Γεννήθηκε και πέθανε στη Ρώμη. Καταγόταν από την Ιουλία γενιά, που για γενάρχη της λογάριαζε τον Ίουλο, γιο του Αινεία.
Ως ανιψιός του Μάριου και αργότερα ως σύ[GLi]ζυγος της Κορνηλίας, κόρης του Κίννα, συνδέθηκε με τους δημοκρατικούς, γι’ αυτό και υποχρεώθηκε από το δικτάτορα Σύλλα να φύγει στην Ασία (82 π.Χ.).
Στη Ρώμη γύρισε μετά το θάνατο του Σύλλα (78 π.Χ.) και αμέσως επιδόθηκε στην πολιτική.
Στην αρχή προσπάθησε να κερδίσει την εύνοια της δημοκρατικής μερίδας.
Πήγε στη Ρόδο, όπου σπούδασε ρητορική κοντά στον Απολλώνιο το Μόλωνα. Μετά το Μιθριδατικό πόλεμο γύρισε στη Ρώμη, όπου ξόδεψε όλη την πατρική του περιουσία για να ενισχύσει τις φιλικές του σχέσεις με τους πληβείους και κατόρθωσε να πάρει γρήγορα διάφορα αξιώματα. Το 67 παντρεύτηκε την κόρη του Πομπήιου Ρούφου και το 65 έγινε αγορανόμος. Κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του αυτής έγινε πολύ αγαπητός στο λαό επιδεικνύοντας τις δημοκρατικές του προθέσεις με την αποκατάσταση της μνήμης του Μάριου. Στα 63/2, όντας πραίτορας, θεωρήθηκε ύποπτος για συμμετοχή στη συνωμοσία του Κατιλίνα και αναγκάστηκε να φύγει στην Ισπανία ως προπραίτορας (61/60). Εκεί, με τις στρατιωτικές και οργανωτικές επιτυχίες του, απέκτησε τόση φήμη και πλούτο, ώστε όταν ξαναγύρισε στη Ρώμη, δημιούργησε μαζί με τον Κράσο και τον Πομπήιο την «Πρώτη Τριανδρία» (Ιούλιος του 60 π.Χ.), ενώ ένα χρόνο αργότερα εκλέχτηκε ύπατος. Με τη λήξη της υπατείας του διορίστηκε ανθύπατος για πέντε χρόνια στην «Εντεύθεν και την πέραν των [GLi] Γαλατία» (58 π.Χ.). Παίρνοντας αφορμή από μια εξέγερση ορισμένων γαλατικών φυλών, υπέταξε ολόκληρη τη χώρα. Το 57-56 νίκησε τους Βέλγους και το 55-54 επιχείρησε εισβολή στη Βρετανία. Οι Γαλάτες και ο αρχηγός του Βερκιγκετόριξ, μετά τις πρώτες τους επιτυχίες, αναγκάστηκαν να παραδοθούν στην Αλεσία (52 π.Χ.) μετά από πολιορκία. Έτσι ο Καίσαρας επέβαλε την ειρήνη, οργάνωσε τη Γαλατία και στρατολόγησε από αυτή λεγεώνες (51 π.Χ.). Την ίδια χρονιά ο Πομπήιος εκλέχτηκε από τη σύγκλητο μοναδικός ύπατος, αφού ο Κράσος σκοτώθηκε κατά την εκστρατεία εναντίον των Πάρθων το 53 π.Χ. Αυτός έπεισε τη σύγκλητο να μη δεχτεί την αίτηση του Καίσαρα για την υπατεία του 48 π.Χ. και να διατάξει την επιστροφή των γαλατικών λεγεώνων στη Γαλατία. Ο Καίσαρας δίχως να χάσει καιρό βάδισε κατά της Ρώμης (Δεκέμβριος του 50 π.Χ.), αφού πέρασε τον ποταμό Ρουβίκωνα. Έτσι άρχισε ο εμφύλιος πόλεμος (49-45 π.Χ.).
Ο Πομπήιος κατέφυγε τότε στην Ελλάδα, ενώ ο Καίσαρας κατέλαβε τη Ρώμη, νίκησε τα ισπανικά στρατεύματα και συνέτριψε τις δυνάμεις του αντιπάλου του[GLi] στα Φάρσαλα της Θεσσαλίας (Αύγουστος του 48 π.Χ.). Αυτή τη φορά ο Πομπήιος κατέφυγε στην Αίγυπτο, όπου όμως δολοφονήθηκε με διαταγή του βασιλιά Πτολεμαίου Διόνυσου (51-47 π.Χ.).
Ο Καίσαρας ήρθε στην Αίγυπτο, τιμώρησε τους δολοφόνους του Πομπήιου και ύστερα από τη νίκη του στον αλεξανδρινό πόλεμο (Νοέμβριος του 48 π.Χ.) ανέβασε στο θρόνο την Κλεοπάτρα, αδελφή του Πτολεμαίου. Από το δεσμό του με την Κλεοπάτρα ο Καίσαρας απέκτησε ένα γιο, τον Καισαρίωνα. Αμέσως μετά έφυγε για τη Μ. Ασία, όπου κοντά στην πόλη Ζήλα νίκησε το Φαρνάκη, βασιλιά του Κιμμέριου Βόσπορου (47 π.Χ.). Τέλος κοντά στη Μούνδα της Ισπανίας συνέτριψε και τους τελευταίους οπαδούς του Πομπήιου (45 π.Χ.). Τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου γύρισε ένδοξος στη Ρώμη, όπου αποθεώθηκε από το λαό στους μεγαλοπρεπείς θριάμβους και τις άλλες λαμπρές γιορτές που διοργανώθηκαν. Ήταν τώρα μόνος άρχοντας του απέραντου κράτους. Ως ισόβιος ύπατος και δικτάτορας από το Μάρτη του 44 π.Χ., κατείχε όλες τις εξουσίες, όντας[GLi] μέγας ποντίφικας (αρχηγός της θρησκείας) από το 63 π.Χ. και praefectus των ηθών από το 46 π.Χ. Απέκτησε ακόμη το απαραβίαστο του προσώπου του απολαμβάνοντας τη «δημαρχιακή εξουσία» (tribunicia potestas), δίχως ο ίδιος να είναι δήμαρχος, και ανέλαβε την αρχηγία του στρατού ως imperator. Εξέδιδε συγκλητικά διατάγματα αντί της Συγκλήτου και είχε το δικαίωμα της ειρήνης και του πολέμου. Τότε διόρθωσε και το ημερολόγιο, που γι’ αυτό προς τιμή του ονομάστηκε ιουλιανό, και στο οποίο ο 7ος μήνας έχει το όνομά του.
Ο Καίσαρας έδειξε μετριοπάθεια για τους πολιτικούς του αντιπάλους χορηγώντας αμνηστία.
Καταπολέμησε την ανεργία, αναγκάζοντας τους γαιοκτήμονες να παίρνουν εκτός από τους δούλους και ελεύθερους πολίτες ως εργάτες. Ίδρυσε εμπορικές και στρατιωτικές αποικίες και έστειλε φτωχούς Ρωμαίους πολίτες σε πλούσιες χώρες.
Λιγόστεψε τα δημόσια έξοδα, αποκατέστησε τους παλαίμαχους και τα παιδιά των προγραμμένων. Ήδη γεννιόταν μέσα από τις βαθιές πολιτικές και κοινωνικές ανακατατάξεις ένας καινούριος κόσμος.
Το Φεβρουάριο του 44 π.Χ., όταν προετοίμαζε την εκστρατεία κατά των Πάρθων, με τη βοήθεια του ανιψιού του Οκταβιανού, άρχισε να αυξάνεται η δυσαρέσκεια εκείνων που έβλεπαν στο πρόσωπό του τον άνθρωπο που, μόλο που ξεκίνησε από τη δημοκρατία, έβαζε τα θεμέλια ενός προσωποπαγούς καθεστώτος.
Είχε αρνηθεί βέβαια το στέμμα που δημόσια του πρόσφερε ο Μάρκος Αντώνιος, αλλά μόνο γιατί ο λαός[GLi] κράτησε μια εχθρική σιωπή. Εμφανιζόταν όμως με πορφύρα και δάφνινο στεφάνι και στη Σύγκλητο καθόταν πάνω σε χρυσό θρόνο.
Η αξίωσή του να έχει τον τίτλο του βασιλιά έξω από τη Ρώμη οδήγησε στη συνωμοσία των δημοκρατικών με πρωτεργάτες τον Κάσσιο και το Βρούτο. Έτσι, στις 15 Μαρτίου (Ειδοί του Μαρτίου) του 44 π.Χ. ο Καίσαρας δολοφονήθηκε κατά τη συνέλευση της Συγκλήτου μπροστά στον ανδριάντα του Πομπήιου. Τα πολεμικά του απομνημονεύματα έγραψε ο Καίσαρας στα δύο βιβλία του για το Γαλατικό και τον εμφύλιο πόλεμο, υποδείγματα για τη σαφήνεια και τη λιτότητα του ύφους τους.
Εκτός αυτών έγραψε και έργα που χάθηκαν, όπως τη γλωσσολογική πραγματεία «De Analogia», μια αστρονομική μελέτη, μια τραγωδία με θέμα τον Οιδίποδα κ.ά.