(BOTANIKH)
Δέντρο αιωνόβιο που ζει 150-200 χρόνια ή και περισσότερα και ανήκει στην οικογένεια Γιουγκλανδίδες. . . .
Είναι αυτοφυές στη Δυτική Ασία, τα Βαλκάνια και την Ελλάδα.
Έχει τεράστια περίμετρο κορ[GLi]μού και κώμης και το ύψος της φτάνει τα 25-30 μ.
Στην Ελλάδα η καρυδιά που καλλιεργείται περισσότερο είναι η βασιλική καρυδιά (Γιούγκλανς η βασιλική), υπάρχουν όμως άλλα επτά είδη (η αμερικανική, του Πεκάν κ.ά.) που καλλιεργούνται σε άλλα μέρη του κόσμου.
Πατρίδα της καρυδιάς είναι η Ανατολή με πιο πιθανά κέντρα προέλευσής της την Ινδία, τον Καύκασο και την Κίνα.
Στην Ευρώπη ήρθε μάλλον μέσω Περσίας, γι’ αυτό και είναι γνωστή ως περσική καρυδιά.
Οι αρχαίοι Έλληνες και Ρωμαίοι γνώριζαν την καλλιέργειά της.
Ειδικά στη Βόρεια Ελλάδα τη θεωρούσαν ως ιερό δέντρο του Δία και την ονόμαζαν «Διός βάλανο» (Jovis glans).
Από εκεί προέρχεται το επιστημονικό της όνομα juglans.
Η καρυδιά έχει φύλλα σύνθετα, που αποτελούνται από 9-14 ωοειδή φυλλίδια και φτάνουν σε μήκος 25-30 εκ.
Τα άνθη της είναι χωριστά αρσενικά και θηλυκά, αλλά βρίσκονται στο ίδιο δέντρο (μόνοικο).
Τα αρσενικά άνθη σχηματίζουν ταξιανθία ίουλο και βγαίνουν στους βλαστούς του προηγούμενου χρόνου, ενώ τα θηλυκά στους ετήσιους νεαρούς βλαστούς.
Ο καρπός της καρυδιάς, το γνωστό καρύδι, είναι δρύπη με περγαμηνώδες περίβλημα (περικάρπιο), σκληρό ενδοκάρπιο που το αποτελούν δύο καρπόφυλλα ενωμένα σε εμφανή διαχωριστική ένωση και σπέρμα χωρισμένο σε 4 τμήματα (λοβούς) με ελαιούχα και εύγευστη ψίχα.
Η συγκομιδή του γίνεται το Σεπτέμβριο, όταν μαυρίζει το περικάρπιο, που σχίζεται και ελευθερώνει τον πυρήνα. Όσοι καρποί μαζευτούν με το χέρι, πρέπει να αποχωριστούν από το περικάρπιο, οπότε πλέ[GLi]νονται και στεγνώνουν στον ήλιο, γιατί διαφορετικά μαυρίζουν.
Αν συμβεί αυτό πρέπει να γίνει τεχνητή λεύκανση με διάφορες μεθόδους.
Είναι δέντρο των δροσερών και υγρών περιοχών, ανθεκτικό στις χαμηλές χειμερινές θερμοκρασίες. Προτιμά έδαφος αμμοπηλώδες ή πηλοαμμώδες βαθύ, καλά αποστραγγιζόμενο με αρκετό κάλιο και ανθεκτικό στο ασβέστιο.
Σε έδαφος πλούσιο σε άζωτο παίρνει τεράστια ανάπτυξη, αλλά έχει όψιμη καρποφορία.
Στην Ελλάδα καλλιεργείται στις πλαγιές των βουνών και στις ρεματιές.
Πολλαπλασιάζεται με σπόρους (καρύδια) και εμβολιασμό. Τα καρύδια, για να βλαστήσουν, στρωματώνονται από το Νοέμβριο σε κιβώτια με άμμο ή σε καλά αποστραγγιζόμενα μέρη του εδάφους (τζάκια).
Τα νεαρά φυτά μεταφυτεύονται στο φυτώριο μόλις «κεντρώσουν», δηλαδή αποκτήσουν ριζίδιο 2-3 εκ., και μετά 2-4 χρόνια μεταφέρονται στον οπωρώνα.
Επειδή όμως η καρυδιά στο φυτώριο έχει πασσαλώδη ρίζα που συνήθως σπάζει κατά τις μεταφυτεύσεις, η σπορά γίνεται απευθείας στον οπωρώνα, σε λάκκους με αμμοπηλώδες χώμα. Αν δεν πρόκειται να γίνει εμβολιασμός, χρησιμοποιούμε καρύδια εκλεκτών ποικιλιών.
Ο εμβολιασμός είναι αρκετά δύσκολος και γίνεται Μάιο-Ιούλιο. Εμβολιασμός γίνεται σπάνια γιατί δύσκολα πετυχαίνει.
Στα πρώτα χρόνια κάμνομε κλαδέματα, για να δώσουμε στο δένδρο κανονικό σχήμα. Αργότερα καθαρίζομε μόνο το δένδρο από τα ξερά κλαριά. Κοπρίζουμε κάθε 4 χρόνια από 30 – 50 κιλά κοπριάς στο δένδρο, σκάβοντας γύρω-γύρω ένα λάκο, στον οποίο βάζομε κοπριά και τη σκεπάζομαι. Όπου τα χωράφια είναι υγρά δεν χρειάζονται πότισμα, όπου όμως είναι ξηρά γίνονται 4 – 5 ποτίσματα το καλοκαίρι.
Η καρυδιά κάνει καρπούς από το 10ο χρόνο και φτάνει στην μεγαλύτερη παραγωγή μετά 50 – 60 χρόνια, δίνοντας 100 – 150 κιλά καρύδια το κάθε δένδρο τον χρόνο.
Διακρίνουμε τρεις ποικιλίες καρυδιών:
α) τα απαλοκέλυφα ή αφράτα (τσιποκάρυδα, βασιλικά κ.ά.),
β) τα ημίσκληρα (αβγουλάτα, αγιορείτικα κ.ά.) και
γ) τα σκληροκέλυφα (σιδερίτες κ.ά.). Η καρποφορία όλων αρχίζει από το 10ο έτος.
Σπουδαιότεροι εχθροί της καρυδιάς είναι:
α) Η καρποκάψα, που καταπολεμάται με ραντίσματα με τα γνωστά εντομοκτόνα,
β) ο άνθρακας και
γ) η σηψιριζία, που καταπολεμούνται με εντομοκτόνα.
Ο καρπός της καρυδιάς είναι πολύ θρεπτική τροφή, πλούσια σε λίπη (55%) και πρωτεΐνες (14%) και χρησιμοποιείται πολύ, ιδίως στη ζαχαροπλαστική.
Το ξύλο της είναι πολυτιμότατο για την κατασκευή επίπλων, στην τορνευτική και χειροτεχνία, την κατασκευή καπλαμάδων κ.α.
Τα φύλλα της καρυδιάς περιέχουν τανίνη, ενώ η φλούδα του καρπού όταν είναι πράσινη περιέχει βιταμίνη C, άμυλο, τανίνη, οργανικά οξέα και ανόργανα άλατα.
Τα φύλλα της καρυδιάς έχουν τονωτικές, στυπτικές και καθαρτικές ιδιότητες, διεγείρουν την όρεξη, βοηθούν την πέψη, μειώνουν το ζάχαρο του αίματος και των ούρων, ενώ σε εξωτερική χρήση ο χυμός τους είναι ευεργετικός για τα μαλλιά και το δέρμα.
Λέγεται ότι ο ίσκιος της καρυδιάς είναι βαρύς γιατί όποιος κοιμηθεί κάτω από καρυδιά εισπνέει τη μυρωδιά της και πέφτει σε βαθύ ύπνο.