(ΥΓΕΙΑ)
Πάθηση που χαρακτηρίζεται από υπερβολική δίψα και από την ύπαρξη μεγάλων ποσοτήτων ούρων με μικρό ειδικό βάρος, που δεν περιέχουν ανώμαλα συστατικά.
Οφείλεται είτε στην έλλειψη της αντιδιουρητικής ορμόνης που φυσιολογικά παράγεται από τον υποθάλαμο και αποθηκεύεται στον οπίσθιο λοβό της υπόφυσης, είτε σε ένα ελάτ[GLi]τωμα των νεφρικών σωληναρίων.
Όταν η διαταραχή οφείλεται σε έλλειψη αντιδιουρητικής ορμόνης,
στο 1/3 των περιπτώσεων υπάρχει πρωτοπαθής ή δευτεροπαθής όγκος στην περιοχή του μίσχου της υπόφυσης.
Στο άλλο 1/3 των περιπτώσεων δεν υπάρχει εμφανής αιτία και έτσι η κατάσταση ονομάζεται ιδιοπαθής.
Το υπόλοιπο 1/3 των περιπτώσεων οφείλεται σε μια ποικιλία αλλοιώσεων που περιλαμβάνουν τραύμα, μηνιγγίτιδα στη βάση του κρανίου και κοκκιωματώδεις αλλοιώσεις της περιοχής του μίσχου της υπόφυσης.
Όταν τα νεφρικά σωληνάρια αποτυγχάνουν να ανταποκριθούν στην αντιδιουρητική ορμόνη, αυτό οφείλεται σε γενετική βλάβη που είναι φυλοσύνδετη υπολειπόμενου χαρακτήρα και η νόσος αποκαλείται νεφρογενής άποιος διαβήτης.
Μεταβολικές ανωμαλίες, όπως υπερασβεστιαιμία και υποκαλιαιμία προκαλούν στα νεφρικά σωληνάρια μικρότερη ευαισθησία για την αντιδιουρητική ορμόνη και μερικά φάρμακα, όπως το λίθιο και οι τετρακυκλίνες έχουν παρόμοιο αποτέλεσμα.
Αν η πάθηση οφείλεται σε έλλειψη της αντιδιουρητικής ορμόνης, η θεραπεία γίνεται με ένα ανάλογο της φυσικής ορμόνης, της δεσμοπρεσίνης, που είναι ισχυρότερη από τη φυσική ορμόνη, αλλά με μικρότερη υπερτασική δραστηριότητα.
Έχει επίσης το πλεονέκτημα ότι μπορεί να απορροφηθεί από το ρινικό βλεννογόνο και έτσι δε χρειάζεται να γίνει ενέσιμα.
Ο νεφρογενής άποιος διαβήτης δεν μπορεί να θεραπευτεί με τη δεσμοπρεσίνη.
Ο όγκος των ούρων, όμως, μπορεί να ελαττωθεί στο μισό με ένα θειαζιδικό διουρητικό.
Ο άποιος διαβήτης είναι μια σχετικά σπάνια πάθηση και πρέπει να ξεχωρίζεται ολοκληρωτικά[GLi]από το σακχαρώδη διαβήτη,
που είναι εντελώς ξεχωριστή πάθηση.