(Ζωολογία)
Γένος μικρών θηλαστικών της οικογένειας Λεπορίδες, της τάξης των Λαγόμορφων. Πιο χαρακτηριστικό είδος της Μεσογείου είναι ο Ορυκτόλαγος ο κόνικλος, κοινά κουνέλι.
Το κουνέλι μοιάζει με το λαγό, αλλά [GLi] είναι πιο μικρό, με πιο κοντά πόδια και μεγαλύτερο ρύγχος. Το μήκος του είναι 30–45 εκ. και το σώμα του καταλήγει σε μια μικρή ουρά.
Τα κουνέλια ζουν σε υπόγειες φωλιές που σκάβουν μόνα τους. Οι φωλιές αυτές χρησιμοποιούνται διαδοχικά από πολλές γενιές και έτσι μεγαλώνουν σε έκταση και γίνονται πολύπλοκες σαν μικρές πόλεις. Κινούνται με μικρά πηδήματα πατώντας στα πίσω πόδια τους που είναι λίγο μακρύτερα από τα μπροστινά. Τρέφονται με όλα τα είδη βλάστησης. Τρώνε τόσο μεθοδικά, που αν έμεναν ανεμπόδιστα θα απογύμνωναν γρήγορα ολόκληρα λιβάδια. Στο πάνω σαγόνι τους έχουν 4 κοπτήρες τοποθετημένους έτσι, ώστε να κόβουν αμέσως το χόρτο. Τα δόντια αυτά φθείρονται από τη χρήση, αλλά ταυτόχρονα μεγαλώνουν συνεχώς. Το πεπτικό τους σύστημα παρουσιάζει το εξής φαινόμενο: Η τροφή, αφού χωνευτεί, αποβάλλεται το βράδυ σε μορφή μαλακών περιττωμάτων. Τα περιττώματα αυτά είναι πλούσια σε πρωτεΐνες, βακτήρια και βιταμίνη Β, γι’ αυτό το πρωί τα κουνέλια καταπίνουν πάλι τη μισοχωνεμένη αυτή τροφή και αργότερα αποβάλλουν τα τελικά προϊόντα της πέψης, που είναι ξερά και συμπαγή.
Το θηλυκό κουνέλι γεννά 3–6 φορές το χρόνο, από την άνοιξη ως το φθινόπωρο, από 4 ως 6 μικρά. Τα νεογέννητα είναι τυφλά, κουφά και χωρίς τρίχωμα, αλλά μέσα σε 5–8 μήνες φτάνουν στην πλήρη τους ανάπτυξη, ενώ το θηλυκό ωριμάζει γεννητικά σε 3–4 μήνες.
Τα κουνέλια έχουν εξημερωθεί και[GLi] εκτρέφονται από τον άνθρωπο για το κρέας τους και το δέρμα τους.