(Γεωγραφία)
Ιστορική πόλη της Πελοποννήσου, στο νομό Αργολίδας. Αποτελεί έδρα του δημοτικού διαμερίσματος Ναυπλιέων και του δήμου Ναυπλίου. Έχει την παλαιά απογραφή 13.822 κατοίκους και με την νεότερη απογραφή του 2021 είναι ανερχόμενοι στους 14.532 κατοίκους.
Η πόλη διατηρεί μια εντελώς ιδιότυπη όψη, που οφείλεται στα ιστορικά μνημεία που διασώζονται.
Στη χερσόνησο της Ακροναυπλίας[GLi]βρίσκεται το ομώνυμο φρούριο, που χτίστηκε στην αρχαιότητα και επισκευάστηκε από τους Φράγκους και τους Βενετούς.
Το κάστρο του Παλαμηδιού, χτισμένο από τους Βενετούς στο 17ο αιώνα, διατηρείται ακόμα σε πολύ καλή κατάσταση. Βενετσιάνικο είναι και το φρούριο που βρίσκεται στο Μπούρτζι, το μικρό νησί μπροστά από το λιμάνι του Ναυπλίου, απ’ όπου φαίνεται πανοραμικά όλη η πόλη.
Μέσα στην πόλη επίσης διατηρούνται χαρακτηριστικά μνημειακά οικοδομήματα, όπως το βενετσιάνικο κτίριο που χρησιμοποιούνταν ως οπλοθήκη και στεγάζει το αρχαιολογικό μουσείο του Ναυπλίου, το τούρκικο τζαμί, όπου στεγάστηκε η πρώτη Βουλή των Ελλήνων, διάφορα χαρακτηριστικά νεοκλασικά κτίρια (όπως το Γυμνάσιο, τα Δικαστήρια, αρχοντικά κτλ.), αξιόλογοι από αρχιτεκτονική άποψη ναοί (Αγίου Γεωργίου, Αγίου Σπυρίδωνα, στην είσοδο του οποίου δολοφονήθηκε ο Καποδίστριας) κ.ά.
Ιστορία. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, στη θέση του σημερινού Ναυπλίου ιδρύθηκε από τον Ναύπλιο η πόλη Ναυπλία, η οποία οχυρώθηκε με κυκλώπεια τείχη. Οι αρχαιολογικές μαρτυρίες εξάλλου μαρτυρούν ότι η Ναυπλία είχε κατοικηθεί από τη μυκηναϊκή εποχή ήδη. Μετά το τέλος του β’ μεσσηνιακού πόλεμου (667 π.Χ.) καταλήφθηκε από τους Αργείους και από τότε έγινε το επίνειο του Άργους και ακολούθησε την τύχη του.
Το σύγχρονο όνομά της η πόλη το πήρε κατά το μεσαίωνα. Κατά το 12ο αιώνα έγινε ηγεμόνας της ο Θεόδωρος Σγουρός, τον οποίο διόρισε ο αυτοκράτορας Μανουήλ Κομνηνός (1180). Ο γιος και διάδοχος του Θεόδωρου, Λέων Σγουρός, μεγάλωσε το κράτος του και πολέμησε εναντίον των Φράγκων. Μετά το θάνατο του Λέοντα η γυναίκα του παραχώρησε την πόλη στο δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Άγγελο Κομνηνό. Το 1212 την κυρίεψε ο Γοδεφρείδος Βιλλαρδουίνος και την έδωσε[GLi]στο δούκα της Αθήνας Όθωνα Ντελαρός.
Το 1388 η πόλη πέρασε στην κυριαρχία των Βενετών, που ενίσχυσαν την οχύρωσή της, έχτισαν το φρούριο στο νησάκι Μπούρτζι και έκαναν την πόλη σημαντική ναυτική τους βάση.
Το 1396 πολιόρκησαν το Ναύπλιο οι Τούρκοι, αλλά αποκρούστηκαν. Την ίδια τύχη είχαν και δύο ακόμη απόπειρες, το 1463 και το 1500, να το καταλάβουν. Το 1537 όμως εγκατέστησαν στενή πολιορκία που κράτησε πάνω από τρία χρόνια. Τελικά οι Βενετοί αναγκάστηκαν να παραδώσουν την πόλη στους Τούρκους, με συνθήκη, το Νοέμβριο του 1540.
Το 1686 ο Βενετός Φραγκίσκος Μοροζίνης, ύστερα από ασφυκτική πολιορκία, κυρίεψε την πόλη και συμπλήρωσε την οχύρωσή της με τα φρούρια της Ακροναυπλίας και του Παλαμηδιού.
Το Ναύπλιο έγινε πρωτεύουσα του νομού Ρομανίας, εξωραΐστηκε και γνώρισε μεγάλη ακμή.
Το 1715 την πολιόρκησαν πάλι οι Τούρκοι και κατόρθωσαν να την καταλάβουν στις 9 Ιουλίου, ύστερα από προδοσία του Γάλλου φρούραρχου του Παλαμηδιού και αρχηγού του πυροβολικού Ντε λα Σάλα.
Αρχηγός του τουρκικού στρατού ήταν ο ικανός Νταούτ πασάς.
Το Ναύπλιο έγινε για μεγάλο χρονικό διάστημα πρωτεύουσα του βιλαετιού του Μοριά (ως το 1770). Το 1779 έφτασε με στόλο ο Καπουδάν πασάς και, αφού ξεγέλασε τους Αλβανούς που λυμαίνονταν την πόλη, τους γκρέμισε από τα βράχια του Παλαμηδιού, στη σημερινή θέση Αρβανιτιά.
Όταν ξέσπασε η Επανάσταση του 1821, οι Έλληνες, με επικεφαλής τον αρχιμανδρίτη Αρσένιο Κρέστα και τους οπλαρχηγούς Στάικο Σταϊκόπουλο και Αναγνώστη Αναγνωστόπουλο, πολιόρκησαν την πόλη, δεν μπόρεσαν όμως να την καταλάβουν, παρά τη ναυτική βοήθεια που τους πρόσφερε η Μπουμπουλίνα (4-10 Απριλίου 1821).
Ο Σταϊκόπουλος και ο Νικηταράς έκαναν και άλλες προσπάθειες για να την καταλάβουν, αλλά δεν το κατόρθωσαν, γιατί οι Τούρκοι εφοδιάζονταν τακτικά από τον τουρκικό στόλο.
Όταν όμως καταστράφηκε ο στρατός του Δράμαλη και ο ελληνικός στόλος πέτυχε το ναυτικό αποκλεισμό της πόλης, η κατάσταση των Τούρκων έγινε απελπιστική.
Τα μεσάνυχτα στις 29 Νοεμβρίου 1822 ο Στάικος Σταϊκόπουλος με 260 άντρες και ένα λόχο τακτικού στρατού κυρίεψε με έφοδο το Παλαμήδι, χωρίς να συναντήσει σοβαρή αντίσταση, και την άλλη μέρα οι Έλληνες πολιόρκησαν ακόμα πιο στενά τους Τούρκους, οι οποίοι την 1η Δεκεμβρίου παρέδωσαν την πόλη στον Κολοκοτρώνη.
Στις 8 Ιανουαρίου 1823 το Ναύπλιο έγινε έδρα της επαναστατικής κυβέρνησης.
Στις 4 Μαΐου 1827, ύστερα από ψήφισμα της Γ’ Εθνοσυνέλευσης των Ελλήνων, έγινε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους.
Στις 8 Ιανουαρίου 1828 αποβιβάστηκε εκεί ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας Ιωάννης Καποδίστριας (όπου και δολοφονήθηκε) και στις 23 Ιανουαρίου 1833 έφτασε στο Ναύπλιο ο πρώτος βασιλιάς των Ελλήνων, ο Όθωνας.
Το Σεπτέμβριο του 1834 η πρωτεύουσα του κράτους μεταφέρθηκε στην Αθήνα.
Το Μάρτιο του 1834 έγινε στο Ναύπλιο η δίκη του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα.
Το Φεβρουάριο και Μάρτιο του 1862 έγινε η εξέγερση της φρουράς της πόλης εναντίον του Όθωνα, γνωστή με την ονομασία «Ναυπλιακά». Έπειτα από τις ομαδικές συλλήψεις που είχε διατάξει[GLi]ο Όθωνας για να εξουδετερώσει τις αντιδυναστικές εκδηλώσεις του 1861 και τη συγκέντρωση των συλληφθέντων στο Ναύπλιο, δημιουργήθηκε ανάμεσα στους φιλελεύθερους κύκλους της πόλης έντονο αντιβασιλικό κλίμα. Σημαντικοί τοπικοί παράγοντες, ανάμεσα στους οποίους ο δήμαρχος Ν. Ζαφειρόπουλος, ο υποπρόξενος του Βελγίου Ζαβιτσιάνος, ο πρωτοδίκης Π. Μαυρομιχάλης, ο εφέτης Γ. Πετμεζάς, η Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου κ.ά., ήρθαν σε συνεννόηση με ορισμένους από τους εκτοπισμένους εκεί αξιωματικούς και οργάνωσαν την εξέγερση.
Αρχηγοί του κινήματος ήταν οι Αρτ. Μίχος και Π. Κορωναίος, αντισυνταγματάρχες, και ο ταγματάρχης Ζυμβρακάκης.
Το κίνημα εκδηλώθηκε τη νύχτα της 1ης Φεβρουαρίου του 1862 και το επόμενο πρωί έλεγχε την κατάσταση στο Ναύπλιο.
Η κυβέρνηση του Όθωνα αντέδρασε με ομαδικές πολιτικές συλλήψεις στην Αθήνα και με την αποστολή στο Ναύπλιο στρατού υπό το στρατηγό Εμ. Χαν.
Ο κυβερνητικός στρατός έφτασε έξω από το Άργος στις 7 Φεβρουαρίου και, αφού προωθήθηκε στην Τίρυνθα, άρχισε τις επιθέσεις κατά της αμυντικής γραμμής των επαναστατών, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα στην αρχή.
Την 1η Μαρτίου μια γενική έφοδος του στρατού ανάγκασε τους επαναστάτες να κλειστούν στα φρούρια του Ναυπλίου.
Ο Χαν ζήτησε την άνευ όρων παράδοσή τους, αλλά εκείνοι δέχτηκαν να παραδοθούν μόνο αν τους υποσχόταν γενική αμνηστία.
Ο όρος τους δεν έγινε δεκτός ως προς τη γενικότητα της αμνηστίας.
Η οθωνική κυβέρνηση εξαιρούσε απ’ αυτή 12 στρατιωτικούς και 9 πολίτες.
Έτσι οι εχθροπραξίες ξανάρχισαν.
Αλλά οι μεγάλες απώλειες των πολιορκούμενων και κυρίως η αποτυχία των αντιδυναστικών κινήσεων σ’ όλη την Ελλάδα, ανάγκασαν τους επαναστάτες να παραδώσουν τα όπλα στις 7 Απριλίου, αφού εξασφάλισαν όμως, με τη βοήθεια Αγγλίας και Γαλλίας, την απομάκρυνση των ατόμων που δεν τους παρεχόταν αμνηστία.