυτός που υπάρχει από πολύ καιρό και έχει φθαρεί από τον χρόνο που μεσολάβησε.
Ο παλιός έχει συνήθως εμπειρία (ες).
(Όπως λέγετε . . . Ο παλιός είναι αλλιώς . . . )
Αυτός που αναφαίρετε στο παρελθόν.
[Παλαιώ = επαλαίωσα = [GLi] καθιστώ παλαιόν. ]
Παλιά = τον παλιό καιρό.
Παλιώνω = Κάνω κάτι παλιό, ή, γίνομαι παλιός.
[Παλαίωσις -εως = Πάλιωμα]
[Πεπαλαιομένος = γίνομαι παλαιός, άχρηστος.]
[Παλιακό = δεν υπάρχει λέξη. Η λέξη αναφαίρετε συνήθως από αγράμματους, . . . Το άκουσα στους αγρούς από αγρότη λέγοντάς μου, «αυτό είναι παλιακό»]