(386-336 π.Χ.).
Βασιλιάς της Μακεδονίας, γιος του Αμύντα Γ΄ και πατέρας του Μ. Αλεξάνδρου. Από τους πρωτεργάτες του μεγαλείου των Μακεδόνων, ανέβηκε στην εξουσία 23 χρονών ως αντιβασιλιάς-κηδεμόνας του ανήλικου ανιψιού του Αμύντα Δ΄, τον οποίο εκθρόνισε σύντομα (359 π.Χ.). Η μεγαλοφυΐα του, η εμπειρία του και η στρατιωτική [GLi] τέχνη που του είχε διδάξει ο Επαμεινώνδας στη Θήβα, του έδωσαν τη δυνατότητα να αναδιοργανώσει γρήγορα το κράτος, να κυριαρχήσει σύντομα στο σύνολο του μακεδονικού χώρου, να επιβληθεί άνετα στους Έλληνες του νότου και να ενώσει τους Έλληνες κάτω από το σκήπτρο του, για μία πανελλήνια εκστρατεία εναντίον των Περσών.
Σε σύντομο χρονικό διάστημα (359-354 π.Χ.) εξασφάλισε την εσωτερική τάξη και ασφάλεια του κράτους του, απομάκρυνε τους Ιλλυριούς από τις μακεδονικές περιοχές και εξουδετέρωσε τους γείτονες των Μακεδόνων Θράκες, Παίονες και Οδρύσες. Παράλληλα, έθεσε σε εφαρμογή τα επεκτατικά του σχέδια. Αφού κυρίευσε την Αμφίπολη (357 π.Χ.) και την Πύδνα (356 π.Χ.), καταπατώντας έτσι τα συμφέροντα των Αθηναίων στη Χαλκιδική χωρίς αντίδραση από μέρους τους, και αφού προώθησε τα σύνορά του από το Στρυμόνα στο Νέστο, εξασφαλίζοντας τον πακτωλό των χρυσωρυχείων του Παγγαίου, αφιερώθηκε, μαζί με το στρατηγό του Παρμενίωνα, στην αναδιοργάνωση του στρατού του, που τον μετέτρεψε σε μόνιμο με κανονική θητεία. Συγκρότησε βαρύ ιππικό (εταίροι), ελαφρό ιππικό (πρόδρομοι), βαρύ πεζικό (πεζέταιροι), ελαφρό πεζικό (ψιλοί) και μηχανικό (μηχανοποιοί) με σύγχρονα πολιορκητικά μηχανήματα (καταπέλτες, χελώνες κ.ά.).Εφεύρε το νέο όπλο που ονομάστηκε σάρισα (δόρυ μήκους 5-6 μ.) και επινόησε τη μακεδονική φάλαγγα (μετωπική παράταξη του στρατού).
Με 30.000 στρατού έστρεψε τις βλέψεις του προς το Νότο. Αφορμή πήρε από τον γ’ ιερό πόλεμο των Φωκέων και των Βοιωτών σχετικά με την κτήση του μαντείου των Δελφών, στον οποίο ο Φίλιππος πήρε μέρος υπέρ της Θήβας και κατά της Φωκίδας, που ήταν σύμμαχος των Αθηναίων. Αφού νίκησε τους Φωκείς κοντά στο Βόλο (353 π.Χ.) και έγινε κυρίαρχος της Θεσσαλίας, έφτασε ως τις Θερμοπύλες (353 π.Χ.), όπου είχαν παραταχθεί Αθηναίοι, Σπαρτιάτες και Αχαιοί. Δε θέλησε να δώσει εκεί τη μάχη και γύρισε πίσω στην Πέλλα, από όπου άρχισε να εργάζεται για την κατάκτηση της Ολύνθου, κέντρου της Χαλκιδικής ομοσπονδίας (κοντά στο σημερινό Μυριόφυτο) και συμμάχου των Αθηναίων. Οι τελευταίοι, παρά τις εκκλήσεις που έκανε ο Δημοσθένης με τους τρεις «Ολυνθιακούς» του, δεν μπόρεσαν να βοηθήσουν έγκαιρα τους Ολυνθίους και η Όλυνθος καταστράφηκε από το Φίλιππο το 348 π.Χ. Τον ίδιο χρόνο οι Αθηναίοι έχασαν και την Εύβοια και έτσι αναγκάστηκαν να αρχίσουν διπλωματικές επαφές με το Φίλιππο, οι οποίες κατέληξαν στη λεγόμενη Φιλοκράτειο ειρήνη (346 π.Χ.), την οποία όμως ο Φίλιππος δεν σεβάστηκε: επενέβη πάλι στον « Ιερό Πόλεμο», εξασφάλισε απόφαση του Αμφικτιονικού Συνεδρίου στους Δελφούς για παραδειγματική [GLi] τιμωρία των Φωκέων ως ιερόσυλων και μαζί με τους Θηβαίους «κατέσκαψε» όλες τις πόλεις της Φωκίδας. Αλλά και πάλι, ελισσόμενος, δεν προχώρησε νοτιότερα. Γύρισε στη Μακεδονία, τακτοποίησε τα ζητήματά του στην Ήπειρο και την Ελλάδα, επιβλήθηκε στον Ελλήσποντο και προχώρησε προς το Βόσπορο. Στο μεταξύ η πολιτική διαμάχη στην Αθήνα ανάμεσα στους φιλιππίζοντες (Αισχίνης, Φιλοκράτης, Εύβουλος, Δημάδης, Φωκίωνας), που έβλεπαν το Φίλιππο ως τον αρχηγό όλων των Ελλήνων κατά του πατροπαράδοτου εχθρού, των Περσών, και στους αντιφιλιππικούς (Δημοσθένης), που θεωρούσαν χρέος τους εθνικό να μην αφήσουν να υποδουλωθεί η Ελλάδα στο «βάρβαρο» Φίλιππο, έπαιρνε δραματικές διαστάσεις με τους πολύπλοκους πολιτικοδικαστικούς αγώνες του Δημοσθένη, του Αισχίνη και του Ισοκράτη. Από το 346 π.Χ., η αντιφιλιππική παράταξη του Δημοσθένη άρχισε να κερδίζει έδαφος στην εκκλησία του δήμου. Αναδιοργανώθηκε ο αθηναϊκός στόλος και συγκροτήθηκαν ισχυρές συμμαχίες με άλλες πόλεις. Έτσι, όταν ο Φίλιππος, ενώ βρισκόταν στο Βόσπορο, πολιόρκησε το Βυζάντιο (340 π.Χ.) κόβοντας τον επισιτισμό των Αθηναίων, αντιμετώπισε τον αθηναϊκό στόλο και αναγκάστηκε να λύσει την πολιορκία και να επιστρέψει στη Μακεδονία. Ο νότος τον ενδιέφερε περισσότερο τώρα, που τα βορειοανατολικά σύνορα του κράτους του είχαν φτάσει στον Εύξεινο και τον Ίστρο. Με πρόφαση λοιπόν την αμφικτιονική δίκη της Άμφισσας στους Δελφούς για ιεροσυλία, επενέβη για τρίτη φορά στον «Ιερό Πόλεμο» και κυρίεψε την Ελάτεια (339 π.Χ.). Τώρα πια ο κίνδυνος για την Αθήνα ήταν άμεσος. Τρομοκρατημένος ο Δημοσθένης πήγε ο ίδιος στη Θήβα και πέτυχε να εξασφαλίσει τη συμμαχία της για την αναχαίτιση του κοινού εχθρού. Αλλά ο Φίλιππος, αφού κυρίευσε τα στενά του Μπράλου και την Άμφισσα (338 π.Χ.), κατατρόπωσε τους δύο μεγάλους στρατούς στην περίφημη μάχη της Χαιρώνειας (Αύγουστος του 338 π.Χ.), στην οποία ο 18χρονος Αλέξανδρος με το ιππικό του εξολόθρευσε τον ιερό λόχο των Θηβαίων.
Ο Φίλιππος έγινε τώρα ηγεμόνας όλων των Ελλήνων που αποτέλεσαν συνομοσπονδία («Συμμαχίαν») με κοινό [GLi] αντιπροσωπευτικό διοικητικό όργανο το «Συνέδριον των Ελλήνων» που είχε έδρα την Κόρινθο και σκοπό έναν πανελλήνιο πόλεμο κατά των Περσών.
Αυτό που μισό αιώνα τώρα λαχταρούσε ο Ισοκράτης, έγινε πραγματικότητα, όταν, το 336 π.Χ., ο Παρμενίωνας με 10.000 Μακεδόνες, πέρασε τον Ελλήσποντο και έφτασε στη Μαγνησία της Μ. Ασίας, περιμένοντας εκεί το Φίλιππο με τους άλλους Έλληνες. Αλλά εκείνος δεν πήγε ποτέ. Δολοφονήθηκε στο θέατρο των αρχαίων Αιγών από κάποιον ευγενή Μακεδόνα, τον Παυσανία, κατά των εορτασμό των γάμων της κόρης του Κλεοπάτρας. Αν ο φόνος έγινε για προσωπική εκδίκηση ή ηθικοί αυτουργοί του εγκλήματος ήταν οι Πέρσες ή η χωρισμένη γυναίκα του Φιλίππου Ολυμπιάδα ή ο γιος του Αλέξανδρος, εξακολουθεί να παραμένει άγνωστο.
Τα μεγαλεπήβολα σχέδια του μεγάλου στρατηγού, του βαθυστόχαστου πολιτικού, αλλά και του δολερού διπλωμάτη, τα ολοκλήρωσε ο αντάξιος γιος του, ο Μέγας Αλέξανδρος.
Επιμέλεια Άρθρου : Γεώργιος Λυμπερόπουλος