(Βοτανική)
Έχει ρίζα πασσαλώδη. Τα φύλλα του έχουν χρώμα από βαθύ πράσινο ως λευκοπράσινο. Σκεπάζονται από κηρώδη ουσία και είναι μακρόστενα ή στρογγυλά, λεία ή κατσαρά. Φυτρώνουν από έναν κοντό κεντρικό άξονα που το καλοκαίρι μακραίνει και καταλήγει σε ανθοφόρο στέλεχος[GLi] με διακλαδώσεις, οι οποίες καταλήγουν σε ταξιανθίες κεφάλια. Τα άνθη είναι αρρενοθήλεα και ανοίγουν μόνο το πρωί και για λίγες ώρες.
Αναπτύσσεται σε διάφορα εδάφη, αλλά προτιμά τα αμμοπηλώδη ως πηλοαμμώδη πλούσια σε οργανικές ουσίες. Είναι φυτό ψυχρών και δροσερών χωρών και περιόδων και αποδίδει καλύτερα όταν η θερμοκρασία είναι κάτω από 22°C. Η λίπανση του εδάφους όπου καλλιεργείται γίνεται με κοπριά (3.000–5.000 κιλά/στρέμμα.) αλλά και με χημικά λιπάσματα.
Πολλαπλασιάζεται με σπόρο που σπέρνεται στα σπορεία την άνοιξη, το καλοκαίρι ή το φθινόπωρο και τα φυτά μεταφυτεύονται ύστερα από 4–6 εβδομάδες.
Καλλιεργούνται διάφορες ποικιλίες μαρουλιού που διακρίνονται σε τρεις τύπους:
- με μακριά και λεία φύλλα (τα κοινά μαρούλια), όπως τα Κωνσταντινούπολης, πατησιώτικα, Ρο μάνα κ.ά.,
- με κοντά και κατσαρά φύλλα (κοινά σαλάτες), όπως τα αντιδομάρουλα, σαλάτα Νεάπολης κ.ά.,
- με στρογγυλά κλειστά φύλλα σαν λάχανα (κεφαλωτά μαρούλια), όπως τα κρέπια, κόκκινα κλειστά κτλ.
Το μαρούλι είναι πολύτιμο σαλατικό.
Περιέχει βιταμίνες Β, C, προβιταμίνη Α, σίδηρο, κάλιο και άλλα χρήσιμα συστατικά, στα οποία οφείλονται και οι φαρμακευτικές και θεραπευτικές του ιδιότητες.
Τα ώριμα φύλλα του αποκτούν γαλακτώδη χυμό που έχει ναρκωτικές ιδιότητες [GLi]γι’ αυτό και το μαρούλι κόβεται πριν σχηματιστεί ο χυμός.
Πρέπει όμως να τρώγεται φρέσκο, γιατί αλλιώς χάνει τα πολύτιμα συστατικά του.
Οι σπουδαιότεροι εχθροί του μαρουλιού είναι ο κρεμμυδοφάγος, οι νηματέλμινθες, η σήψη και ο νανισμός.