Σκεφτόταν κάμποση ώρα μα δυσκολευόταν πολύ τι να αποφασίσει.
Εκείνη τη στιγμή, παρουσιάστηκαν μπροστά του δύο γυναίκες.
Η πρώτη από τον ένα δρόμο και η δεύτερη από τον άλλο δρόμο.
Η πρώτη γυναίκα ήταν[GLi]ντυμένη απλά, σεμνά και φαινόταν γεμάτη καλοσύνη.
Η δεύτερη ήταν στολισμένη φανταχτερά, με φτιασίδια στο πρόσωπο, με χρυσά στολίδια στα πλούσια ρούχα της.
Περπατούσε περήφανα. Πλησίασε τον Ηρακλή και του είπε :
– Μην πολυσκοτίζεσαι, παλικάρι μου. Είσαι δυνατός και δε χρειάζεται να δουλεύεις. Μπορείς να ζεις ευτυχισμένος. Αν σου λείπει κάτι, το παίρνεις από τους άλλους. Ποιος θα τολμήσει να σου αντισταθεί;
– Ποια είσαι; Τη ρώτησε ο Ηρακλής.
– Οι φίλοι μου με λένε Ευτυχία και οι εχθροί μου κακία, αποκρίθηκε εκείνη.
– Ο Ηρακλής έστρεψε το βλέμμα του προς την άλλη γυναίκα. Εκείνη του είπε :
– Άκουσε, Ηρακλή . Αν θέλεις να σ` αγαπούν και να σε τιμούν οι άνθρωποι, αν θέλεις να βρεις αληθινή ευτυχία και να ζήσεις καλά, πρέπει [GLi] να δουλέψεις σκληρά στη ζωή σου και να βγάλεις τίμια το ψωμί σου. Πρέπει να αγωνιστείς για το καλό των άλλων ανθρώπων, για το καλό της πατρίδας σου. Αυτός είναι ο δρόμος για την αληθινή ευτυχία, κι αυτό το δρόμο πρέπει να ακολουθήσεις.
– Ποια είσαι εσύ και πώς σε λένε; Τη ρώτησε περίεργα οΗρακλής .
– Είμαι η Αρετή, είπε εκείνη και έφυγε.
Ο Ηρακλής σκέφτηκε λίγο ακόμα.
Ύστερα, τράβηξε αποφασιστικά το δρόμο της Αρετής.