Η μελισσοκομία χωρίζεται σε δύο κλάδους:
τη νομαδική και τη μόνιμη.
Στη νομαδική οι κυψέλες μεταφέρονται από τον έναν τόπο στον άλλο, ανάλογα με την ανθοφορία της περιοχής, ενώ στη μόνιμη οι κυψέλες μένουν πάντα στο ίδιο μέρος.
Γενικά, για την εγκατάσταση[GLi] μιας κυψέλης ο μελισσοτρόφος πρέπει να γνωρίζει την τοπική βλάστηση και να τοποθετεί τις κυψέλες όσο το δυνατό πιο κοντά στα μελισσοτροφικά φυτά, όπως το θυμάρι, η ρίγανη, η λεβάντα, το θρουμπί, τα ερείκια και τα οπωροφόρα δέντρα (πορτοκαλιές, λεμονιές, μηλιές κτλ.). Επίσης, κατά την τοποθέτηση θα πρέπει να προσέξει, ώστε η κυψέλη να προφυλάσσεται από την υγρασία, τους ανέμους και να βρίσκεται κοντά σε καθαρό νερό.
Βασική προϋπόθεση για την καλή παραγωγή είναι ο πυκνός αριθμός μελισσών μέσα στην κυψέλη. Μια καλή κυψέλη πρέπει να έχει τουλάχιστο 40-50 χιλιάδες μέλισσες. Ο μελισσοκόμος δεν πρέπει να ενοχλεί τις μέλισσες με συχνές επισκέψεις και καπνίσματα, γιατί αυτό τις εξασθενεί.
Η μελισσοκομία δεν απαιτεί πολύ χρόνο εργασίας, αλλά προσεκτική, ακριβή και γρήγορη εργασία. Οι κυψέλες είναι έτσι κατασκευασμένες, ώστε οι κερήθρες να[GLi] είναι τοποθετημένες σαν κάθετα κινητά ράφια που αφήνουν μεταξύ τους διάκενα, για να κινούνται ανάμεσα σ’ αυτά οι μέλισσες. Σε κάθε κυψέλη υπάρχει το τμήμα ωοτοκίας, όπου εκκολάπτονται συνέχεια οι νέες γενιές μελισσών, και το τμήμα προμηθειών, όπου αποθηκεύεται το μέλι. Ο μελισσοκόμος υπολογίζει πότε θα έχουν γεμίσει οι κερήθρες και τότε πηγαίνει στην κυψέλη, βγάζει τις κερήθρες, που όπως προαναφέρθηκε είναι κινητές, ανοίγει τα καλύμματα των κελιών και με ένα ειδικό μηχάνημα, το μελιτοεξαγωγέα, παίρνει το μέλι χωρίς να βλάψει τα κελιά. Οι άδειες κερήθρες τοποθετούνται πάλι στην κυψέλη για να ξαναγεμίσουν. Ο μελισσοκόμος πρέπει να γνωρίζει, επίσης, πότε η παλιά βασίλισσα και το σμήνος της θα εγκαταλείψουν την κυψέλη. Τότε τοποθετεί δίπλα στην παλιά κυψέλη μια νέα στην οποία εγκαθίσταται το νέο σμήνος.
Αν το νέο σμήνος βγει και δε βρει κυψέλη να εγκατασταθεί, τότε πηγαίνει σε κάποιο γειτονικό δέντρο και σχηματίζει σωρό γύρω από τη βασίλισσα. Σ’ αυτή την περίπτωση ο μελισσοκόμος πρέπει να ζαλίσει τις μέλισσες με το «καπνιστήρι» και να τις μαζέψει μέσα σε σάκους για να τις τοποθετήσει έπειτα στη νέα κυψέλη.
Η μελισσοκομία είναι μια πολύ αποδοτική ασχολία και μπορεί, μάλιστα, να συνδυαστεί με διάφορες καλλιέργειες (ανθοκομικές, δενδροκομικές, λαχανοκομικές). Οι μέλισσες παίρνουν βέβαια το νέκταρ από τα λουλούδια, αλλά παράλληλα τα γονιμοποιούν με τη γύρη που κολλάει στο σώμα τους, με αποτέλεσμα να βελτιώνεται η παραγωγή. Έχει αποδειχτεί ότι σε μέρη όπου υπάρχουν μελίσσια η δενδροκομία και η κηπουρική παρουσιάζουν διπλάσια παραγωγή.
Η Ελλάδα είναι μια από τις γνωστότερες μελισσοτροφικές χώρες στον κόσμο.
Το ελληνικό μέλι είναι ένα από[GLi] τα καλύτερα και αυτό οφείλεται στο καλό κλίμα, την κατάλληλη μορφολογία του εδάφους και την αφθονία των μελισσοτροφικών φυτών.