(ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΑ)
Η ρυθμιζόμενη αντίσταση που τοποθετείται σε ένα ηλεκτρικό κύκλωμα και επιτρέπει τη μεταβολή της έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος που περνά από το κύκλωμα, ανάλογα με τις απαιτήσεις[GLi] λειτουργίας.
Οι ροοστάτες είναι αντιστάσεις σύρματος ή άνθρακα με μεταβλητή τιμή.
Η μεταβολή της τιμής γίνεται συνεχώς ή ασυνεχώς και πραγματοποιείται με περιστροφικό επαφέα ή με δρομέα γραμμικής μετατόπισης, ο οποίος βρίσκεται σε επαφή με ορισμένο αριθμό συρμάτων ή με βύσματα, που τοποθετούνται σε κατάλληλες υποδοχές μιας σειράς αντιστάσεων.
Στο «σώμα» κάθε ροοστάτη σημειώνεται η[GLi] μέγιστη τιμή της αντίστασης σε Ωμ.
Οι ροοστάτες διαφέρουν από τα ποτενσιόμετρα ως προς τη συνδεσμολογία και ως προς το λειτουργικό τους αποτέλεσμα.