Έχει τρία ζευγάρια χορδών (λα οξύ, ρε, λα βαρύτερο). Στο πρώτο από αυτά (λα οξύ) παίζεται η μελωδία και στα άλλα δύο η συνοδεία της. Το όνομα του οργάνου (που παλιά κατασκευαζόταν από τους ίδιους τους οργανοπαίχτες) προέρχεται από το τουρκικό «βοζούκ».
Αυτό υποδηλώνει και την ανατολίτικη προέλευσή του.
Το μπουζούκι χρησιμοποιήθηκε πλατιά[GLi]στον ελλαδικό χώρο μετά τη μικρασιατική καταστροφή (1922) και ταυτίστηκε με την εμφάνιση και την ανάπτυξη του ρεμπέτικου τραγουδιού.
Αργότερα ο μεγάλος δεξιοτέχνης του οργάνου Μ. Χιώτης πρόσθεσε άλλο ένα ζευγάρι χορδές για να αυξήσει τις εκφραστικές δυνατότητες του μπουζουκιού.