Κατά τη δύση του ήλιου είχαν δια[GLi]σχίσει τον Ωκεανό και έφτασαν στη χώρα των Κιμμερίων, όπου βασίλευε αιώνιο, πηχτό σκοτάδι.
Εκεί σταμάτησαν, σύμφωνα με τις οδηγίες της Κίρκης, [GLi]σ’ ένα ακρογιάλι μικρό που είχε γύρω δάση από λυγερές λεύκες και ιτιές.
Ο Οδυσσέας συνέχισε πεζός[GLi] με δυο μονάχα συντρόφους του, τον Περιμήδη και τον Ευρύλοχο, οι οποίοι βα[GLi]στούσαν τα σφαχτάρια που τον είχε συμβουλέψει η μάγισσα να πάρει μαζί του.
Περπατούσαν πλάι στο ρέμα του Ωκεανού, ώσπου έφτασαν στην είσοδο του Άδη. Εκεί ο Οδυσσέας άνοιξε βα[GLi]θύ λάκκο και πρόσφερε χοές (αναίμακτες θυσίες) από μέλι, γάλα, κρασί, νερό και αλεύρι.
Κατόπιν φωνάζοντας δυνατά, έταξε στις ψυχές των νεκρών να θυσιάσει στέρφες δαμάλες μόλις φτά[GLi]σει στην Ιθάκη και στον Τειρεσία το καλύτερο μαύρο κριάρι του κοπαδιού του. Στη συνέχεια έσφαξε τ’ αρνιά που είχε μαζί του, γιατί ήταν απαραίτητο, για να μιλήσουν οι ψυχές των νεκρών, να πιούνε ζεστό αίμα.
Μόλις έγινε η θυσία συγκεντρώθηκαν γύρω του χιλιά[GLi]δες σκιές πεθαμένων. Ο Οδυσσέας όμως τις εμπόδιζε να πλησιάσουν προτάσσοντας το σπαθί του, γιατί πρώτα ήθελε να μιλήσει με τον Τειρεσία.
Σε λίγο τον πλησίασε η ψυχή του Ελπήνορα, του νέου που σκοτώθηκε λίγο πριν την αναχώρησή τους από την Αία. Αυτός μπορούσε να συνομιλήσει μαζί του χωρίς να πιει αίμα γιατί ήταν ακόμη άταφος. Με κλάματα και λόγια αγωνίας του ζήτησε να τον θά[GLi]ψει μ’ όλες τις τιμές μόλις επέστρεφε στο νησί της Κίρκης, για να πάψει η ψυχή του να πλανιέται αδιάκοπα στον Άδη και να μη γίνει κακό στοιχειό για τον ίδιο τον Οδυσσέα.
Στη συνέχεια έφτασε κοντά του η ψυχή του μάντη Τειρεσία.
Αυτός ήπιε από το ζεστό αίμα της θυσίας και προφήτεψε όλες τις περιπέτειές του. Το ταξίδι της επιστροφής θα έχει πολλές δυσκολίες, γιατί είναι χολωμένος μαζί του ο θαλασσοσείστης Ποσειδώνας, επειδή τύφλωσε με δόλο το γιο του τον Πολύφημο. Όμως, παρόλα αυτά, είναι γραφτό να γυρίσουν στην πατρίδα. Μόνο πρέπει να είναι πολύ προσεχτικοί σαν[GLi]θα φτάσουν στη Θρινακία, στο νησί του Ήλιου δεν πρέπει με κανέναν τρόπο ν’ αγγίξουν τα βόδια και τα πρόβατα του λαμπρού θεού.
Αν συμβεί αυτό, τότε θα φτάσει μόνος του στην Ιθάκη μετά από πολλές ταλαιπωρίες, πάνω σε ξένο καράβι. Εκεί θα πρέπει να αντιμετωπίσει τους πολυάριθμους μνηστήρες της γυναίκας [GLi]του που διεκδικούν τη βασιλεία.
Μόλις τελειώσει με την επιχείρηση της εξόντωσης των μνηστήρων, τον συμβούλεψε να πάρει ένα κουπί και να ταξι[GLi]δέψει σε μακρινούς λαούς που δε γνωρίζουν τη θάλασσα.[GLi]
Μόλις φτάσει σε κάποιο τόπο που θα νόμιζαν οι κάτοικοι πως αυτό που κρατά είναι λιχνιστήρι (ξύλινο φτυάρι με το οποίο τινάζονται ψηλά τα αλωνισμένα δημητριακά και διαχωρίζεται με[GLi]τη βοήθεια του αέρα ο καρπός από το άχυρο), τότε να μπήξει το κουπί στη γη και να κάνει λαμπρή θυσία στον Ποσειδώνα. Κατόπι να επιστρέψει στην πα[GLi]τρίδα του όπου θα κυβερνήσει ευτυχισμένος το λαό του και ο θάνατος θα τον βρει σε βαθιά γεράματα.
Αφού πραγματοποίησε το βασικό του στόχο ο Οδυσσέας, στη συνέχεια συνομίλησε με αναρίθμητες ψυχές. Και[GLi]πρώτα-πρώτα με τη μητέρα του την Αντίκλεια, που ζούσε ακόμη [GLi] όταν ξεκίνησε για την εκστρατεία εναντίον της Τροίας. Αυτή τον πληροφόρησε για την κατάσταση στο παλάτι του. Η Πηνελόπη του είναι πιστή και τον περιμένει ακόμη. Ο γιος του, ο Τηλέμαχος, ορίζει τη βασιλική περιουσία.
Ο πατέρας του, ο γέρο Λαέρτης, ζει στο εξοχικό του σπίτι φτωχικά και ασχολείται με γεωργικές δουλειές, όμως τον βασανίζει ο καημός του Οδυσσέα που δε γύρισε ακόμη.
Τρεις φορές προσπάθησε ο πολυταξιδεμένος γιος ν’ αγκαλιάσει την τρυφερή του μάνα, μα ο ίσκιος της του ξέφευγε. Η Αντίκλεια του εξήγησε πως όταν πεθαίνουν οι θνητοί, δε συγκρατούν τα κόκαλα και τις σάρκες τους, παρά κυκλοφορούν σαν σκιές στον Κάτω[GLi]Κόσμο. Μετά τον προέτρεψε να γυρίσει αμέσως στο φως του ήλιου και απομακρύνθηκε.
Στη συνέχεια ο Οδυσσέας συνομίλησε μ’ ένα πλήθος από ηρωίδες της παράδοσης.
Πρώτα με την Τυρώ την κόρη του Σαλμωνέα, που ζευγάρωσε χωρίς τη θέλησή της με τον Ποσειδώνα [GLi]και απέκτησε δύο γιους, τον Πελία και τον Νηλέα. Στη συνέχεια με την κόρη του Ασωπού, την όμορφη Αντιόπη με την Αλκμήνη, τη μάνα του Ηρακλή, και τη Μεγάρη, την κόρη του Κρέοντα. Αλλά έδωσε αίμα και στην Ιοκάστη, τη γυναίκα και μάνα του Οιδίποδα που αυτοκτόνησε όταν έμαθε για την ανόσια σχέση της.
Επίσης συνο[GLi]μίλησε με τη Χλώρη, τη Λήδα, τη γυναίκα του Τυνδάρεου και μάνα της Ελένης, την Ιφιμέδεια, το ταίρι του Αλωέα, τη Φαίδρα, την Πρόκνη και την Αριάδνη, την κόρη του Μίνωα που ο Θησέας έφερε στην Αθήνα. Τέλος, άλλαξε κάποιες κουβέντες με την Κλυμένη, τη Μάιρα και την Εριφύλη.Οι ψυχές των γυναικών σκορπίστηκαν μετά από πολύ ώρα και τότε άρχισαν να πλησιάζουν τον Οδυσσέα οι ξακουστοί συμπολεμιστές του από την Τροία.
Πρώτος έφτασε ο Αγαμέμνονας, ο αρχηγός της εκστρατείας, περιτριγυρισμένος από τους συντρόφους του. Του διηγήθηκε με λεπτομέρειες το δόλιο τρόπο με τον οποίο η γυναίκα [GLi]του Κλυταιμνήστρα και ο εραστής της Αίγισθος δολοφόνησαν τον ίδιο, τους συντρόφους του και την Κασσάνδρα. Μετά από δέκα χρόνια πολέμου επέ[GLi]στρεψε στην πατρίδα του για να βρει άδικο και άτιμο θάνατο. Ο Αγαμέμνονας ζήτησε πληροφορίες για το γιο του τον Ορέστη, όμως ο Οδυσσέας δε γνώριζε τίποτα.
Κατόπιν πλησίασε η σκιά του Αχιλλέα, που τον συνόδευαν οι πιστοί του φίλοι, ο Πάτροκλος, ο Αντίλοχος και ο Αίαντας ο Τελαμώνιος. Μόλις ο ξακουστός ήρωας ήπιε από το αίμα της θυσίας και ανα[GLi]γνώρισε τον Οδυσσέα, έκπληκτος αναρωτήθηκε τι άλλο θα μπορούσε να σκαρφιστεί ο πολυμήχανος άντρας. Ο Οδυσσέας έπλεξε το εγκώμιο του πιο σπουδαίου ήρωα της Ιλιάδας, μα ο Αχιλλέας δήλωσε με πίκρα πως θα προτιμούσε να ζει σαν ένας απλός και φτωχός γεωργός παρά να είναι τιμημένος στο σκο[GLi]τεινό Άδη.
Μετά ρώτησε για τον πατέρα του τον Πηλέα και[GLi]το γιο του, τον Νεοπτόλεμο.
Ο Οδυσσέας δε γνώριζε τίποτε για τον τιμημένο γονιό του, όμως του διηγήθηκε όλα τα ανδραγαθήματα του γιου του στον πόλεμο. Έτσι η ψυχή του Αχιλλέα αποχώρησε χαρούμενη.
Κι άλλες ψυχές συνωστίζονταν γύρω από το ζωντανό βασιλιά. Μονάχα ο Αίαντας ο Τελαμώνιος ήταν[GLi] ακόμη χολωμένος με τον πολυμήχανο ήρωα για τη διαμάχη που είχαν οι δυο τους σχετικά με τα όπλα του Αχιλλέα.
Μάταια τον καλούσε να ξεχάσουν τις παλιές τους διαφορές αυτός σκυθρωπός απομακρύνθηκε γρήγορα.
Στη συνέχεια ο Οδυσσέας [GLi]είδε τον Μίνωα, [GLi]το γιο του Δία, που και στον Άδη συνέχισε να είναι δικαστής ανάμεσα στις ψυχές των νεκρών, μαζί με τον Ραδάμανθη και τον Αιακό.
Αλλά και τον Ωρίωνα, που συνέχιζε να βό[GLi]σκει κοπάδια στ’ απέραντα λιβάδια του Άδη. Όμως είδε και θνητούς που οι θεοί τους είχαν καταδικάσει σε αιώνια μαρτύρια γιατί είχαν ασεβήσει όσο ζούσαν.
Ένας ήταν ο Τιτυός, που τόλμησε να ενοχλήσει τη Λητώ, τη μάνα της Άρτεμης και του Απόλλωνα, γι’ αυτό δύο αετοί του κατέ[GLi]τρωγαν το συκώτι. Επίσης είδε τον Τάνταλο, που ήταν καταδικασμένος σε αιώνια δίψα και πείνα, γιατί παρέθεσε τις σάρκες του γιου του ως γεύμα στους θεούς. Έτσι, ενώ στεκόταν πλάι σε μια λίμνη, μόλις έσκυβε να σβήσει τη δίψα του, αμέσως τα νερά τραβιούνταν και το χώμα στέγνωνε.
Το ίδιο συνέβαινε και[GLi]με τους καρπούς των δέντρων που κρέμονταν πάνω από το κεφάλι του μόλις άπλωνε το χέρι του τα κλαδιά σηκώνονταν ψηλά.
Παρακολούθησε ακόμη και το μαρτύριο του Σίσυφου, που έσπρωχνε έναν τεράστιο βράχο από τους πρό[GLi]ποδες στην πλαγιά ενός βουνού κι όταν έφτανε στην κορφή, ο βράχος κυλούσε προς τα πίσω, κι άρχιζε πάλι από την αρχή.
Αυτά τα έπαθε ο άμυαλος για τους πολ[GLi]λούς του δόλους.
Έπειτα πλησίασε ο Ηρακλής, ο ξακουστός ήρωας.
Αυτός με παράπονο μίλησε για τους ασύγκριτους άθλους στους οποίους τον υπέβαλε ο Ευρυσθέας. Ακόμη θυμήθηκε τη δική του κάθοδο στον Άδη, όταν ο φοβερός θείος του, του ζήτησε ν’ ανεβά[GLi]σει στον Πάνω Κόσμο τον Κέρβερο, το τέρας που φύλαγε τις πύλες του Κάτω Κόσμου. Σε κάποια στιγμή ο Οδυσσέας βρέθηκε κυκλωμένος από χιλιάδες ψυχές νεκρών που ήθελαν να του μιλήσουν. Τότε, κερωμένος[GLi]από το φόβο του, τράβηξε για το καράβι τρέχοντας κι αμέσως έδωσε διαταγή να σαλπά[GLi]ρουν.