(Γεν. Ενδιαφέροντος)
(Η λέξη κανό είναι ουδέτερο – το.. (το κανό).
Λέξη αμερικανικής προέλευσης που επικράτησε διεθνώς και σημαίνει το μακρόστενο, μικρό, χωρίς κατάστρωμα, πλοιάριο, που[GLi]έχει την πλώρη ίδια με την πρύμη του.
Το κανό αρχικά ήταν ένας κορμός δέντρου, που έχει σκαφτεί εσωτερικά.
Η δύναμη για την κίνησή του εξασφαλίζεται από ένα μόνο κουπί με μονή ή διπλή παλάμη (που κωπηλατεί με τη μια ή με τις δύο άκρες του), ή από δύο κωπηλάτες με ένα κουπί ο καθένας, ή ακόμη, με πανί που μπορεί να διαθέτει.
Η διαφορά του κανό από τη βάρκα βρίσκεται στο ότι το κουπί του είναι ελεύθερο και δε στηρίζεται στα πλευρά του σκάφους πάνω σε σκαρμούς, αλλά προωθείται μόνο με τη δύναμη των χεριών.
Το κανό είναι από τα πρώτα σκάφη που κατασκεύασε ο άνθρωπος για[GLi]τη μετακίνησή του ή τη μεταφορά φορτίων μέσα στο νερό και χρησιμοποιείται ακόμα και στη σύγχρονη εποχή γι’ αυτούς τους σκοπούς από μερικούς ιθαγενείς της Αφρικής, της Αμερικής και του Καναδά.