(Ιστορία)
Το κράτος των Ρωμαίων, η ιστορία του οποίου διαρκεί περισσότερο από χίλια χρόνια. Πήρε το όνομά της από την πρωτεύουσά του, την αρχαία Ρώμη ή Λάτιο.
Στην αρχή (754 π.Χ.) αποτελούνταν από ένα μικρό συνοικισμό στις όχθες του ποταμού Τίβερη.
Με την πάροδο του χρόνου αυξήθηκε[GLi] και έγινε ένα μεγάλο κράτος, που περιλάμβανε ολόκληρη την ιταλική χερσόνησο, όλες σχεδόν τις χώρες της κεντρικής και δυτικής Ευρώπης, τη δυτική Ασία και τη βόρεια Αφρική.
Ίδρυση της Ρώμης: «Κέντρο του κόσμου», «κεφαλή του κόσμου» και συνηθέστερα «αιώνια πόλη», είναι μερικά από τα ονόματα που έδωσαν στη Ρώμη οι αρχαίοι. Η μυθολογική παράδοση θέλει να παίρνει το όνομά της από το Ρώμο, αδελφό του Ρωμύλου, του ιδρυτή και πρώτου βασιλιά της. Η παράδοση αυτή θεωρείται ξεπερασμένη, αφού οι ερευνητές είναι βέβαιοι ότι η Ρώμη υπήρχε πριν από το Ρωμύλο. Πολύ πιθανή φαίνεται η άποψη Ιταλών ιστορικών, που υποστηρίζουν ότι το όνομα Ρώμη προέρχεται από το παλιότερο όνομα του Τίβερη, «Ρούμος».
Οι αρχές της Ρώμης χάνονται στην αχλύ του μύθου και του θρύλου. Οι ίδιοι οι Ρωμαίοι επεξεργάστηκαν την αντίληψη ότι οι πρόγονοί τους ήταν Τρώες φυγάδες, οι οποίοι, μετά την πτώση της Τροίας, με επικεφαλής τον Αινεία περιπλανήθηκαν στη Μεσόγειο και κατέληξαν στο Λάτιο. Αυτή η παράδοση, την οποία αναφέρει κυρίως ο Βιργίλιος, απευθυνόταν κυρίως στους Έλληνες, στους οποίους παρουσίαζε την κατάληψη της Ελλάδας από τους Ρωμαίους σαν εκδίκηση των Τρώων μέσω των απογόνων τους.
Μια άλλη μυθολογική παράδοση αναφέρει ότι ο Ρωμύλος για να αυξήσει τον πληθυσμό της Ρώμης κατάφυγε στο εξής τέχνασμα: αφού προκήρυξε την τέλεση αγώνων στη νέα πόλη προσκάλεσε τους γειτονικούς λαούς να πάρουν μέρος. Τη στιγμή που οι γείτονες αυτοί με τις οικογένειές τους παρακολουθούσαν τους αγώνες, οι Ρωμαίοι άρπαξαν τις θυγατέρες των Σαβίνων για να τις κάνουν γυναίκες τους. Για να ξεπλύνουν την προσβολή αυτή, οι Σαβίνοι κήρυξαν τον πόλεμο εναντίον της Ρώμης, αλλά με την επέμβαση των θυγατέρων τους συμφιλιώθηκαν με τους Ρωμαίους και δημιούργησαν συγγενικούς δεσμούς. Σύμφωνα με την ίδια μυθολογική παράδοση, ο Ρωμύλος χάραξε με άροτρο το αυλάκι πάνω στο οποίο θεμελιώθηκε το τείχος της Ρώμης και η περίμετρός του περιείχε την έκταση της νέας πόλης.
Οι παραδόσεις αυτές ίσως και να αντανακλούν κάποια απομακρυσμένα στο χρόνο ιστορικά γεγονότα, όπως συνοικισμούς περισσότερων χωριών σε μια μεγαλύτερη οντότητα, κατά το παράδειγμα άλλων αρχαίων πόλεων. Το σίγουρο είναι ότι οι πρώτοι κάτοικοι επέλεξαν τις όχθες του Τίβερη για την εγκατάστασή τους και σταδιακά εξαπλώθηκαν στις γύρω περιοχές.
Η κτήση της Ρώμης, από την οποία ξεκινούν όλες οι αφηγήσεις των Ρωμαίων ιστορικών με το στερεότυπο «ab urbe condita» τοποθετείται το 754 π.Χ. Πρώτοι οικιστές της, στις αρχές της 1ης χιλιετίας[GLi] π.Χ., φαίνεται ότι ήταν διάφορα λατινικά φύλα, κυρίως βοσκοί και κτηνοτρόφοι, νομάδες από τις γύρω ορεινές περιοχές, που έκτισαν τις κατοικίες τους στον Παλατινό λόφο, για δύο κυρίως λόγους: γιατί οι γύρω πεδινές περιοχές ήταν ελώδεις και ακατάλληλες προς εποίκηση και από την άλλη γιατί η τοποθεσία πρόσφερε καλύτερη προστασία από τις εχθρικές επιδρομές. Με τα εγγειοβελτιωτικά έργα της πεδιάδας οι κάτοικοι εξαπλώθηκαν στην πεδινή περιοχή που διαρρέεται από τον ποταμό Τίβερη. Οι πρώτοι κάτοικοι της Ρώμης ονομάστηκαν Λατίνοι και στη πόλη τους λειτουργούσε αγορά, όπου οι χωρικοί της περιοχής του Λατίου πουλούσαν σιτάρι, βόδια και άλλα ζώα ανταλλάζοντάς τα με εργαλεία και όπλα από τους γείτονες Ετρούσκους. Σταδιακά πολυάριθμες ομάδες εμπόρων, Σαβίνων και ύστερα Ετρούσκων (8ος-7ος αι. π.Χ.), ήρθαν και αύξησαν τον πληθυσμό της μικρής πόλης. Μάλιστα, για περισσότερη ασφάλεια οικοδόμησαν περιμετρικά τείχος. Οι πρώτοι εφτά βασιλιάδες της Ρώμης οδήγησαν τη μικρή πόλη σε συνεχή πρόοδο και την τελευταία περίοδο η καταγωγή τους από την Ετρουρία αποδεικνύει ότι οι Ετρούσκοι, που είχαν φτάσει σε υψηλότερο πολιτιστικό επίπεδο από τους Λατίνους (αφού και οι σχέσεις τους με τους Έλληνες της Ιταλίας είχαν αναπτυχθεί σε υψηλό επίπεδο), είχαν αποκτήσει τα ηνία και στη Ρώμη. Μέχρι το 509 π.Χ., έτος κατά το οποίο εκθρονίστηκε ο τελευταίος βασιλιάς Ταρκύνιος ο Υπερήφανος, έκαναν στη Ρώμη πολλά και σημαντικά έργα και ισχυροποίησαν την κεντρική εξουσία μέσω του μοναρχικού πολιτεύματος. Κατασκεύασαν γύρω από τη Ρώμη ψηλά τείχη με ογκόλιθους. Για να εμποδίσουν την υπερχείλιση του Τίβερη, που πλημμύριζε και υπερκάλυπτε όλη την πεδιάδα, φτάνοντας μέχρι το κέντρο και την αγορά της πόλης, κατασκεύασαν την cloaca maxima, ένα σύστημα υπόνομων δηλαδή και οχετών, για να διοχετεύουν μακριά τα νερά. Έκτισαν επίσης μεγαλόπρεπο ναό του Δία, που διατηρήθηκε για πολλούς αιώνες. Επιπρόσθετα, οι Ρωμαίοι ήρθαν σε επικοινωνία με τους Έλληνες της Κάτω Ιταλίας και διδάχτηκαν πολλά από τους τελευταίους.
Το 509 π.Χ. οι Ρωμαίοι εκθρόνισαν τον Ταρκύνιο τον Υπερήφανο, τον τελευταίο βασιλιά, κατάργησαν τη βασιλεία και ανέθεσαν την ανώτατη εξουσία σε δύο υπάτους (consul). Οι δύο αυτοί ύπατοι εκλέγονταν για ένα μόνο χρόνο και οι αποφάσεις τους για να υλοποιηθούν έπρεπε να είναι ομόφωνες. Παράλληλα, η Σύγκλητος, ένα είδος γερουσίας (senatum), διατηρήθηκε, όπως και στα χρόνια της βασιλείας, με μεγαλύτερα όμως και πιο ουσιαστικά δικαιώματα, όπως και η συνέλευση του λαού. Το πολίτευμα αυτό χαρακτηρίζεται ως αριστοκρατικό, γιατί τη μεγαλύτερη δύναμη την συγκέντρωναν οι πατρίκιοι, δηλαδή οι πλούσιοι ευγενείς. Η κατώτερη τάξη των πληβείων, οι φτωχοί γεωργοί και οι τεχνίτες, δεν είχαν δικαίωμα να συμμετάσχουν στη γερουσία ούτε και να εκλέγονται ύπατοι. Όμως μετά από σκληρούς και μακροχρόνιους αγώνες, οι πληβείοι απόκτησαν το δικαίωμα να εκλέγουν αρχικά 2, ύστερα 5 και τελικά 10 δημάρχους (tribunus plebis), που είχαν ως καθήκον να προστατεύουν τα δίκαια [GLi]των πληβείων. Το 450 π.Χ. οι πληβείοι κατάφεραν οι νόμοι του κράτους να γραφούν, ώστε να γνωρίζει ο κάθε πολίτης τα καθήκοντα και τα δικαιώματά του και να προστατεύεται από τις αυθαιρεσίες των αρχόντων.
Το πολίτευμα της Ρώμης προέβλεπε, σε περίπτωση πολύ μεγάλου κινδύνου (εξωτερικού κυρίως), το θεσμό του δικτάτορα (dictator), ο οποίος διοριζόταν από κοινού από πατρικίους και πληβείους, ήταν δηλαδή άνθρωπος κοινής εμπιστοσύνης. Η εξουσία του δικτάτορα διαρκούσε έξι μήνες και η θητεία του μπορούσε αν ήταν αναγκαίο να επεκταθεί.
Οι πληβείοι δεν σταμάτησαν να αγωνίζονται για να πετύχουν ίσα δικαιώματα με τους πατρικίους. Τελικά κατόρθωσαν να εκλέγονται και ύπατοι. Ουσιαστικά όμως, η συνέχεια της εξουσίας στο ρωμαϊκό κράτος διασφαλιζόταν από τη Σύγκλητο, που αριθμούσε 300 μέλη και στην οποία συμμετείχαν οι κρατικοί αξιωματούχοι που ολοκλήρωναν τη θητεία τους. Η εισδοχή τους στο σώμα αυτό επικυρωνόταν από την ίδια τη Σύγκλητο, που μπορούσε να αρνηθεί την είσοδο κάποιου αν υπήρχαν καταγγελίες επιβεβαιωμένες ότι ο υποψήφιος είχε παραβεί τους νόμους του κράτους.
Θρησκεία και οικογένεια : Η θρησκεία των Ρωμαίων ήταν πολυθεϊστική και έμοιαζε με την ελληνική, από την οποία είχε επηρεαστεί. Πίστευαν ότι οι θεοί ήταν οι προστάτες της πόλης και γι’ αυτό έδειχναν μεγάλη ευσέβεια. Υπό την επίδραση των Ετρούσκων και αργότερα των Ελλήνων οι θεοί τους ταυτίστηκαν με τους ελληνικούς θεούς. Οι σπουδαιότεροι ήταν ο Juppiter (Δίας), η Juno (Ήρα), η Minerva (Αθηνά), η Venus (Αφροδίτη), ο Mars (Άρης), ο Vulcanus (Ήφαιστος). Ξεχωριστή θέση κατείχαν ο Saturnus (Κρόνος) και ο διπρόσωπος Janus (Ιανός, στον οποίο οφείλεται το όνομα του Ιανουαρίου). Λάτρευαν τους θεούς τους στο Καπιτώλιο και στις εορτάσιμες μέρες προσέφεραν σε αυτούς σπονδές και πλούσιες θυσίες. Σε μια μεγάλη πεδιάδα έξω από την πόλη, που ονομαζόταν Campus Martis (Πεδίο του Άρεως), λάτρευαν σε ξεχωριστό ναό το θεό του πολέμου Mars· το έκαναν αυτό, γιατί ήθελαν να βρίσκεται έξω από την πόλη τους καθετί που είχε σχέση με τον πόλεμο.[GLi] Εξάλλου, ο ναός του Ιανού ήταν πάντα κλειστός και τη μοναδική φορά που άνοιγε ήταν όταν ξεκινούσε μια πολεμική αναμέτρηση. Με το τέλος του πολέμου ο ναός ξαναέκλεινε. Είναι σαφές λοιπόν ότι η θρησκεία των Ρωμαίων βρισκόταν σε στενή συνάρτηση με την καθημερινή ζωή τους.
Οι Ρωμαίοι έδιναν μεγάλη σημασία στην οικογένεια. Οι πρόγονοι της οικογένειας λατρεύονταν (lares) και υπήρχε ειδική θέση γι’ αυτούς στους οικογενειακούς βωμούς. Η παλιά ρωμαϊκή οικογένεια διακρινόταν για τη μεγάλη αυστηρότητα, τη λιτοδίαιτη ζωή της και την υπακοή στους μεγαλύτερους. Όλα τα μέλη της έπρεπε να υπακούουν τυφλά στον πατέρα, τον αρχηγό της οικογένειας (pater familias), ο οποίος είχε δικαίωμα ζωής και θανάτου στα υπόλοιπα μέλη. Ο πατέρας είχε το πρωταρχικό καθήκον να διαπαιδαγωγήσει τα παιδιά κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να γίνουν άριστοι πολίτες και καλοί πολεμιστές.
Η ζωή της Ρωμαίας οικοδέσποινας δεν ήταν περιορισμένη, όπως στην αρχαία Ελλάδα. Έπαιρνε μέρος στις συναναστροφές και τα συμπόσια, δεχόταν και έκανε επισκέψεις και ως κύριο έργο της είχε να επιβλέπει το νοικοκυριό και να παίρνει στην οικογένεια τη θέση του άντρα της, όταν αυτός έλειπε στις εκστρατείες.
Οι Ρωμαίοι θεωρούσαν μεγάλη τους ευτυχία να έχουν παιδιά. Γι’ αυτό και υιοθετούσαν ξένα, όταν δεν είχαν δικά τους.
Πολιτισμός : Οι Ρωμαίοι δεν αποδείχτηκαν μόνο γενναίοι πολεμιστές, αλλά και σπουδαίοι οργανωτές του απέραντου κράτους τους. Γνώριζαν πολύ καλά τον τρόπο να διατηρούν υπό την εξουσία τους κάθε υποταγμένο λαό. Παραχωρούσαν στους λαούς το δικαίωμα επιλογής των δικών τους αρχόντων, ώστε να νομίζουν ότι δεν ήταν δούλοι και είλωτες, αλλά «σύμμαχοι».
Οι Ρωμαίοι ήταν έξοχοι κατασκευαστές και[GLi] ιδιαίτερη μέριμνα έδειχναν στην κατασκευή καλών δρόμων, ώστε οι επικοινωνίες της Ρώμης με τις επαρχίες της να είναι εύκολες. Πλήθος δρόμων ξεκινούσαν ή κατέληγαν στην πρωτεύουσα του κράτους, και ο ισχυρός στρατός της βρισκόταν πολύ γρήγορα εκεί που χρειαζόταν. Η σύγκλητος και αργότερα ο αυτοκράτορας κυβερνούσαν τις επαρχίες με αντιπροσώπους που λέγονταν ανθύπατοι και οι οποίοι είχαν σημαντική ελευθερία δράσης, αλλά μετά έπρεπε να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους με ισχυρά επιχειρήματα. Τα φορολογικά έσοδα που προέρχονταν από τις επαρχίες χρησιμοποιούνταν στη Ρώμη για παροχές στο λαό της, που πολλές φορές εξαρτιόταν αποκλειστικά από το κράτος.
Με τις κατακτήσεις τους οι Ρωμαίοι ήρθαν σε επαφή με πολλούς λαούς της Ανατολής, που είχαν αναπτύξει πολιτισμούς πολύ ανώτερους από το δικό τους. Ιδιαίτερη εντύπωση πάντως τούς προκάλεσε ο ελληνικός πολιτισμός, φορέας του οποίου ήταν οι πλούσιες ελληνικές αποικίες της Μεγάλης Ελλάδας (Κάτω Ιταλία), καθώς και άλλα μεγάλα κέντρα του ελληνισμού, τόσο στην κυρίως Ελλάδα όσο και στα διάφορα ελληνικά κράτη των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου (Αλεξάνδρεια, Πέργαμος, Αντιόχεια). Με κατάπληξη και θαυμασμό οι Ρωμαίοι αντίκριζαν τους μεγαλόπρεπους ναούς, τα λαμπρά θέατρα, τα ωραία στάδια, την πνευματική ανάπτυξη και τα πρωτοφανή γι’ αυτούς καλλιτεχνικά αριστουργήματα της κλασικής αρχαιότητας. Οι Ρωμαίοι έμαθαν και διδάχτηκαν πολλά από τον ελληνικό πολιτισμό. Γι’ αυτό ο ποιητής Οράτιος σε κάποια ωδή του παρατήρησε ότι «η κατακτημένη Ελλάδα κατάκτησε τους κατακτητές».
Η νίκη του ελληνικού πνεύματος γινόταν τόσο μεγαλύτερη, όσο περισσότερα εδάφη κατακτούσαν οι ρωμαϊκές λεγεώνες.
Η γλώσσα της διοίκησης της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ήταν η λατινική, η γλώσσα δηλαδή που μιλιόταν στο αρχαίο Λάτιο. Στη σχέση τους με τα γράμματα οι Ρωμαίοι οφείλουν πολλά στους Έλληνες. Οι λόγιοι και οι σοφοί που συντέλεσαν στην ανάπτυξη και στη διάδοσή τους στη Ρώμη διδάχτηκαν πολλά από τους Έλληνες φιλόσοφους και ποιητές, ενώ τα έργα της ελληνικής γραμματείας μελετήθηκαν και αποτέλεσαν τα πρότυπα για τα αντίστοιχα ρωμαϊκά έργα. Πολλοί Έλληνες δάσκαλοι ρητορικής και φιλοσοφίας εγκαταστάθηκαν στη Ρώμη και έγιναν κήρυκες του πνευματικού πολιτισμού της. Η Ελλάδα στάθηκε για τους Ρωμαίους γενναιόδωρη πνευματική μητέρα, αλλά και οι Ρωμαίοι αποδείχτηκαν με τη σειρά τους προικισμένοι μαθητές.
Τα πνευματικά επιτεύγματα των Ρωμαίων κατέχουν περίοπτη θέση στα παγκόσμια γράμματα και η λατινική φιλολογία θεωρείται και αυτή κλασική, πλάι στην ελληνική. Η μεγαλύτερη ακμή των ρωμαϊκών γραμμάτων, ο «χρυσός αιώνας» τους, είναι η περίοδος 80 π.Χ. ως 14 μ.Χ., ενώ ως «αργυρός αιώνας» θεωρείται η περίοδος από το 14 ως το 117 μ.Χ.
Ο Κικέρωνας είναι ο κλασικός εκπρόσωπος της λατινικής γλώσσας και θεωρείται το πρότυπο της γραφής της, αφού μ’ αυτόν η γλώσσα αυτή κατάκτησε το υψηλότερο σημείο έκφρασης και απόδοσης των νοημάτων της. Μεγάλος ρήτορας και πολιτικός πλήρωσε με τη ζωή του την πίστη του στα ιδεώδη της δημοκρατίας και οι λόγοι του είναι αριστουργήματα τέχνης στο ύφος. Δίκαια λοιπόν θεωρείται ο μεγαλύτερος τεχνίτης της λατινικής πεζογραφίας. Οι ιστορικοί Τίτος Λίβιος και[GLi] Κορνήλιος Τάκιτος είναι σημαντικοί επίσης πεζογράφοι, που έγραψαν ιστορικά έργα.
Μεγάλοι ποιητές είναι ο επικούρειος Λουκρήτιος, και οι κλασικοί Οράτιος, Βιργίλιος και Οβίδιος. Το θέατρο και κυρίως η κωμωδία, που ταίριαζε περισσότερο με την ψυχοσύνθεση των Ρωμαίων, με τον Πλαύτο και τον Τερέντιο έχει τους καλύτερους εκπροσώπους του. Κατά μίμηση των Ελλήνων τραγικών έγραψε τις τραγωδίες του ο Σενέκας, που ήταν φιλόσοφος, και στην τραγωδία βρήκε το πρόσφορο εργαλείο για να ερευνήσει την ανθρώπινη ψυχή. Ο Ιουβενάλης αντίθετα έγραψε σάτιρες, οι οποίες διακρίνονται για το ύφος του και περιγράφουν γλαφυρά τη ρωμαϊκή κοινωνία του 1ου μ.Χ. αιώνα.
Η μεγαλύτερη πάντως προσφορά της Ρώμης και του ρωμαϊκού πολιτισμού στον παγκόσμιο πολιτισμό προέρχεται από την ενασχόλησή τους με τη νομική επιστήμη. Το Ρωμαϊκό Δίκαιο, πάνω στο οποίο βασίζεται ακόμα το νομικό σύστημα των δυτικών χωρών, αποτελεί μια μεγάλη κατάκτηση ενός λαού που επεξεργάστηκε δημιουργικά τις εξωτερικές του επιρροές, προσφέροντας με τη σειρά του εξαιρετικά πνευματικά έργα.
Η επέκταση του ρωμαϊκού κράτους : Οι Ρωμαίοι ήταν λαός πολεμικός και θεωρούσαν τον πόλεμο ως την πλέον φυσική απασχόληση των αντρών. Η τόλμη και η πειθαρχία αποτελούσαν τα κύρια γνωρίσματα του Ρωμαίου στρατιώτη. Οι ρωμαϊκές λεγεώνες, με την ειδική παράταξη κατά τη μάχη και τους πρωτοποριακούς ελιγμούς τους, παρέμειναν ανίκητες για πολλούς αιώνες και συνολικά οι ήττες τους, διαχρονικά, υπήρξαν ελάχιστες.
Οι Ρωμαίοι υπέταξαν στην αρχή τις γειτονικές πόλεις (Άλβα Λόγκα και άλλες ετρουσκικές πόλεις). Σταδιακά οι κατακτήσεις τους επεκτάθηκαν σε όλη την ιταλική χερσόνησο. Ιδιαίτερα σκληροί υπήρξαν οι πόλεμοι των Ρωμαίων εναντίον των Γαλατών. Τον 4ο αι. π.Χ. οι Γαλάτες εισέβαλαν στην Ιταλία και επιδόθηκαν σε άγριες λεηλασίες. Το 390 π.Χ. μάλιστα κατόρθωσαν να καταλάβουν την ίδια τη Ρώμη και να την πυρπολήσουν. Τελικά, οι Γαλάτες εγκατέλειψαν την πόλη, αφού πήραν ως λύτρα τεράστιες ποσότητες χρυσού. Η κατάληψη της Ρώμης υπήρξε όμως ένα ιστορικό μάθημα για τους Ρωμαίους, που σε παρόμοιες περιπτώσεις στο μέλλον επέδειξαν πολύ πιο μεγάλη αποφασιστικότητα.
Μετά τους πολέμους εναντίον των Γαλατών, οι Ρωμαίοι άρχισαν μια σειρά εκστρατειών για να καθυποτάξουν τους ορεινούς λαούς των Όσκων και ιδιαίτερα τους Σαμνίτες. Οι πόλεμοι εναντίον των Σαμνιτών κράτησαν 50 περίπου χρόνια (343-290 π.Χ.). Σε μια αιματηρή μάχη που έγινε το 321 π.Χ. οι Ρωμαίοι υπέστησαν στα Καυδιανά Δίκρανα τρομερή καταστροφή. Τελικά όμως οι ρωμαϊκές λεγεώνες υπέταξαν τους Σαμνίτες και η Ρώμη κυριάρχησε στην κεντρική Ιταλία.
Το επόμενο βήμα των Ρωμαίων ήταν η κατάκτηση των πλούσιων ελληνικών αποικιών της Κάτω Ιταλίας, δηλαδή της Μεγάλης Ελλάδας. Ο βασιλιάς της Ηπείρου Πύρρος έσπευσε να βοηθήσει τους συμπατριώτες του Έλληνες, αλλά παρά τις νίκες του (οι περίφημες[GLi] Πύρρειες νίκες), οι Ρωμαίοι τον εξανάγκασαν να επιστρέψει στην πατρίδα του (275 π.Χ.). Έτσι, ολόκληρη η ιταλική χερσόνησος πέρασε στην κυριαρχία των Ρωμαίων ύστερα από πολέμους που κράτησαν 200 χρόνια.
Η σύγκρουση ανάμεσα στη Ρώμη και την Καρχηδόνα ήταν αναπόφευκτη, από τη στιγμή που οι δύο πόλεις αποτελούσαν τις ηγεμονικές δυνάμεις στη Μεσόγειο. Οι καρχηδονικοί πόλεμοι ξεκίνησαν το 264 π.Χ., κράτησαν 118 χρόνια, ανέδειξαν σπουδαίους στρατηγούς και από τις δύο πλευρές (σημαντικότεροι ο Ρωμαίος Σκιπίωνας και ο Καρχηδόνιος Αννίβας) και έληξαν με τη νίκη των Ρωμαίων στη μάχη της Ζάμας (202 π.Χ.), που σήμαινε την υποταγή και την καταστροφή της Καρχηδόνας.
Η Καρχηδόνα προσπάθησε να αποτινάξει το ζυγό με την επανάσταση του 146 π.Χ., αλλά και πάλι οι Ρωμαίοι κατέστειλαν την εξέγερση και αυτή τη φορά έσβησαν από το χάρτη την παλιά φοινικική πόλη. Το κέρδος τους ήταν τεράστιο, αφού κατέλαβαν ολόκληρη την αυτοκρατορία των Καρχηδονίων στη δυτική Μεσόγειο (Ισπανία, Σαρδηνία, Κορσική, βορειοδυτική Αφρική, δυτική Σικελία).
Στο μεταξύ, από τα τέλη του 3ου αι. π.Χ., άρχισε η εμπλοκή των Ρωμαίων στις ελληνικές υποθέσεις. Παρά το ανοικτό μέτωπο που είχαν στη Δύση με την Καρχηδόνα, οι Ρωμαίοι δε δίστασαν να αντιπαρατεθούν πολεμικά με τους Μακεδόνες και τους συμμάχους τους, ξεκινώντας τους μακεδονικούς πολέμους. Με επίσημη και επαρκή δικαιολογία την πρόσκληση της Αιτωλικής Συμπολιτείας, οι ρωμαϊκές λεγεώνες πέρασαν την Αδριατική και το Ιόνιο και ορμώμενοι από τη βόρειο Ήπειρο νίκησαν, το 197 π.Χ., στη θέση Κυνός Κεφαλές της Θεσσαλίας τους Μακεδόνες του Φίλιππου Ε’. Ο Φίλιππος συνθηκολόγησε και τον επόμενο χρόνο (196 π.Χ.) ο Ρωμαίος ύπατος Τίτος Φλαμινίνος συγκάλεσε στην Κόρινθο πανελλήνιο συνέδριο, και εκεί ανακοίνωσε στους αντιπροσώπους των ελληνικών πόλεων την απόφαση της ρωμαϊκής συγκλήτου για την ανακήρυξη της ελευθερίας και της αυτονομίας για κάθε πόλη της Ελλάδας. Επρόκειτο για μια επιστροφή στο πατροπαράδοτο πολιτικό σύστημα των αρχαίων ελληνικών πόλεων, και ήταν φυσικό πολλές ελληνικές πόλεις να υπο[GLi]στηρίξουν και να συμμαχήσουν με τους Ρωμαίους. Έχοντας λοιπόν πιστούς συμμάχους ανάμεσα στους Έλληνες, οι Ρωμαίοι δεν δυσκολεύτηκαν στον πόλεμό τους εναντίον της Μακεδονίας, που έληξε το 148 π.Χ. με την οριστική συντριβή του τελευταίου βασιλιά της Μακεδονίας, του Περσέα. Η Μακεδονία έγινε οριστικά ρωμαϊκή επαρχία και μόλις δύο χρόνια αργότερα, το 146 π.Χ., την τύχη της Μακεδονίας θα ακολουθήσει και όλη η υπόλοιπη Ελλάδα. Ο Λεύκιος Μόμμιος εκθεμελίωσε την Κόρινθο, σαν παράδειγμα για όλες τις υπόλοιπες πόλεις που θα σκέφτονταν να εξεγερθούν κατά της ρωμαϊκής εξουσίας. Η Ελλάδα αποτέλεσε ρωμαϊκή επαρχία, με το όνομα Αχαΐα.
Στο μεταξύ, στη διάρκεια των μακεδονικών πολέμων, οι Ρωμαίοι υπέταξαν τη νότια Γαλατία και ολοκλήρωσαν την κατάκτηση της βορειοδυτικής Αφρικής και της υπόλοιπης Ισπανίας. Το ρωμαϊκό ναυτικό κυριαρχούσε τώρα πια σε όλη τη Μεσόγειο.
Λίγο αργότερα (133 π.Χ.) η Ρώμη κληρονόμησε το βασίλειο της Περγάμου και εμφανίστηκαν στη Μικρά Ασία, αναγκάζοντας το κράτος των Σελευκιδών (Μεσοποταμία, Συρία, Παλαιστίνη) να υποταχθεί. Αντίθετα η Αίγυπτος και το κράτος των Πτολεμαίων διατήρησε μια επίφαση ελευθερίας, μέχρι τη ναυμαχία του Ακτίου (31 π.Χ.). Όλα τα κράτη της Μεσογείου είχαν πλέον γίνει υποτελή στο πανίσχυρο κράτος των Ρωμαίων. Η Ρώμη, το μικρό χωριό στις όχθες του Τίβερη, είχε μετατραπεί στην ένδοξη πρωτεύουσα ενός απέραντου κράτους και η ρωμαϊκή σύγκλητος κρατούσε στα χέρια της την τύχη όλων των λαών που κατοικούσαν την τότε γνωστή οικουμένη, από τον Ατλαντικό ωκεανό ως τον Ευφράτη ποταμό.
Παρά τους εμφύλιους πολέμους ανάμεσα στους στρατηγούς που ήθελαν να επιβάλουν δικτατορική εξουσία στη Ρώμη (Μάριος εναντίον Σύλλα, Καίσαρας εναντίον Πομπήιου, Αντώνιος εναντίον Οκταβιανού), οι κατακτήσεις της Ρώμης δε σταμάτησαν. Κάποιες επικίνδυνες επαναστάσεις, όπως ο συμμαχικός πόλεμος (91-88 π.Χ.) ανάμεσα στη Ρώμη και τους συμμάχους λαούς της Ιταλίας και η επανάσταση των δούλων (74-71 π.Χ.) με αρχηγό το Σπάρτακο συγκλόνισαν το κράτος, θέτοντας σε κίνδυνο την ύπαρξή του. Όμως, παρά τις απειλές αυτές που υπέσκαψαν σοβαρά τα θεμέλια του κράτους, η Ρώμη εξήλθε περισσότερο ενισχυμένη. Έτσι, ο Καίσαρας ολοκλήρωσε την κατάκτηση της Γαλατίας, αποπειράθηκε να κατακτήσει και τη Βρετανία, αλλά υποχώρησε παρά τις επιτυχίες του γιατί οι δυνάμεις του ήταν ανεπαρκείς ποσοτικά, ενώ ο Πομπήιος καθάρισε τη Μεσόγειο από τους πειρατές που την λυμαίνονταν και επέκτεινε την αυτοκρατορία στον Πόντο (μιθριδατικοί πόλεμοι), την Αρμενία και τη Μεσοποταμία.
Ο Οκταβιανός προσάρτησε την Αίγυπτο και όταν η Ρώμη μετέβαλε το πολίτευμά της από δημοκρατικό (η πατροπαράδοτη res publica) σε εξουσία ενός ανδρός (imperium) βρισκόταν από στρατιωτική άποψη σε μεγάλη ακμή.
Η αλλαγή του πολιτεύματος προκάλεσε κλυδωνισμούς σε όλα τα επίπεδα, που βέβαια χρειάστηκαν χρόνια για να εκδηλώσουν τα αποτελέσματά τους. Σε κοινωνικό επίπεδο, η παλιότερη απλή και αυστηρή ζωή των Ρωμαίων έδωσε τη θέση της στην αγάπη του χρήματος, στη διαφθορά και την επιδειξιμανία, στην απομάκρυνση από τα πατροπαράδοτα ήθη και συνεπώς στην κοινωνική παρακμή. Παρά τις προσπάθειες ορισμένων συνετών πατρικίων, που ανησυχούσαν να προβούν σε ορισμένες μεταρρυθμίσεις, θετικά αποτελέσματα δεν επιτεύχθηκαν. Κι αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο νέο πολίτευμα, που περιόρισε την εξουσία της συγκλήτου, καθιστώντας την σε γενικές γραμμές διακοσμητικό[GLi] όργανο, χωρίς πραγματικές εξουσίες. Έτσι οι τύχες του κράτους βρίσκονταν στα χέρια του αυτοκράτορα, που αν ήταν άξιος του αξιώματός του δεν υπήρχε πρόβλημα. Ατυχώς όμως για τη Ρώμη από το ύπατο αξίωμα πέρασαν πολλοί ανάξιοι και ανίκανοι αυτοκράτορες.
Επιπλέον, ο μεγάλος πλούτος με την πάροδο του χρόνου άρχισε να συγκεντρώνεται ολοένα και σε λιγότερα χέρια. Ο αριθμός των δούλων (συνήθως αιχμάλωτοι πολέμου, είτε αντικείμενα αγοραπωλησίας σε συγκεκριμένες αγορές) αυξήθηκε υπερβολικά. Το δουλεμπόριο πήρε πολύ μεγάλες διαστάσεις και οι δούλοι έκαναν όλες τις δουλειές, αν και δεν είχαν κανένα δικαίωμα. Για τους Ρωμαίους ο δούλος ήταν πράγμα (res) και ο κύριός του μπορούσε να τον βασανίσει ή και να τον σκοτώσει ακόμα, χωρίς να δίνει λόγο σε κανένα.
Όλα αυτά τα γεγονότα, μαζί με τις γιορτές στα αμφιθέατρα, με συνήθως βάρβαρα θεάματα, αποδεικνύουν το βάθος της κοινωνικής σήψης που άρχισε να κατατρώει τη Ρώμη εκ των έσω.
Στα πρώτα χρόνια μετά την κατάργηση της δημοκρατίας και την ανακήρυξη της αυτοκρατορίας το κράτος γνώρισε κάποια χρόνια ακμής. Στο απόγειο της ακμής της η Ρώμη θεωρείται ότι έφτασε στα χρόνια του Αυγούστου (29 π.Χ.-14 μ.Χ.). Το παράδοξο είναι ότι στα χρόνια αυτά η Ρώμη γνώρισε μια μεγάλη στρατιωτική συντριβή όταν οι λεγεώνες του Πούμπλιου Βάρου εκμηδενίστηκαν στο δάσος του Τευτοβούργου από τους Γερμανούς, σταματώντας την απόπειρα των Ρωμαίων να προωθηθούν πέρα από το Ρήνο. Έτσι, οι Ρωμαίοι επέλεξαν τους ποταμούς Ρήνο και Δούναβη ως συνοριακή γραμμή της αυτοκρατορίας και [GLi]μετά τη συντριβή τους δεν διακινδύνευσαν σε παράτολμες περιπέτειες.
Οι διάδοχοι του Οκταβιανού, που είχε πάρει τον τίτλο αύγουστος (που σημαίνει σεβαστός), δεν είχαν κοινή συμπεριφορά ως προς τη στάση τους απέναντι στο ύψος του αξιώματός τους. Κάποιοι όπως ο Τιβέριος, που προσάρτησε την Καππαδοκία, και ο Κλαύδιος, που εκστράτευσε και κατέλαβε τη Βρετανία, ήταν καλοί αυτοκράτορες και ιδίως ο δεύτερος πήρε πολλά μέτρα για τη βελτίωση της ζωής των υπηκόων του, ενώ επέκτεινε το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη σε αρκετά μεγάλο ποσοστό πρώην υποτελών. Δυστυχώς κάποιοι άλλοι από τους διαδόχους (Καλιγούλας, Νέρωνας) αποδείχθηκαν πραγματικοί παράφρονες. Όχι μόνο δεν ενδιαφέρθηκαν να συνεχίσουν το έργο του Αύγουστου και ασχολήθηκαν κυρίως με τις διασκεδάσεις τους, αλλά με τις πράξεις τους καταρράκωσαν το κύρος του θεσμού και οδήγησαν τη Ρώμη σε εμφύλιο σπαραγμό.
Τη δυναστεία των Ιουλίων διαδέχθηκε η δυναστεία των Φλαβίων, με τον ιδρυτή της Βεσπασιανό, το νικητή του εμφύλιου, και τους γιους του Τίτο και Δομιτιανό. Ο Βεσπασιανός και ο Τίτος υπήρξαν καλοί αυτοκράτορες και στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων, [GLi]αλλά ο Δομιτιανός επανέφερε τη Ρώμη στα χρόνια του Νέρωνα, με τον τρόμο και τις εκτελέσεις επιφανών πολιτικών της Συγκλήτου. Μετά τη δολοφονία του Δομιτιανού (96 μ.Χ.) και το νέο εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε, στο θρόνο ανέρχονται οι αυτοκράτορες της δυναστείας των Αντωνίνων, η βασιλεία των οποίων θεωρείται το επιστέγασμα και το αποκορύφωμα της ιστορικής διαδρομής της Ρώμης.
Αυτοκράτορες όπως ο Τραϊανός (κατέλαβε τη Δακία και διασφάλισε τα σύνορα της αυτοκρατορίας), ο Αδριανός (εκτός από ικανότατος στρατηγός ήταν και φιλότεχνος, αγάπησε με πάθος την Ελλάδα και τον πολιτισμό της και στόλισε την Αθήνα με πλήθος μνημείων), ο Αντωνίνος και ο Μάρκος Αυρήλιος (ο στωικός φιλόσοφος, μια προσωπικότητα που με το βιβλίο του «Εις εαυτόν» άφησε ένα εξαιρετικό ψυχογράφημά του) υπήρξαν μεγάλες προσωπικότητες στις οποίες η Ρώμη οφείλει τη μακρά περίοδο ειρήνης που γνώρισε και την τελευταία λάμψη της πριν την παρακμή. Όμως, παρά τις προσπάθειες των αυτοκρατόρων αυτών, αλλά και κάποιων σπουδαίων διαδόχων τους, όπως του Σεπτίμιου Σεβήρου, το κράτος βρισκόταν ήδη σε μη αναστρέψιμη διαδικασία παρακμής. Σημαντικό γεγονός της περιόδου υπήρξε η παραχώρηση του δικαιώματος του Ρωμαίου πολίτη στο σύνολο του πληθυσμού αδιακρίτως (212) από τον αυτοκράτορα Καρακάλλα. Στους δύσκολους καιρούς που περνούσε το κράτος, με το μέτρο αυτό η κεντρική εξουσία ήθελε να δημιουργήσει μια αίσθηση κοινής εθνικότητας ώστε η υπεράσπισή του να μεταβληθεί σε κοινό αγώνα.
Ο 3ος αι. μ.Χ. χαρακτηρίζεται από το πλήθος των βαρβαρικών λαών που άρχισαν να κατακλύζουν την Ευρώπη, πιέζοντας αφόρητα τα σύνορα της αυτοκρατορίας. Στο πλαίσιο ευρύτερων μετακινήσεων πληθυσμών, οι βάρβαροι αυτοί (Γότθοι, Αλανοί, Μαρκομάνοι κ.ά.) απειλούσαν σοβαρά τα σύνορα της Ρώμης, την ώρα που οι διάφορες επαρχίες άρχισαν να μην πειθαρχούν στην κεντρική κυβέρνηση. Κάποια στιγμή μάλιστα τα σύνορα στο Δούναβη διασπάστηκαν και οι βάρβαροι έφτασαν μέχρι τη βόρεια Ιταλία, σκορπώντας τον πανικό στους κατοίκους. [GLi]Το γεγονός αυτό θα επαναληφθεί εκατοντάδες φορές στη συνέχεια, μέχρι την κατάρρευση της αυτοκρατορίας. Εξάλλου, οι διωγμοί κατά των χριστιανών, που, αντί να φέρνουν αποτελέσματα αφανίζοντάς τους, προκαλούσε το αντίθετο αποτέλεσμα προσελκύοντας καινούριους οπαδούς στη νέα θρησκεία, απειλούσε σοβαρά τον κοινωνικό ιστό και οι φόβοι για εμφύλιους πολέμους βρίσκονταν στον ορίζοντα.
Ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός πήρε κάποια μέτρα, οικονομικής αλλά και διοικητικής φύσης, για να διορθώσει την κατάσταση. Η αυτοκρατορία διαιρέθηκε σε 4 μέρη και το καθένα απ’ αυτά είχε το δικό του αυτοκράτορα. Θέλοντας να μειώσει την έκταση της επικράτειας του αυτοκράτορα, ο Διοκλητιανός επιδίωκε να σταματήσει τις φυγόκεντρες τάσεις μέσα στο κράτος. Από αυτό το σύστημα της τετραρχίας, όπως αποκαλέστηκε, ξεπήδησε ο Μέγας Κωνσταντίνος, ο άνθρωπος που άλλαξε τον ρου της ιστορίας αλλά και της ίδιας της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Ο Κωνσταντίνος μετέφερε την πρωτεύουσα στην αρχαία πόλη του Βυζαντίου, που βρισκόταν στο μυχό του Κεράτιου κόλπου στην Προποντίδα και που λίγο αργότερα προς τιμήν του αποκαλούνταν Κωνσταντινούπολη. Αναγνώρισε το χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία του κράτους, αφού αντιλήφθηκε ότι αυτή η θρησκεία είχε τεράστιο δυναμισμό και αντιπροσώπευε το μέλλον. Παράλληλα ένωσε ξανά το κράτος καταργώντας το τετραρχικό σύστημα και πεθαίνοντας το διαμοίρασε στους απογόνους του, από τους οποίους ξεχώρισε ο Κωνστάντιος. Μερικά χρόνια αργότερα όμως, η ανάγκη της υποστήριξης από κοντά του δυτικού τμήματος της αυτοκρατορίας, που υπέφερε από τις εισβολές των βαρβάρων, οδήγησε στην οριστική διαίρεση, λίγο πριν από το θάνατο του Μεγάλου Θεοδόσιου (395), του κράτους σε Ανατολικό (με βασιλιά τον Αρκάδιο) και Δυτικό (με βασιλιά τον αδελφό του Ονώριο).
Τελικά όμως οι αλλεπάλληλες εισβολές των βαρβάρων και η αναπόφευκτη παρακμή του δυτικού τμήματος της αυτοκρατορίας, μαζί με την έλλειψη βοήθειας εκ μέρους του ανατολικού, οδήγησαν στην οριστική κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού Κράτους (476), ενώ το Ανατολικό μετατράπηκε βαθμιαία στην ελληνική Βυζαντινή αυτοκρατορία. Το πρώτο δείγμα είχε έλθει με την κατάληψη της Ρώμης από τον Αλάριχο (410), βασιλιά των Γότθων, που έφυγε από την πόλη αφού την λεηλάτησε και πήρε πολλά λάφυρα.
Το κύρος της Ρώμης στους μεταγενέστερους λαούς παρέμεινε αναλλοίωτο. Ακόμα και οι βάρβαροι, που δεν είχαν την παραμικρή σχέση μαζί της, υπέστησαν τη γοητεία της και προσπάθησαν να συνδεθούν μαζί της αυτοανακηρυσσόμενοι διάδοχοι των Ρωμαίων αυτοκρατόρων. Ακόμα και αιώνες μετά, τον 8ο και τον 9ο αι. μ.Χ., οι Φράγκοι και ο Καρλομάγνος, θέλοντας να προσδώσουν κύρος και νομιμότητα στην αυτοκρατορία τους, ονόμασαν το κράτος τους Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ο λόγος αυτός μάλιστα υπήρξε η αιτία της σύγκρουσης του Καρλομάγνου με τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, που δεν αναγνώρισε το όνομα Ρωμαϊκή, αφού θεωρούσε ότι η ίδια ήταν ο διάδοχος της Ρώμης. Το Βυζάντιο δεν θα σταματήσει ποτέ να διεκδικεί την αναγνώρισή του ως νόμιμου διαδόχου της Ρώμης και οι αυτοκράτορες της Κωνσταντινούπολης,[GLi] μέχρι τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, υπέγραφαν ως «Βασιλεύς των Ρωμαίων».
Οι υπήκοοι της Βυζαντινής αυτοκρατορίας ήταν Ρωμαίοι, σύμφωνα με την αντίληψη των ιδίων (ο προσδιορισμός Έλληνες εμφανίστηκε στον Πλήθωνα Γεμιστό μόλις τα τελευταία χρόνια πριν την άλωση) και από το γεγονός αυτό προέρχονται οι λέξεις Ρωμιός και Ρωμιοσύνη.