(Αλφαβήτα)
Το εικοστό δεύτερο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Δεν προέκυψε από το φοινικικό αλφάβητο, αλλά όπως το η, το φ, το ψ και το ω, επινοήθηκε από τους Έλληνες. Απέδιδε το δασύ φθόγ[GLi]γο που παράσταιναν τα γράμματα ΚΗ, QΗ ή απλώς Κ.
Το σχήμα του γράμματος υιοθετήθηκε από την Ιωνία, τα νησιά, εκτός της Ρόδου, την Αθήνα, τα Μέγαρα, την Κόρινθο, το Άργος και τις αποικίες του, όχι όμως από την Εύβοια και τη δυτική Στερεά Ελλάδα, όπου για το φθόγγο χ χρησιμοποιούσαν το σύμβολο Ψ, ενώ το σύμβολο Χ δήλωνε το φθόγγο ξ. Για το λόγο αυτό τα λατινικό αλφάβητο παρέλαβε και χρησιμοποίησε το σύμβολο Χ για το φθόγγο ξ, όπως έγινε και με τις νεολατινικές γλώσσες.
Στην αρχή προφερόταν ως κλειστό κ με δασύ πνεύμα. Από το 400 π.Χ. στην Αττική άρχισε να προφέρεται σαν ηχηρό χ με πνεύμα. Η συγγένεια του χ με το κ παρατηρείται μερικές φορές και σήμερα (ευχή – ευκή, άσχημος – άσχημος).
Το αρχαίο ελληνικό χ ήταν φθόγγος ουρανικός, άφωνος, δασύς, ενώ το νεοελληνικό είναι εξακολουθητικό, ουρανικό ή υπερωικό.
Το χ στην αρχαία ελληνική τρέπεται: α) σε κ πριν από τα τ και σ: (σ)έχ–σω έ–ξω (μέλ. του έχω), β) σε γ πριν από ηχηρά σύμφωνα: βεβρε–χμένος > βεβρεγμένος, γ) σε σσ, όταν βρίσκεται μαζί με το j ορύχ–jω > ορύσσω. Στην αρχαία ελληνική γλώσσα υπάρχει και υστερογενές χ που προήλθε από τα ουρανικά κ και γ πριν από δασυνόμενο φωνήεν ή δασύ σύμφωνο, π.χ. λέγω–ελέχθην, κακ–υποψία > καχυποψία.
Στη νέα ελληνική γλώσσα το χ συχνά προέρχεται από το αρχαίο κ πριν από το τ: κτένιον > χτένι, κτίζω > χτίζω, οκτώ > οχτώ.
Ως αριθμητικό το χ΄ δηλώνει τον [GLi] αριθμό 600 και το ِχ τον αριθμό 600.000. Στα ομηρικά έπη το Χ δηλώνει την εικοστή δεύτερη ραψωδία της Ιλιάδας και το χ την εικοστή δεύτερη ραψωδία της Οδύσσειας.