(Θρησκεία)
Έτσι ονομάζονται οι μονοφυσίτες χριστιανοί της Αιγύπτου και της Αιθιοπίας. Στην Αίγυπτο ειδικότερα οι Κόπτες (που το όνομά τους αποτελεί συντετμημένη μορφή του [GLi] ονόματος Αιγύπτιος) αποτελούν τους απογόνους των αρχαίων Αιγυπτίων, οι οποίοι δεν ασπάστηκαν τον ισλαμισμό ύστερα από την αραβική κατάκτηση.
Μετά τη Δ’ Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας, το 451, οι Κόπτες αποσπάστηκαν από την Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης και ακολούθησαν το μονοφυσιτισμό, δέχονταν δηλ. τη διδασκαλία της μιας φύσης του Χριστού, της θείας. Ως το 641, το έτος δηλαδή της αραβικής κατάκτησης της Αιγύπτου, οι Κόπτες καταδιώκονταν καθώς επίσημη Εκκλησία ήταν η ορθόδοξη. Για το λόγο αυτό δέχτηκαν τους Άραβες ως ελευθερωτές και τους βοήθησαν στους πολέμους τους εναντίον των Βυζαντινών. Οι Άραβες τους έδωσαν πολλά προνόμια και οι Κόπτες έγιναν κύριοι των ορθόδοξων εκκλησιών. Εξέλεγαν τον πατριάρχη τους που ήταν θρησκευτικός και εθνικός αρχηγός, απάλλαξαν τα μοναστήρια τους από φορολογίες, απέκτησαν σχολεία και ιδιαίτερα δικαστήρια. Σύντομα όμως και οι Κόπτες ακολούθησαν την μοίρα του υπόλοιπου πληθυσμού και υποχρεώθηκαν σε αβάστακτους φόρους. Σε περίπτωση αδυναμίας να καταβάλλουν τους φόρους, οι κυβερνώντες έριχναν τους θρησκευτικούς ηγέτες στη φυλακή και ζητούσαν λύτρα. Ακολούθησε ο εξισλαμισμός, σε πρώτη φάση με το κίνητρο της φοροαπαλλαγής, ύστερα με τη συστηματική αποξήλωση του κοπτικού, δηλ. προ-ισλαμικού, πολιτισμού διά της βίας, κάνοντας την αρχή με την καταστροφή της βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας και στη συνέχεια με τη σταδιακή επιβολή της αραβικής ως επίσημης γλώσσας, που ολοκληρώθηκε το 13ο αιώνα.
Το αραβικό καθεστώς της Αιγύπτου, σε αντίθεση με τους Έλληνες και Ρωμαίους, ισοπέδωσε πολλά αρχαία μνημεία και εκκλησίες για να τα μετατρέψει στην καλύτερη περίπτωση σε παλάτια και τεμένη. Στις περισσότερες περιπτώσεις απλώς τα γκρέμιζαν. Ο σουλτάνος Ελ Αζίζ έφτασε το 1193 στο σημείο να επιχειρεί την κατεδάφιση των πυραμίδων, αλλά εγκατέλειψε αμέσως τις δαπανηρές και επίπονες προσπάθειες.
Τον 19ο και στις αρχές του 20ού αιώνα οι Κόπτες συνεργάστηκαν με τους μουσουλμάνους συμπατριώτες τους για την ανεξαρτησία και την επικράτηση της δημοκρατίας στην Αίγυπτο. Στη σύγχρονη όμως εποχή οι φονταμενταλιστές (ριζοσπάστες) ισλαμιστές της Αιγύπτου προκαλούν επεισόδια σε βάρος των Κοπτών πολλές[GLi]φορές λεηλατώντας και καίγοντας τις εκκλησίες τους και οι Κόπτες με δυσκολία πετυχαίνουν άδειες για να χτίζουν ή να συντηρούν τους ναούς τους.
Κοπτική Εκκλησία. Η Κοπτική (Ορθόδοξη) Εκκλησία είναι η κύρια χριστιανική εκκλησία στην κατά πλειοψηφία μουσουλμανική Αίγυπτο. Διοικείται από τον πατριάρχη και ένα συμβούλιο από τέσσερις επισκόπους, που έχει έδρα το Κάιρο, οι οποίοι αναγνωρίζονται και από τους Κόπτες της Νουβίας και το πατριαρχείο της Αιθιοπίας.
Οι Κόπτες χρησιμοποιούν τη λειτουργία του Μ. Βασιλείου αλλά και των Κυρίλλου και Γρηγορίου και τελούν τα ίδια μυστήρια με τους υπόλοιπους ορθόδοξους χριστιανούς. Στη λειτουργία τους χρησιμοποιούν την αρχαία αιγυπτιακή γλώσσα, η οποία όμως βαθμιαία εκτοπίζεται από την αραβική, ενώ στην Αιθιοπία έχουν ως λειτουργική γλώσσα την «γκεζ». Η ιεραρχία τους περιλαμβάνει επισκόπους, κατώτερο κλήρο και μοναχούς.
Ο μοναχισμός γεννήθηκε στην Αίγυπτο στα τελευταία χρόνια του 3ου αιώνα και άνθησε στη διάρκεια του 4ου αιώνα. Στο τέλος του 4ου αιώνα υπήρχαν εκατοντάδες μοναστήρια στην Αίγυπτο και αμέτρητα κελιά και σπηλιές διαμορφωμένες σε ασκητήρια. Ορισμένα επιβιώνουν και στη σύγχρονη εποχή. Όλος ο χριστιανικός μοναχισμός ξεκίνησε στην Αίγυπτο με πρωτοπόρο τον άγιο Αντώνιο, ακολουθούμενος από τους αγίους Παχώμιο, Παύλο, Μακάριο, Μωυσή τον Μαύρο, άγιο Μηνά θαυματουργό (τους «Πατέρες της Ερήμου»), που ήταν όλοι τους Κόπτες.
Η κοπτική γλώσσα ήταν η εθνική γλώσσα της Αιγύπτου από την εποχή που οι Αιγύπτιοι δέχτηκαν το χριστιανισμό. Γράφεται με το ελληνικό αλφάβητο, οι λέξεις δηλ. γράφονται όπως και στην ελληνική από δεξιά προς αριστερά και ορθογραφικά με ίδιους κανόνες σαν την ελληνική στο οποίο προστέθηκαν εφτά φθόγγοι από την τοπική δημοτική ιερογλυφική γραφή, για ιδιαίτερες συλλαβικές προφορές που δεν υπήρχαν στην ελληνική. Συμπεριέλαβε πολλές λέξεις ελληνικές και αργότερα ρωμαϊκές και αραβικές. Η γλώσσα διακρίνεται σε τρεις κυρίως διαλέκτους. Στην κοπτική γλώσσα έγιναν μεταφράσεις των Ευαγγελίων, συγγραμμάτων Πατέρων της Εκκλησίας, βίων αγίων, απόκρυφων θεολογικών βιβλίων κ.ά. σε πάρα πολύ μεγάλο αριθμό. Από τα πρωτότυπα έργα σώζονται βίοι αγίων, αποφθέγματα Πατέρων, ποιήματα με βιβλικά θέματα.
Κοπτική τέχνη. Οι Κόπτες ανέπτυξαν δική τους τέχνη που ενώνει αρχαία αιγυπτιακά, ελληνιστικά, βυζαντινά και συριακά στοιχεία. Έχουν σωθεί ζωγραφικά έργα, ξυλόγλυπτα, ελεφαντοστέινα, χάλκινα σκεύη, σκεύη ναών, υφαντά, πήλινα αγγεία με ανάγλυφες[GLi]συμβολικές παραστάσεις, λυχνάρια με επιγραφές, ζωγραφική σε αλάβαστρο. Τα θέματα είναι μίμηση της ελληνιστικής τέχνης της Αιγύπτου.
Η διακοσμητική τους τέχνη αντλεί τα θέματά της από τη φύση, αλλά τα τυποποιεί, χωρίς να αποκλείει και τα γεωμετρικά σχήματα. Στην Αντινόη το 1896, έπειτα στο Αχμίν και σε άλλες νεκροπόλεις βρέθηκαν κοπτικά υφαντά με παραστάσεις, φαιλόνια, μανδύες, επικαλύμματα, σεντόνια, πολλά από τα οποία φυλάγονται στο μουσείο Κλινί του Παρισιού. Στο Κάιρο έχει την έδρα του το Μουσείο Κοπτικής Τέχνης.
Το 1946 βρέθηκαν στην Αίγυπτο σε περιοχή βόρεια του Λούξορ πολλοί πάπυροι του 3ου και 4ου αιώνα στην [GLi] κοπτική γλώσσα που αναφέρονται σε μια κοπτική αίρεση, το γνωστικισμό.