(Βιογραφίες – Μυθολογία)
Έλληνας επικός ποιητής. Θεωρείτε ως ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές όλων των αιώνων.
Από τον Όμηρο αρχίζει [GLi]η λογοτεχνία της Ελλάδος αλλά και της Ευρώπης.
Ο μέγιστος και ανυπέρβλητος δημιουργός των επικών ποιημάτων, της Οδύσσειας και της Ιλιάδας.
Για τον τόπο και το χρόνο που γεννήθηκε υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα.
Οι πόλεις που από τα αρχαία χρόνια τον διεκδικούσαν περισσότερο ήταν εφτά:
Σμύρνη, Χίος, Κολοφών, Ιθάκη, Πύλος, Άργος, Αθήνα αναφέρονται όμως και η Σαλαμίνα της Κύπρου, η Κύμη, η Ρόδος και άλλες.
Συχνά επίσης αναφέρεται ότι ήταν τυφλός (όμηρος στα αιολικά σήμαινε τυφλός στη σύγχρονη εποχή οι φιλόλογοι δέχονται ως πιθανότερο ότι το όνομα αυτό δεν ήταν παρωνύμιο αλλά κύριο).
Πιθανολογείται ότι πέθανε στην Ίο, όπου στάθμευσε το πλοίο με το οποίο ταξίδευε για την Αθήνα.
Διαφωνία υπάρχει και για το πότε έζησε.
Από τους αρχαίους άλλοι τον θεωρούσαν σύγχρονο με τα τρωικά (πρώτο μισό του 12ου αι. π.Χ.), άλλοι 60-80 χρόνια νεότερο και άλλοι –σύμφωνα με μια πληροφορία του Ηρόδοτου– 400 χρόνια παλιότερο από τον Ηρόδοτο (που έζησε και έδρασε στα μέσα του 5ου αι. π.Χ.) και σύγχρονο με τον Ησίοδο. Στη σύγχρονη εποχή ως πιθανότερος χρόνος που έζησε ο ποιητής θεωρείται το τέλος του 9ου και οι αρχές του 8ου αι. π.Χ. Η έρευνα δεν τον θεωρεί αοιδό, αλλά ραψωδό που συνδεόταν με τις ηγεμονικές αυλές της εποχής του.
Οι ερευνητές πιστεύουν πως ο Όμηρος έγραψε τα ποιήματά του όχι για να τα διαβάσουν άλλοι, αλλά για δική του ευκολία στην απαγγελία.
Στον Όμηρο αποδίδονται, εκτός από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, και άλλα έργα (βλ. λ. επικός κύκλος), φυσικά δεν σώζωνται όλα τα έπη.
Το ομηρικό ζήτημα. Οι φιλόλογοι («γραμματικοί») της Αλεξάνδρειας πρώτοι ασχολήθηκαν κριτικά με τα ομηρικά ποιήματα. Ο Ξένωνας και ο Ελλάνικος (3ος αι. π.Χ.) υποστήριζαν πως άλλος ποιητής συνέθεσε την Ιλιάδα και άλλος την Οδύσσεια. Είναι οι πρώτοι χωρίζοντες. Την άποψή τους αυτή πολέμησε ο σύγχρονός τους σπουδαίος φιλόλογος Αρίσταρχος και η γνώμη του ότι ένας είναι ο ποιητής και των δύο ποιημάτων επικράτησε ως τα νεότερα χρόνια.
Πρώτος στα νεότερα χρόνια ο Γάλλος καλόγερος Φρανσουά Χέντελιν ντ’ Ομπινιάκ σε μια μελέτη του που γράφτηκε το 1664, αλλά δημοσιεύτηκε το 1715 ύστερα από το θάνατό του, υποστήριξε πως η ποιητική αξία της Ιλιάδας υπάρχει στα μικρότερα έπη από τα οποία αυτή αποτελείται και τα οποία συγκόλλησε κάποιος ποιητής.
Σταθμός για τις ομηρικές σπουδές υπήρξε το βιβλίο του μεγάλου Γερμανού φιλόλογου Φρίντριχ Βολφ «Προλεγόμενα στον Όμηρο», που δημοσιεύτηκε το 1795 στο Χάλε, στο πανεπιστήμιο του οποίου ο Βολφ ήταν καθηγητής. Στο έργο αυτό ο Βολφ υποστήριξε ότι τα δύο ποιήματα, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, δεν είναι δυνατό να προέρχονται από έναν ποιητή και ακόμη ότι καθένα από αυτά –ο Wolf μιλούσε κυρίως για την Ιλιάδα, γιατί μ’ αυτήν ασχολήθηκε περισσότερο– είναι μια συνένωση από μικρότερα έπη. Τα κυριότερα επιχειρήματα του φιλόλογου αυτού είναι τα ακόλουθα:
1. Στην Ελλάδα δεν υπήρχε γραφή πριν από τον 8ο αι. π.Χ. Αλλά χωρίς τη βοήθεια της γραφής είναι αδύνατη η σύνθεση τόσο μεγάλων ποιημάτων. Οι αοιδοί κι οι ραψωδοί μπορούσαν να συνθέσουν και να θυμούνται μονάχα πολύ περιορισμένης έκτασης ποιήματα. Αλλά και οι ακροατές θα ήταν αδύνατο να παρακολουθήσουν με ενδιαφέρον ένα τόσο μακρό ποίημα.
2. Αν εξετάσουμε τα δύο ομηρικά ποιήματα –και πάλι ο Wolf μιλούσε κυρίως για την Ιλιάδα– θα βρούμε αντιφάσεις, επαναλήψεις, ανακολουθίες κ.ά., που αποδεικνύουν την έλλειψη ενότητας σε αυτά, ενιαίου δηλαδή σχεδίου κατά τη σύνθεσή τους, και ότι αυτά στην πραγματικότητα είναι συνένωση μικρότερων ποιημάτων, έργων άγνωστων ραψωδών, συγκόλληση και τακτοποίηση που έγινε πολύ αργότερα, πιθανότατα στα χρόνια του τυράννου της Αθήνας Πεισίστρατου (6ος αι. π.Χ.), όταν, σύμφωνα με μια πληροφορία που πρώτη φορά την αναφέρει ο Κικέρωνας (1ος αι. π.Χ.), αυτά «τακτοποιήθηκαν» (έτσι γράφει ο Κικέρωνας· δε γράφει «συντέθηκαν» ή «καταγράφηκαν»). Ο Βολφ έβρισκε στα ομηρικά ποιήματα μια μάλλον έμφυτη ποιητική δεξιοτεχνία παρά αληθινή μεγάλη τέχνη.
Το πρώτο και σημαντικότερο από τα παραπάνω επιχειρήματα του Βολφ και εκείνων που ακολούθησαν τις απόψεις του (που ονομάστηκαν αναλυτικοί), αποδείχτηκε λανθασμένο, ύστερα από την αποκρυπτογράφηση στα 1953 από τους M. Βέντρις και Τ. Τσάντγουικ της γραμμικής γραφής Β, που χρησιμοποιούνταν στην ηπειρωτική Ελλάδα και την Κρήτη από τα μέσα του 15ου αι. π.Χ. Επομένως, ο ποιητής-ραψωδός μπορούσε να καταγράψει τη δημιουργία του όχι για να διαβαστεί αλλά για δική του ευκολία. Επίσης το πιθανότερο είναι ότι τα μεγάλα αυτά ποιήματα δεν απαγγέλλονταν ολόκληρα αλλά σε μικρότερες ή μεγαλύτερες ενό[GLi]τητες ανάλογα με το ακροατήριο στο οποίο απευθυνόταν κάθε φορά.
Το άλλο επιχείρημα των αναλυτικών για αντιφάσεις, επαναλήψεις και ανακολουθίες δεν είναι τόσο σημαντικό όσο παρουσιαζόταν· είναι πολύ λιγότερες από όσες έβρισκαν ο Βολφ και οι οπαδοί του και θεωρείται πολύ πιθανό ότι αποτελούν παρεμβολές άλλων ραψωδών.
Η πλειονότητα των φιλολόγων δε δέχεται πλέον την άποψη ότι καθένα από τα δύο ομηρικά ποιήματα αποτελείται από μικρότερα τραγούδια, έργα διάφορων ποιητών (άποψη των αναλυτικών)· λιγοστεύουν επίσης εκείνοι που θεωρούν άλλον τον ποιητή της Οδύσσειας και άλλον της Ιλιάδας. Αρκετοί φιλόλογοι θεωρούν ότι είναι ένας ο ποιητής και των δύο ποιημάτων και ότι καθένα από αυτά συντέθηκε με σχέδιο και έχει ενότητα· μερικές από τις διαφορές που αναμφισβήτητα υπάρχουν στα δύο ποιήματα οφείλονται στη διαφορά του θέματος. Και οι ενωτικοί (που δέχονται έναν ποιητή και για τα δύο ποιήματα) δέχονται, ωστόσο, πως έγιναν μερικές προσθήκες στα κατοπινά χρόνια από τους ραψωδούς και τους αντιγραφείς· οι προσθήκες όμως αυτές είναι μερικοί στίχοι, όχι μεγάλες ενότητες. Όσοι, λένε, κομματιάζουν τα δύο ποιήματα, στην πραγματικότητα καταστρέφουν την ποιητική τους αξία. Ο ποιητής της Ιλιάδας και της Οδύσσειας πιθανό να χρησιμοποίησε παλιότερα έπη, συνέθεσε όμως καθένα από τα δύο αυτά ποιήματα πάνω σε σχέδιο και ως ενιαίο σύνολο. Η συγκριτική γραμματολογία έδειξε ακόμη ότι παντού, όπου υπάρχει ένα μεγάλο ποιητικό έργο, υπάρχει και ένας μεγάλος ποιητής. Ήδη στην αρχαιότητα θεωρούσαν την Ιλιάδα ως το νεανικό έργο του Ομήρου και την Οδύσσεια ως το γεροντικό· η γνώμη αυτή δε θεωρείται απίθανη.
Η Ιλιάδα (15.693 στίχοι). Το 12ο αι. π.Χ. ελληνικά φύλα, επειδή πιθανότατα δεν μπορούσαν να ανεχθούν τον έλεγχο των στενών του Ελλήσποντου από την Τροία, εκστράτευσαν εναντίον της και ύστερα από μακροχρόνια πολιορκία κατόρθωσαν να την κυριέψουν και να την πυρπολήσουν. Το ιστορικό αυτό γεγονός μεταμορφώθηκε από τη λαϊκή φαντασία σε θρύλους, που αποτέλεσαν την ύλη για τον ποιητή της Ιλιάδας. Πυρήνας του έργου είναι η οργή (μήνις) του Αχιλλέα εναντίον του Αγαμέμνονα –αλλά και εναντίον των άλλων Ελλήνων αρχηγών– με τα φοβερά επακόλουθά της. Το ποίημα δεν ονομάστηκε Αχιλληίδα, όπως θα περίμενε κανείς, αλλά Ιλιάδα, επειδή ο ποιητής πλέκει με το επεισόδιο αυτό (τη μήνιν) και πολλά άλλα επεισόδια του πολέμου γύρω από το Ίλιο, την ακρόπολη (κάστρο) της Τροίας. Οι φιλόλογοι της Αλεξάνδρειας διαίρεσαν την Ιλιάδα και την Οδύσσεια σε 24 ενότητες, τις ραψωδίες· στην Ιλιάδα οι ραψωδίες αριθμούνται με τα κεφαλαία γράμματα του αλφάβητου και στην Οδύσσεια με τα μικρά.
Ο χαρακτήρας της Ιλιάδας είναι πολεμικός και εκείνο που εξυμνείται είναι η δύναμη και η παλικαριά. Τα επεισόδια της Ιλιάδας εκτείνονται χρονικά σε 51 μέρες, από τις οποίες οι πιο δραματικές και αποφασιστικές είναι τέσσερις. Τα κυριότερα από τα επεισόδια αυτά είναι τα ακόλουθα: στη ραψωδία Α, η οργή του Αχιλλέα εναντίον του Αγαμέμνονα για την προσβολή που του κάνει. Στο τέλος της ραψωδίας η συνέλευση των θεών και η υπόσχεση του Δία στη Θέτιδα ότι θα ικανοποιηθεί ο Αχιλλέας. Στη ραψωδία Γ κύριο επεισόδιο είναι η μονομαχία Πάρη και Μενέλαου, στη Ζ η τρυφερή σκηνή της συνάντησης Έκτορα και Ανδρομάχης, στην Η η μονομαχία Έκτορα και Αίαντα, στη Λ τα κατορθώματα του Αγαμέμνονα, στην Π τα ανδραγαθήματα και ο θάνατος του Πάτροκλου, στη Σ η κατασκευή από τον Ήφαιστο της καινούριας πανοπλίας του Αχιλλέα (η περιγραφή της ασπίδας είναι από τα ωραιότερα μέρη του ποιήματος) και η είσοδός του στον αγώνα. Στις ραψωδίες Υ, Φ, Χ το κυριότερο επεισόδιο είναι η αποφασιστική πάλη Αχιλλέα – Έκτορα και ο θάνατος του Έκτορα.
Η Οδύσσεια (12.104 στίχοι). Στο ποίημα αυτό υπάρχουν συνενωμένα στο πρόσωπο του Οδυσσέα, ήρωα του έργου, τρία στοιχεία: το μυθιστόρημα του ναυτικού που αγωνίζεται να ξαναγυρίσει στον τόπο του, θαλασσινά παραμύθια, θρύλοι από τον τρωικό πόλεμο. Ο ποιητής πήρε έναν από τους θρύλους του τρωικού πολέμου που αναφερόταν στο γυρισμό (νόστον) του Οδυσσέα, και που πιθανότατα ήταν ο πιο ενδιαφέρων, και έπλεξε γύρω απ’ αυτόν τα στοιχεία από τους δύο άλλους κύκλους που αναφέρθηκαν, δημιουργώντας την Οδύσσεια. Η όλη υπόθεση του ποιήματος αυτού εκτείνεται χρονικά σε 40 μέρες.
Τα κυριότερα από τα επεισόδια που ο ποιητής αφηγείται στην Οδύσσεια είναι τα ακόλουθα: Στις ραψωδίες α-δ η κατάσταση στο παλάτι του Οδυσσέα, όπου οι λεγόμενοι μνηστήρες κατασπαταλούν την περιουσία του και θέλουν να εξαναγκάσουν τη γυναίκα του να παντρευτεί κάποιον απ’ αυτούς. Στις ραψωδίες ε-η το ναυάγιο του Οδυσσέα κοντά στο νησί των Φαιάκων, τη σωτηρία του, τη συνάντησή του με τη Ναυσικά, την κόρη του βασιλιά του νησιού. Στις ραψωδίες θ-μ ο Οδυσσέας διη[GLi]γείται στο παλάτι του βασιλιά των Φαιάκων τις περιπέτειές του. Στις ραψωδίες ν-π η άφιξη του Οδυσσέα στην Ιθάκη και το φανέρωμά του στον Τηλέμαχο. Στις ραψωδίες φ και χ η θανάτωση των μνηστήρων και η τιμωρία των άπιστων δούλων. Τέλος στη ραψωδία ψ η φανέρωση του Οδυσσέα στη γυναίκα και τον πατέρα του.
Αντίθετα από το χαρακτήρα της Ιλιάδας, ο χαρακτήρας της Οδύσσειας είναι ήρεμος και ειρηνικός. Αυτό όμως οφείλεται στο θέμα της και όχι στο ότι συντέθηκε πολύ αργότερα ή από άλλον ποιητή.
Η γλώσσα στην οποία είναι γραμμένα τα ομηρικά ποιήματα είναι γλώσσα τεχνητή, λογοτεχνική· σ’ αυτήν έχουν αναμειχθεί στοιχεία από την ιωνική κυρίως διάλεκτο, λιγότερα από την αιολική και ελάχιστα από την αρκαδοκυπριακή και την αττική. Είναι η πρώτη πανελλήνια λογοτεχνική γλώσσα και εκείνη που έγινε η κατά παράδοση γλώσσα της επικής ποίησης. Οι επιδράσεις της φτάνουν ως την τραγωδία, ακόμη και ως τον πεζό λόγο.
Όχι μονάχα στην αρχαιότητα, αλλά και στα μεταγενέστερα χρόνια, τα δύο ποιήματα του Ομήρου ήταν τα πιο αγαπητά ακροάματα και αναγνώσματα. Οι νέοι τα αποστήθιζαν και οι ήρωες των ποιημάτων αυτών ήταν για κείνους τα πρότυπα που έπρεπε να φτάσουν. Στα βυζαντινά χρόνια οι καλόγεροι στα μοναστήρια τα αντέγραφαν με αγάπη. Ο αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Ευστάθιος το 12ο αι. έγραψε πολύτιμα σχόλια πάνω σ’ αυτά και το χειρόγραφό του σώθηκε. Στη Δύση τα ομηρικά ποιήματα ήταν άγνωστα ως τα μέσα του 15ου αι. Έγιναν[GLi] γνωστά πρώτα στην Ιταλία, όταν οι Έλληνες φυγάδες της Κωνσταντινούπολης έφτασαν εκεί, και στη συνέχεια σε ολόκληρη την Ευρώπη.