(Γεν. Ενδιαφέροντος)
Ομάδα από διάφορες γερμανικές φυλές που ήταν εγκατεστημένες στις περιοχές του Μέσου και του Κάτω Ρήνου. Τον 3ο και 4ο αι. συγκρούστηκαν με τους Ρωμαίους και πολλοί από αυτούς προχώρησαν στη βορειοδυτική Γαλατία και στο σημερινό Βέλγιο, όπου[GLi] και εγκαταστάθηκαν μόνιμα. Χωρίζονταν στους Σάλιους Φράγκους και τους Ριπουάριους Φράγκους.
Αργότερα ίδρυσαν φραγκικό κράτος με πρωτεύουσα την Κολονία. Το κράτος εκτεινόταν από τις δύο όχθες του Ρήνου έως τη θάλασσα της Ολλανδίας.
Ο πραγματικός, όμως, ιδρυτής του φραγκικού κράτους είναι ο Κλόβις Α΄ (481-511), που ένωσε τις φραγκικές φυλές, άπλωσε το κράτος του στο μεγαλύτερο μέρος της Γαλατίας, έκανε πρωτεύουσα του το Παρίσι και δέχτηκε το χριστιανισμό. Ο σημαντικότερος από τους διαδόχους του Κλόβι, ο Δαγοβέρτος (628-638), μεγάλωσε το κράτος και περιέλαβε σ’ αυτό όλες τις χώρες από το Ρήνο έως τη θάλασσα της Μάγχης, τον Ατλαντικό και τα Πυρηναία. Το φραγκικό κράτος απέκτησε νέα δύναμη και έγινε το ισχυρότερο χριστιανικό κράτος στη Δύση κατά τη διακυβέρνησή του από τους λεγόμενους Καρολίδες και ιδιαίτερα από τον Καρλομάγνο. Οι διάδοχοί του άρχισαν πολέμους μεταξύ τους και με τη συνθήκη του Βερντέν (843) οι τρεις εγγονοί του το μοίρασαν στα τρία.
Η διαίρεση αυτή ανταποκρινόταν και σε λόγους εθνολογικούς, γιατί, από τον καιρό που οι Φράγκοι και οι άλλες γερμανικές φυλές είχαν καταλάβει τις χώρες του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους, είχε αρχίσει ήδη η συγχώνευσή τους με τους ντόπιους κατοίκους τους[GLi]και η βαθμιαία διαμόρφωση των νεολατινικών λαών, των Γάλλων και των Ιταλών, παράλληλα προς τους Γερμανούς.
Οι Βυζαντινοί έλεγαν Φράγκους όλους τους κατοίκους της Δυτικής Ευρώπης, χωρίς να κάνουν διάκριση των διαφόρων εθνοτήτων.