Εκεί ζούσαν ευτυχισμένοι σε πολύ[GLi]χρυσα παλάτια ο Αίολος μαζί με τους έξι γιους και τις έξι κόρες του, που τους είχε παντρέψει μεταξύ τους.
Στον αγαπημένο τους βασιλιά οι θεοί είχαν αναθέσει τη φύλαξη και τη διανομή των ανέμων. Αυτός μόλις έμαθε ποι[GLi]οι ήταν οι ξένοι, τους καλοδέχτηκε και τους φιλοξένησε εγκάρδια. Είχε ακούσει για τα κατο[GLi]ρθώματά τους στον Τρωικό πόλεμο και ήθελε να τα μάθει όλα με λεπτομέρειες. Όταν όμως πέρασε ένας μήνας ολόκληρος μέσα στην καλοπέραση, η νοσταλγία για την πατρίδα άρχισε να τους κυριεύει όλους. Ο Οδυσσέας ζήτησε από τον Αίολο να τον βοηθήσει να φτάσει στην Ιθάκη.
Ο καλόκαρδος βασιλιάς τότε του έδωσε ένα ασκί όπου είχε μέσα κλεισμένους όλους τους ανέμους, αφήνοντας μόνο τον [GLi] Ζέφυρο να φυσά για να οδηγήσει τα πλοία στον προορισμό τους. Μετά από εννιά μερόνυχτα ταξίδι, τα καράβια έφτασαν τόσο κοντά στην Ιθάκη, ώστε φαίνονταν ακόμη και οι φωτιές που έκαιγαν στα σπίτια. Από την πολυήμερη κούραση, ύπνος βαθύς έπιασε τον Οδυσσέα.
Τότε κάποιοι από τους συντρόφους του, που πίστευαν πως μέσα στο ασκί του Αιόλου είχε χρυσάφι, ασήμι κι άλλα πολύτιμα δώρα, μπήκαν στον πειρασμό να το ανοίξουν. Ζήλευαν τον Οδυσσέα που όλοι του χάριζαν πλούτη και δώρα και ήθελαν κι αυτοί το μερτικό τους. Αμέσως όμως ξεχύθηκαν οι φοβεροί άνεμοι, ο Βοριάς και ο Νοτιάς, τεράστια κύματα σηκώθηκαν και αστραπιαία έχασαν από τα μάτια τους το πολυπόθητο νησί.
Όταν από τη θαλασσοταραχή ξύ[GLi]πνησε ο βασιλιάς και πληροφορήθηκε όσα είχαν γίνει, απελπίστηκε τόσο πολύ που σκέφτηκε να πέσει στη θάλασσα και να πνιγεί. Γρήγορα όμως απέκτησε το χαμένο κουράγιο του.
Οι άνεμοι παρέσυραν τα καράβια πίσω στην Αιολία.
Τότε βγήκαν όλοι στη στεριά και μαζί με[GLi]δυο συντρόφους του ο Οδυσσέας κατευθύνθηκε στο παλάτι ως ικέτης.
Όταν διηγήθηκε στον Αίολο όσα είχαν συμβεί, αυτός του απάντησε με σκληρά λόγια:
Εξαφανίσου από το νησί μου, σίχαμα του[GLi]κόσμου, γιατί είναι άδικο να φιλοξενήσω άντρα που και οι θεοί τον κατατρέχουν.
Τσακίσου λοιπόν από μπροστά μου.
Ο Οδυσσέας, ντροπιασμένος και απογοητευμένος, επέστρεψε με τους δυο άντρες στην ακρογιαλιά και αμέσως επι[GLi]βιβάστηκαν στα πλοία για να συνεχίσουν το ατέλειωτο ταξίδι τους.