(ΘΡΗΣΚΕΙΑ)
Ο Μωάμεθ γεννήθηκε στη Μέκκα της σημερινής Σαουδικής Αραβίας και πέθανε στη Μεδίνα (επίσης στη σημερινή Σαουδική Αραβία)
Ο Μωάμεθ [GLi] καταγόταν από φτωχή οικογένεια, η οποία όμως, κατά τους μουσουλμάνους ιστορικούς, προερχόταν από ένδοξους προγόνους και της είχε ανατεθεί η φύλαξη του ιερού βράχου Καάμπα.
Όταν ο Μωάμεθ ήταν έξι χρόνων, πέθαναν οι γονείς του και τον μεγάλωσε η δούλα τους Μπαρακάτ.
Από την παιδική του ηλικία άρχισε να ενδιαφέρεται για τα θρησκευτικά ζητήματα και ιδίως για τις δυο μεγάλες θρησκείες, το χριστιανισμό και τον ιουδαϊσμό. Όταν μεγάλωσε λίγο, ακολούθησε το θείο του Αμπού Τάλεμπ, που ήταν έμπορος, σε διάφορα ταξίδια που γίνονταν με καραβάνια στα σύνορα της Συρίας. Εκεί ήρθε σε επαφή με νεστοριανούς καλόγερους που εντυπωσιάστηκαν από την εξυπνάδα του και τον μύησαν στην αίρεσή τους.
Ο Μωάμεθ εξακολούθησε τα ταξίδια του, πότε παίρνοντας μέρος σε καραβάνια και πότε ως πολεμιστής της Μέκκας.
Σε ηλικία 25 χρονών παντρεύτηκε την πλούσια σαραντάχρονη χήρα Χαντίτζα ή Κατίτζα, και έτσι έγινε ένας από τους πλουσιότερους κατοίκους της Μέκκας. Ο ξάδερφος της γυναίκας του, εβραϊκής καταγωγής που είχε προσχωρήσει στο χριστιανισμό, είχε γνώσεις αστρολογίας και ενδιαφερόταν για τα μεταφυσικά ζητήματα. Αυτός αποτέλεσε πολύτιμο σύμβουλο για το Μωάμεθ που είχε παρόμοια ενδιαφέροντα.
Ο Μωάμεθ κατέληξε να πιστεύει ότι, κατά περιόδους, ο Θεός έστελνε τους προφήτες του στους ανθρώπους για να τους επαναφέρει στο δρόμο της αλήθειας, κάθε φορά που παραστρατούσαν. Τέτοιοι προφήτες ήταν, κατά τη γνώμη του, ο Νώε, ο Αβραάμ, ο Μωυσής και ο Χριστός. Όσο περνούσε ο καιρός, ο Μωάμεθ γινόταν όλο [GLi] και περισσότερο σκεπτικός και αποτραβιόταν στη μοναξιά στο βουνό Χίρα για να προσευχηθεί και να στοχαστεί.
Η παράδοση λέει ότι, όταν ήταν 40 χρόνων, το μήνα που σήμερα οι μουσουλμάνοι ονομάζουν Ραμαντάν, παρουσιάστηκε μπροστά του ο αρχάγγελος Γαβριήλ και του είπε ότι είναι ο νέος προφήτης του Θεού. Έπειτα ο Μωάμεθ άρχισε να κηρύσσει το λόγο του Θεού, αλλά με προσοχή, γιατί αντιμετώπιζε την εχθρότητα των ειδωλολατρών κατοίκων της Μέκκας. Πολλές φορές έγιναν συγκρούσεις μεταξύ των οπαδών του και των ειδωλολατρών. Πέντε χρόνια μετά τη φώτιση του Μωάμεθ, ένα μέρος των οπαδών του, που δεν μπορούσε να υποφέρει τις διώξεις, εγκατέλειψε τη Μέκκα και εγκαταστάθηκε στην Αιθιοπία, όπου περίμενε να βρει υποστήριξη από τους νεστοριανούς κατοίκους της. Το γεγονός αυτό λέγεται «πρώτη Εγίρα» (φυγή, μετανάστευση). Ο Μωάμεθ ωστόσο παρέμεινε στη Μέκκα. Όταν η γυναίκα του πέθανε, παντρεύτηκε την Αϊσά που ήταν μόλις εννιά χρονών. Από τότε παντρεύτηκε πολλές φορές, αν και στους οπαδούς του επέτρεπε μόνο τέσσερις.
Στη Μέκκα ο Μωάμεθ δέχτηκε πολλές διώξεις και τελικά τον έκλεισαν στον πύργο του θείου του Αμπού Τάλεμπ για τρία χρόνια. Ωστόσο οι οπαδοί του αυξάνονταν συνέχεια, ιδίως μεταξύ των προσκυνητών του ιερού βράχου των Αράβων Καάμπα, στους οποίους περιλαμβάνονταν και πολλοί κάτοικοι της Μεδίνας. Όταν τελικά άρχισε να κινδυνεύει η ζωή του από τους εχθρούς του, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Μέκκα και να εγκατασταθεί στη Μεδίνα, το 622. Το έτος αυτό ονομάζεται «κυρίως Εγίρα» και είναι η αρχή της χρονολογίας για τους μουσουλμάνους. Η Μεδίνα πήρε το όνομά της από τότε (η ονομασία της είναι παραφθορά της αραβικής λέξης που σημαίνει «πόλη του προφήτη»). Εκεί ο Μωάμεθ βρήκε πολυάριθμους οπαδούς, τόσο μεταξύ των Χριστιανών όσο και μεταξύ των Εβραίων. Η κυριότερη μεταβολή που έκανε ο Μωάμεθ κατά την παραμονή του στη Μεδίνα ήταν η υιοθέτηση της βίας (ενώ μέχρι τότε ήταν κατά της βίας) ως μέσου προσηλυτισμού και τιμωρίας των εχθρών του. Έτσι, άρχισε επιθέσεις κατά των καραβανιών της Μέκκας. Με τον καιρό η δύναμή του αυξήθηκε τόσο ώστε έφτασε στο σημείο να στείλει πρεσβευτές σε διάφορους ισχυρούς ηγεμόνες της εποχής του ζητώντας τους να ασπαστούν τη νέα θρησκεία. Μεταξύ των ηγεμόνων αυτών περιλαμβάνονταν ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ηράκλειος και ο βασιλιάς της Περσίας Χοσρόης.
Ο Χοσρόης έσκισε την επιστολή του Μωάμεθ, ενώ ο Ηράκλειος δεν τον πήρε σοβαρά και υποδέχτηκε φιλικά τους αντιπροσώπους του. Ο Μωάμεθ επιτέθηκε σε διάφορες ηγεμονίες (υποτελείς στο Βυζάντιο) που του είχαν φερθεί εχθρικά και κατατρόπωσε τα στρατεύματά τους. Παράλληλα, η Μέκκα παρα[GLi]βίασε μια συνθήκη ανακωχής που είχε κάνει με το Μωάμεθ και έδωσε την αφορμή στον τελευταίο να την καταλάβει. Μετά την κατάληψη της Μέκκας όλες σχεδόν οι αραβικές φυλές ασπάστηκαν τον ισλαμισμό. Η αύξηση της δύναμης του Μωάμεθ θορύβησε τον αυτοκράτορα Ηράκλειο, που έστειλε στρατεύματα στα σύνορα της Συρίας για να επιτεθούν εναντίον του. Ο Μωάμεθ κατάφερε να σημειώσει μερικές εφήμερες νίκες, αλλά στη συνέχεια έκρινε καλό να αποσυρθεί και πάλι στην Αραβία λόγω της αριθμητικής υπεροχής των Βυζαντινών.
Ο θάνατος του γιου του Ιμπραήμ το 632 υπήρξε σοβαρό πλήγμα για το Μωάμεθ. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος αρρώστησε και θέλησε να κάνει ένα τελευταίο προσκύνημα στη Μέκκα. Μετά το προσκύνημα επέστρεψε στη Μεδίνα, όπου πέθανε στις 7 ή 8 Ιουλίου του 632. Ο τάφος του έγινε από τότε τόπος προσκυνήματος των πιστών του, ενώ στο σημείο εκείνο χτίστηκε και τέμενος.
Λίγο πριν πεθάνει διόρισε διάδοχό του το Ζεΐντ που ήταν ο πρώτος χαλίφης.
Από τότε όλοι οι διάδοχοι του Μωάμεθ ονομάζονταν χαλίφες.
Την ημέρα του θανάτου του άφησε εννιά χήρες.
Ο Μωάμεθ υπήρξε δυναμικός και δραστήριος, γι’ αυτό μπόρεσε να επιβληθεί σ’ ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του αραβικού κόσμου. Επέβαλε την πίστη στον ένα Θεό, τον Αλλάχ, το σεβασμό στην Παλαιά Διαθήκη, την τιμή στο πρόσωπο του Ιησού και της Παναγίας, στην ύπαρξη των αγγέλων, την αθανασία της ψυχής, την πέρα του τάφου ζωή, την ανάσταση και την τελική κρίση από το Θεό και τον προφήτη Μωάμεθ.
Όλη η διδασκαλία του Μωάμεθ είναι[GLi]διατυπωμένη στο ιερό βιβλίο των μουσουλμάνων, το Κοράνι, το οποίο, υποστηρίζεται ότι είναι αντίγραφο του πρωτοτύπου, το οποίο εμπιστεύτηκε ο Αλλάχ στον προφήτη του.
Επεκτάσεις / Εγκυκλοπαιδική Επέκταση :
Μωάμεθ, προφήτης, ο ιδρυτής της θρησκείας Μωαμεθανισμού.
Ύστερα από 15χρονη συζυγική ζωή κατέφυγε σε σπήλαιο του βουνού Χάρα, κοντά στην Μέκκα, όπου προσευχόταν.
Όταν γύρισε από εκεί έλεγε ότι του παρουσιάστηκε ο άγγελος Γαβριήλ και του είπε : “Εσύ θα είσαι ο αληθινός προφήτης”.
Πρώτοι πίστεψαν στο Μωάμεθ, η γυναίκα του, ο δούλος του Ζεϊντ και ο Αμπού Μέκρ. Αυτοί έγραψαν τις αποκαλύψεις του από τις οποίες έγινε και το Κοράνιο.
Οι οπαδοί του αυξάνονταν, μεγάλωσε όμως και η αντίδραση εναντίον του και γι` αυτό αναγκάστηκε να φύγει στην Μεδίνα το 622.
Η φυγή αυτή ονομάστηκε “Εγίρα” και καθιερώθηκε σαν αρχή της μουσουλμανικής χρονολογίας. Στη Μεδίνα εγκαταστάθηκε σαν ηγεμόνας και άρχισε να επιβάλει τη νέα θρησκεία με τη βία.
Το 630 μπήκε θριαμβευτής στη Μέκκα, την οποία κήρυξε ιερή πόλη.