Ακόμη και με τους θεούς τσακώνονταν.
Μια φορά τρεις Σιληνοί μάλωναν με την Ίριδα.
Η θεά ήταν οργισμένη επειδή οι Σιληνοί ήθελαν να της αρπάξουν από το βωμό της το σφάγιο που θυσίασαν γι’[GLi]αυτήν οι άνθρωποι.
Ήταν τόση η ασέβειά τους που κάποτε προσπάθησαν να βιάσουν τη σύζυγο του πατέρα των θεών, την Ήρα.
Τρομοκρατημένοι την άφησαν όταν είδαν από μακριά να έρχεται ο Ηρακλής.
Πονηροί κι ασυγκράτητοι οι τραγοπόδαροι σύντροφοι του Διόνυσου.
Άλλοτε βίαιοι, ενοχλούσαν τους θεούς και ανθρώπους.
Άλλοτε χαριτωμένοι επιδίδονταν στο χορό και στη μουσική.
Ένας μάλιστα από τους Σάτυρους, ο Μαρσύας, ήταν ξακουστός για τις ικανότητές του στο παίξιμο του αυλού.
Ήταν όμως τόση η υπεροψία του που τόλμησε να προκαλέσει τον ίδιο το θεό της μουσικής, τον Απόλλωνα.
Η μουσική και των δυο σκόρπισε στη φύση υπέροχες μελωδίες.
Ο ένας από τους δυο κριτές, ο Μίδας, πρότεινε τον Μαρσύα ως νικητή.
Ο θεός του θύμωσε και τον τιμώρησε για την ασέβειά του μεταμορφώνοντας τ’ αυτιά του σ’ αυτιά γαϊδάρου.
Το τέλος του Μαρσύα ήταν ακόμη τραγικότερο, καθώς ο θεός τον έγδαρε ζωντανό.
Εκτός από τον Μαρσύα και ο μεγαλύτερος [GLi] σε ηλικία Σιληνός, ο γερο Σιληνός, ξεχώριζε από την ανωνυμία της θορυβώδους παρέας.
Πατέρας του λένε ότι ήταν ο Απόλλωνας, ενώ άλλοι υποστηρίζουν πως ήταν ο Πάνας.
Επίσης ξακουστά ήταν και τα παιδιά του, όπως ο Κένταυρος Φόλος και ο Στάφυλος, ο τσομπάνης του Οινέα.
Σ’ αυτόν παρέδωσαν οι Νύμφες το μικρό Διόνυσο για ν’ αναλάβει τη μόρφωσή του.
Και όταν αργότερα ο θεός άρχισε τα μακρινά του ταξίδια, τον ακολούθησε και ο πιστός δάσκαλός του.
Όλοι στη συντροφιά τον σέβονταν και τον αγαπούσαν. Θαύμαζαν τη σοφία του και τις πολλές γνώσεις που είχε.
Δε χόρταιναν να τον ακούνε να τους λέει τραγουδιστά ιστορίες από τα παλιά χρόνια.
Πιο πολύ απ’ όλους βέβαια τον αγαπούσε ο Διόνυσος.
Γι’ αυτό και δέχτηκε ν’ ανταμείψει τον Μίδα μ’ ότι του ζητήσει, όταν του παρέδωσε το γέρο παιδαγωγό του που είχε χαθεί.