(Μυθολογία – Οδύσσεια)
Η σεβαστή βασίλισσα κατέβηκε από το γυναικωνίτη [GLi]όμορφη σαν την Αφροδίτη και κάθισε σ’ έναν πανώριο θρόνο. . . .
Στο μεταξύ οι δούλες καθάριζαν το τραπέζι από τα αποφάγια.
Εκείνη την ώρα βρήκε πά[GLi]λι αφορμή η Μελανθώ να τα βάλει με τον ξένο ζητιάνο.
Η Πηνελόπη την αντιλήφθηκε [GLi] κι αμέσως με αυστηρά λόγια την έδιωξε και πρόσταξε να φέρουν ένα σκαμνί για να κάτσει ο ξένος.
Ο Οδυσσέας προσπαθώντας να μην αποκαλύψει την ταυτότητά του, άρχισε να παινεύει τις χάρες της βασίλισσας.
Αυτή όμως απάντησε πικραμένη.
– Όλες τις χάρες μου τις πήρε ο Οδυσσέας[GLi]μαζί του φεύγοντας για την Τροία. Τώρα έχω άλλο μπελά. Όλα τα αρχοντόπουλα του τόπου θέλουν να με παντρευτούν και τρώνε το βιος του.
Μετά του αποκάλυψε το τέχνασμα με το οποίο ξεγελούσε τρία χρόνια τους μνηστήρες. Τους έλεγε πως μόλις[GLi]ύφαινε ένα σάβανο για το γερο Λαέρτη θα παντρευόταν κάποιον απ’ αυτούς.
Όμως όλη τη μέρα ύφαινε το σάβανο και το βράδυ το ξήλωνε. Κάποιες άτιμες δούλες μαρτύρησαν το τέχνασμά της στους μνηστήρες και δεν είχε άλλη επιλογή παρά να παντρευτεί.
Έπειτα ζήτησε να μάθει το όνομα και την καταγωγή του ξένου.
Τότε ο Οδυσσέας της αφηγήθηκε μια παραλλαγή της πλαστής ιστορίας που είχε πει στον Εύμαιο. Ήταν από την Κρήτη,[GLi]γιος του Δευκαλίωνα και αδερφός του Ιδομενέα. Όταν έγινε η εκστρατεία στην Τροία, αυτός έμεινε στο παλάτι, γιατί ήταν ο μικρότερος αδερφός. [GLi] Έτσι είχε την τύχη να φιλοξενήσει τον Οδυσσέα που σταμάτησε για λίγο στην Κρήτη.
Η Πηνελόπη δοκίμασε τον ξένο ρωτώντας τι ρούχα φορούσε ο Οδυσσέας. Όταν αυτός της περιέγραψε τη χλαμύδα και το χιτώνα που του είχε χαρίσει η ίδια πριν φύγει, κέρδισε την εμπιστοσύνη της. Επίσης συμπλήρωσε ότι τα τελευταία νέα του πολύπαθου βασιλιά τα έμαθε στη χώρα των Θεσπρωτών: ότι ο σύζυγός της ξέπεσε στη χώρα των Φαιάκων εκεί τον δέχτηκαν με τιμές και θα τον έστελναν στην Ιθάκη, αλλά αυτός θέλησε πρώτα να μαζέψει θησαυρούς και μετά να γυρίσει στην πα[GLi]τρίδα του. Τέλος, τη διαβεβαίωσε πως έφτασε ο καιρός που θα γύριζε στο παλάτι του.
Η Πηνελόπη έδειξε δυσπιστία στα τελευταία λόγια του.
Μετά έδωσε εντολή στις δούλες να του στρώσουν μαλακό κρεβάτι να κοιμηθεί και το πρωί να τον λούσουν και να τον αλείψουν με μυρωμένο λάδι. Ο Οδυσσέας προσποιήθηκε πως δεν ήθελε τέτοιες πολυτέλειες, γιατί είχε ξεσυνηθίσει από τότε που έφυγε από το σπίτι του. Μόνο ζήτησε να του πλύνει τα πόδια κάποια γριά δούλα που ήταν βασανισμένη από τη ζωή. Αμέσως η Πηνελόπη σκέφτηκε την Ευρύκλεια, την παραμάνα που είχε αναθρέψει τον Οδυσσέα.
Αυτή έφερε σε μια χάλκινη λεκά[GLi]νη ζεστό νερό και γονάτισε μπροστά του. Ο Οδυσσέας φοβήθηκε μήπως η ηλικιωμένη οικονόμα τον αναγνώριζε από μια ουλή που είχε από νεαρό παλικάρι, γι’ αυτό αποτραβήχτηκε από το φως. Η Ευρύκλεια όμως, καθώς του έπλενε τα πόδια, άγγιξε την ουλή του και τον αναγνώρισε αμέσως. Πήγε να μπήξει τις φωνές κλαίγοντας από τη χαρά της και να τον αποκαλύψει στη βασίλισσα. Ο Οδυσσέας της έφραξε το στόμα και την προειδοποίησε να μη μιλήσει, γιατί διαφορετικά θα έβρισκε άθλιο τέλος μαζί με τις υπόλοιπες δούλες. Η[GLi]γριά παραμάνα τον διαβεβαίωσε για την πίστη και την εχεμύθειά της και έτρεξε να φέρει άλλο νερό, γιατί πάνω στην αναστάτωσή της είχε αναποδογυρίσει τη λεκάνη.
Λίγο πριν πέσουν όλοι για ύπνο, η Πηνελόπη εκμυστηρεύτηκε στον Οδυσσέα ζητιάνο το όνειρο που είχε δει την προηγούμενη νύχτα.
Ένας αϊτός όρμησε και κατασπάραξε είκοσι χήνες που ανέτρεφε η ίδια με χαρά. Μετά ο αϊτός με ανθρώπινη φωνή της εξήγησε πως ήταν ο Οδυσσέας που εξόντωσε τους μνηστήρες. [GLi]Το όνειρο βέβαια ήταν ξεκάθαρο, αλλά η πιστή γυναίκα φοβόταν μήπως ήταν από τα ψεύτικα που ξεγελούσαν τους ανθρώπους.
Στη συνέχεια η Πηνελόπη αποκάλυψε στον ξένο πως θα έβαζε τους μνηστήρες ν’ αγωνιστούν σ’ ένα παράξενο αγώνισμα που τα κατάφερνε ο Οδυσσέας θα έβαζε δώδεκα τσεκού[GLi]ρια στη σειρά και θα τους προκαλούσε να περάσουν μια σαΐτα από τις δώδεκα τρύπες. [GLi]Ο Οδυσσέας την παρακίνησε να πραγματοποιήσει τη σκέψη της όσο το δυνατό πιο γρήγορα. Με τις κουβέντες η ώρα πέρασε και σε λίγο αποσύρθηκαν και οι δυο για ύπνο.
Ο Οδυσσέας πλάγιασε στον πρόδομο του παλατιού, γιατί ήθελε να παρακολουθεί τις κινήσεις των ανθρώπων του σπιτιού. Όταν είδε τις ανήθικες βάγιες να ξεπορτίζουν για να κοιμη[GLi]θούν στα σπίτια των μνηστήρων, η οργή του ήταν απέραντη, αλλά η Αθηνά στάθηκε δίπλα του, τον καθησύχασε και του έδωσε γλυκό ύπνο.