Η πρόθεση του Ευρυσθέα δεν ήταν να θανατωθεί το ελάφι. Απλά ήθελε να φέρει αντιμέτωπο τον Ηρακλή με την Άρτεμη, τη θεά του κυνηγιού, στην οποία δεν πολυάρεσε να ενοχλούν τα ιερά της ζώα.
Ο Ηρακλής ταλαιπωρήθηκε πολύ.
Το ελάφι είχε χρυσά κέρατα και χάλκινες [GLi] οπλές, αλλά το κυριότερο απ’ όλα έτρεχε γρηγορότερα από τον άνεμο. Έτσι το κυνήγησε σε βουνά και λαγκάδια για έναν ολόκληρο χρόνο σ’ όλη την Αρκαδία.
Τελικά, κατάφερε να το συλλάβει.
Άλλοι λένε ότι το έπιασε στον ύπνο, άλλοι ότι το τραυμάτισε ενώ εκείνο προσπαθούσε να ξεδιψάσει στον ποταμό Λάδωνα. Μόλις το έπιασε του έδεσε τα πόδια και το πήρε στον ώμο για να το κουβαλήσει στις Μυκήνες. Στο δρόμο, όμως, έπεσε πάνω στην Άρτεμη και τον αδερφό της Απόλλωνα. Η θεά μόλις είδε το αγαπημένο της ζώο αιχμάλωτο και τραυματισμένο άρχιζε να φωνάζει και να απειλεί τον ήρωα με σκληρότατη τιμωρία.
Ο Ηρακλής, όμως, κατάφερε να την καταπραΰνει.
Της είπε ότι δεν είναι αυτός ο φταίχτης αλλά η κακή του μοίρα που τον ανάγκασε να υπακούει τις εντολές και να πραγματοποιεί[GLi]τις επιθυμίες του Ευρυσθέα. Τη διαβεβαίωσε επίσης ότι κανείς δεν είχε την πρόθεση να το σκοτώσει.
Όλα αυτά συντέλεσαν στο να δεχτεί η θεά να πάρει ο Ηρακλής το ζώο μαζί του και να το δείξει στον Ευρυσθέα.