Το τέρας είχε γεννήτορες τον Τυφώνα και την Έχιδνα και αδέρφια του ήταν ο Όρθος του Γηρυόνη, η Λερναία Ύδρα και η Χίμαιρα. Είχε πενήντα κεφάλια, από τα οποία τα τρία μπροστινά είχαν τη μορφή σκύλου, ενώ τα άλλα ήταν άλλων ζώων και μια ουρά που κατέληγε σε κεφάλι θανατηφόρου φιδιού.
Πριν ξεκινήσει το ταξίδι του ο Ηρακλής πήγε στην Ελευσίνα και μυήθηκε στα Ελευσίνια μυστήρια, τα οποία είχαν σχέση με τις χθόνιες λατρείες. Παράλληλα ο Δίας διέταξε τον Ερμή και την Αθηνά να τον ακολουθήσουν για να τον συμβουλεύουν στις δύσκολες στιγμές.
Ο Ηρακλής κίνησε για τον Κάτω Κόσμο και πέρασε σ’ αυτόν από την είσοδό του, από το ακρωτήριο Ταίναρο στη Λακωνία. Άλλοι τοποθετούν την είσοδο αυτή σε διαφορετικά μέρη, όπως στη λίμνη Αχερουσία στη Θεσπρωτία και αλλού. Στο Ταίναρο υπήρχε ναός[GLi] του Ποσειδώνα και από πίσω μια σπηλιά που οδηγούσε κάτω από τη θάλασσα, όπου ήταν το βασίλειο του Πλούτωνα και της γυναίκας του, της κόρης της Δήμητρας, Περσεφόνης.
Για να περάσει στον Κάτω Κόσμο έπρεπε να χρησιμοποιήσει τη βάρκα του Χάρωνα.
Ο τελευταίος έφερνε δυσκολίες στον Ηρακλή, αλλά υπέκυψε μόλις ο ήρωας έχασε την ψυχραιμία του και απείλησε να του σπάσει το κεφάλι με το κουπί της βάρκας που μετέφερε τους νεκρούς στον άλλο κόσμο.
Μόλις οι ψυχές των νεκρών αντίκρισαν τον Ηρακλή σκόρπισαν[GLi] τρομαγμένες, εκτός από αυτή του Μελέαγρου, τον οποίο ο Ηρακλής συμπόνεσε και του υποσχέθηκε να παντρευτεί την αδερφή του Δηιάνειρα. Κατόπιν συνάντησε τον Θησέα και τον Πειρίθου, που αποπειράθηκαν να αρπάξουν την Περσεφόνη.
Ελευθέρωσε τον Θησέα, όχι όμως και τον Πειρίθου, που ήταν δεμένος σ’ ένα βράχο υπό την απειλή φιδιών. Κάθε φορά που ο Ηρακλής επιχειρούσε να τον τραβήξει κουνιόταν η γη συθέμελα.
Έτσι εγκατέλειψε την προσπάθεια. Ύστερα από όλες[GLi] αυτές τις περιπέτειες, ο Ηρακλής παρουσιάστηκε στον Πλούτωνα και του ζήτησε την άδεια να πάρει μαζί του στον επάνω κόσμο τον Κέρβερο.
Ο Πλούτωνας συγκατένευσε, αλλά με τον όρο να μη χρησιμοποιήσει ο ήρωας κανένα όπλο, ούτε ασπίδα, ούτε ρόπαλο, παρά μόνο τα χέρια του.
Έτσι κι έγινε.
Ο Ηρακλής φόρεσε μόνο τη λεοντή του και διαμόρφωσε κάποιες πέτρες κοφτερές στο ένα τους άκρο. Στην πύλη του Αχέροντα συνάντησε τον Κέρβερο και τον κατέβαλε με την τεράστια μυϊκή του δύναμη, πιάνοντας τα τρία σκυλίσια κεφάλια του ανάμεσα στα μπράτσα του. Ο Κέρβερος αντέδρασε στην αρχή χτυπώντας και δαγκώνοντας τον ήρωα με τη φιδίσια ουρά του, αλλά στο τέλος παραδόθηκε.
Ο Πλούτωνας δεν πίστευε ότι ο Ηρακλής θα τα κατάφερνε.
Έτσι μόλις αντιλήφθηκε την επιτυχία του, άρχισε να μασάει τα λόγια του και να αρνιέται να τηρήσει την υπόσχεσή του. Θυμωμένος ο Ηρακλής δε δίστασε να τον πείσει τραυματίζοντάς τον μ’ ένα βέλος. Με τη βοήθεια της Αθηνάς πέρασε το ποτάμι του Κάτω Κόσμου, τη Στύγα και έφτασε στην έξοδό του στην περιοχή της Τροιζήνας.
Ο Κέρβερος ζαλισμένος[GLi] από τον πολύ ήλιο δεν μπορούσε ν’ αντιδράσει.
Ο Ηρακλής τον έφερε στις Μυκήνες και μπροστά στη θέα του φριχτού τέρατος ο Ευρυσθέας βρήκε για μια ακόμα φορά καταφύγιο στο αγαπημένο του χάλκινο πιθάρι.
[ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΟ ΠΡΟΣΘΕΤΟ «ΚΕΡΒΕΡΟΣ»]
Κέρβερος = Τέρας με τρία κεφάλια και ουρά δράκοντα, που έμοιαζε με σκύλο και φρουρούσε την πύλη του Άδη. Ήταν γιος της Έχιδνας και του Τυφωέα.
Φρουρούσε το βασίλειο του Άδη και άφηνε να μπαίνουν ελεύθερα όσοι κατέβαιναν εκεί, εμπόδιζε όμως όσους επιχειρούσαν να βγουν.
Κατά το γνωστό μύθο, ο Ηρακλής πάλεψε[GLi] μαζί του, τον νίκησε και τον ανέβασε στον κόσμο των ζωντανών, εκτελώντας το 12ο άθλο του.
Κατόπιν τον ξανάφερε στον Άδη.
Κατ’ επέκταση Κέρβερος ονομάζεται κάθε άγρυπνος και σκληρός φύλακας.