(Ζωολογία – Πτηνά)
Γνωστότατο πτηνό των Ελληνικών βουνών, που το αγαπάει ο λαός μας και τραγουδάει την ομορφιά, τη χάρη και τις άλλες αρετές της.
Γιατί η πέρδικα έχει[GLi] χαριτωμένο κεφάλι, κοραλλένια μύτη, μάτια εκφραστικά, χρωματιστό πτέρωμα, πόδια κοκκινωπά.
Το στήθος της επίσης είναι ωραιότατο και γοργό, ελεύθερο, καμαρωτό το περπάτημά της.
Οι πέρδικες ζουν κοπαδιαστά.
Μένουν Χειμώνα – Καλοκαίρι στην πατρίδα μας.
Ζουν στις δροσερές βουνοπλαγιές και κάνουν την φωλιά τους κάτω από τις ρίζες των θάμνων.
Τον Απρίλιο – Μάιο γεννάει 10 – 15 αυγά, πολλές φορές και περισσότερα, που η θηλυκιά τα κλωσάει τρεις εβδομάδες.
Μόλις βγουν τα μικρά, τρέφονται τις πρώτες μέρες από τους γονείς τους με μυρμήγκια και άλλα μαλακά έντομα.
Είναι συγκινητική η φροντίδα και η στοργή, που δείχνει το ζεύγος, όταν η οικογένεια ύστερα από λίγες μέρες βγαίνει στη βοσκή.
Ο πατέρας τρέχει εδώ κι εκεί ανήσυχος και εποπτεύει τα πάντα, ενώ η μητέρα μόλις αντιληφθεί τον κίνδυνο με μία κραυγή ειδοποιεί τα μικρά, που σπεύδουν να κρυφτούν στα χόρτα, στους θάμνους τις σχισμές του εδάφους, ώσπου να απομακρυνθεί ο κίνδυνος και [GLi] να σπεύσουν πάλι κοντά στους γονείς τους.
Η πέρδικα έχει μονότονο κελάδημα.
Σπάνια πετάει, τρέχει γρήγορα στη γη με τα ευκίνητα πόδια.
Όταν πιαστεί μικρή εξημερώνεται, οι κυνηγοί την προτιμούν για το νόστιμο κρέας της.
Ορισμός της Πέρδικας : Γένος ορνιθοειδών πουλιών της οικογένειας φασιανιδών, στο οποίο υπάγονται περί τα 15 είδη. Στην Ελλάδα βρίσκονται τα είδη : η ορεινή πέρδικα, πετροπέρδικα, η φαιά πέρδικα, η καμπίσια πέρδικα.