Ξεκίνημα από την Τροία – Θάνατος Αίαντα του Λοκρού
Μετά την άλωση του τρωικού κάστρου, οι Έλληνες βασιλιάδες σκέφτονταν την επιστροφή στην πατρίδα. Όμως ο Δίας και η Αθηνά ήταν εξοργισμένοι που δε σεβάστηκαν ούτε τα ιερά της χώρας και τα κατέστρεψαν.
Γι’ αυτόν το λόγο η επιστροφή όλων προμηνυόταν δύσκολη.
Ήδη το κακό ξεκίνησε με τη διαφωνία των Ατρειδών σχετικά με τη μέρα της αναχώρησης ελληνικός στόλος διχοτομήθηκε. Ο Μενέλαος, ο Διομήδης και ο Νέστορας ξεκίνησαν πρώτοι. [GLi]Πίσω στην Τροία έμεινε ο Αγαμέμνονας με τους υπόλοιπους αρχηγούς. Αυτοί προσπάθησαν να εξευμενίσουν την Αθηνά με θυσίες, αλλά δεν τα κατάφεραν. Έπρεπε όμως να ξεκινήσουν, δέκα χρόνια απουσίας από τις πόλεις τους ήταν πάρα πολλά.
Άφησαν λοιπόν πίσω τους την Τροία.
Πρώτος σταθμός ήταν η Τένεδος ο καιρός φαινόταν πολύ καλός, γι’ αυτό συνέχισαν το ταξίδι τους χαρούμενοι. Την ώρα όμως που έφταναν στο ακρωτήρι Καφηρέας της Εύβοιας ξέσπασε φοβερή θύελλα. Βούλιαξαν πολυάριθμα πλοία και πνίγηκαν πολλοί Αχαιοί.
Η Αθηνά ζήτησε από τον Δία να ρίξει κεραυνό στο καράβι του Λοκρού Αίαντα. Ο παντοδύναμος θεός έκανε το χατίρι της κόρης του και σε λίγο ο ήρωας βρέθηκε να χαροπαλεύει με τα ορμητικά κύματα.
Όμως ο κοσμοσείστης Ποσειδώνας τον λυπήθηκε και δεν τον άφησε να πνιγεί. Έβαλε τα κύματα να τον σπρώξουν σε κάποιες βραχονησίδες κοντά στη Μύκονο, όπου κατόρθωσε να σκαρφαλώσει και να γλιτώσει. Δυστυχώς, του ανόητου, δεν του έφτανε που ο θαλασσινός θεός τον νοιάστηκε και τον έσωσε, αλλά μόλις ένιωσε ασφαλής, καυχήθηκε πως νίκησε ακόμη και την Αθηνά που τον καταδίωκε.
Τότε όμως θύμωσε πολύ ο Ποσειδώνας. Άρπαξε τη φοβερή τρίαινα και χτύπησε το βράχο πάνω στον οποίο στεκόταν ο Αίαντας και ο ήρωας βρήκε τραγικό θάνατο.
Σε λίγες μέρες η θάλασσα ξέβρασε το πτώμα του στη Μύκονο όπου το έθαψε η Θέτιδα.
Από την τρικυμία στον Καφηρέα της Εύβοιας γλίτωσε, με τη βοήθεια της Ήρας, ο στόλος του Αγαμέμνονα. Πέρασαν δίπλα από την Άνδρο, έπειτα έπλευσαν κατά μήκος των ακτών [GLi]της Αττικής και κατευθύνθηκαν προς τον Αργολικό κόλπο. Ξέσπασε όμως θαλασσοταραχή που τους έριξε στα Κύθηρα.
Εκεί ο Αγαμέμνονας αναγκάστηκε να περιμένει ώσπου να κοπάσει η τρικυμία.
Πραγματικά, μετά από λίγες μέρες ξεκίνησαν και έφτασαν γρήγορα στο λιμάνι των πολύχρυσων Μυκηνών. Ο αρχηγός των Ελλήνων δακρυσμένος από τη συγκίνηση που πατούσε το πόδι μετά από τόσα χρόνια στην πατρίδα, γονάτισε και φίλησε το χώμα. Δεν ήξερε όμως τι του επιφύλασσε η Μοίρα.
Στη διάρκεια της δεκάχρονης απουσίας του ο Αίγισθος, ο γιος του Θυέστη και ξάδερφος του, επιδίωκε να ξελογιάσει τη γυναίκα του Κλυταιμνήστρα. Αυτή στην αρχή αντιστεκόταν, έχοντας μάλιστα και τη συμπαράσταση ενός γνωστικού αοιδού, που ο Αγαμέμνονας του είχε αναθέσει να την προστατεύει. Ο Αίγισθος έβγαλε από τη μέση τον αοιδό ρίχνοντάς τον σ’ ένα ερημονήσι. Σε λίγο καιρό η Κλυταιμνήστρα υπέκυψε στις πιέσεις του και έγινε ερωμένη του. Ο γιος του Θυέστη πρόσφερε πλούσιες θυσίες στους θεούς για να τους ευχαριστήσει που πέτυχε το στόχο του. Στο μεταξύ, οι δύο εραστές είχαν συμφωνήσει πως θα σκότωναν τον Αγαμέμνονα, όταν κάποτε γυρνούσε στις Μυκήνες.
Πριν προλάβει ο νόμιμος βασιλιάς να πληροφορηθεί την παράνομη αυτή σχέση, έτρεξε ο Αίγισθος στο λιμάνι για να τον υποδεχτεί. Προσποιήθηκε πως ήταν πολύ χαρούμενος που τον έβλεπε πάλι και τον κάλεσε στο σπίτι του για τραπέζι. Ο Αγαμέμνονας ταλαιπωρημένος καθώς ήταν από το ταξίδι του τον ακολούθησε μαζί με είκοσι συντρόφους του και την Κασσάνδρα, την κόρη του Πρίαμου, που την είχε φέρει ως λάφυρο από την Τροία. Στο σπίτι όμως τους περίμεναν είκοσι οπλισμένοι άντρες και αμέσως ξέσπασε φοβερή συμπλοκή. Ο Αίγισθος δολοφόνησε τον ξάδερφό του και οι υπόλοιποι άντρες τους συντρόφους του. Εκεί ήταν κρυμμένη και η Κλυταιμνήστρα, που μετά τη συμπλοκή βγήκε και σκότωσε μ’ ένα σπαθί την Κασσάνδρα. Έπειτα έφυγε χωρίς καν να κλείσει τα μάτια και το στόμα του νεκρού συζύγου της.
Ο Αισχύλος στην τραγωδία του “Αγαμέμνων” μας δίνει μια άλλη παραλλαγή σχετικά με το τέλος του μεγάλου βασιλιά. Η υπόθεση εξελίσσεται στο Άργος. Τη δολοφονία διέπραξε η Κλυταιμνήστρα και όχι ο Αίγισθος, που παρουσιάζεται ως ένας άβουλος άντρας, πιόνι στα χέρια της βασίλισσας. Οι λόγοι της δολοφονίας που επικαλείται η συζυγοκτόνος είναι πρώτα απ’ όλα η θυσία της Ιφιγένειας, της κόρης του βασιλικού ζευγαριού, στην Αυλίδα. Έπειτα, το γεγονός ότι ο Αγαμέμνονας έφερε μαζί του σαν παλλακίδα από την Τροία τη βασιλοπούλα Κασσάνδρα.
Η Κλυταιμνήστρα είχε αναθέσει σ’ ένα φύλακα να κάθεται στη στέγη του παλατιού και να περιμένει το σύνθημα της φωτιάς που θα δήλωνε την πτώση της Τροίας.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑ
Το σύνθημα αυτό φάνηκε σε λίγο εμφανίστηκε στο παλάτι και ένας κήρυκας για να ανακοινώσει τη νίκη των Ελλήνων και την επιστροφή του βασιλιά. Μόλις εμφανίστηκε στο παλάτι ο Αγαμέμνονας, η βασίλισσα προσποιήθηκε ότι ήταν πολύ χαρούμενη που τον έβλεπε. Τον υποδέχτηκε θερμά και του ζήτησε να τον συνοδεύσει στο μπάνιο για να τον λούσει. Εκεί μέσα του αφαίρεσε τη ζωή, χτυπώντας τον [GLi]τρεις φορές μ’ ένα σπαθί στο κεφάλι. Στο πλάι του έσφαξε και την Κασσάνδρα.
Αυτό το τραγικό τέλος είχε γραμμένο η Μοίρα για τον αρχηγό των Αχαιών που βασανιζόταν δέκα ολόκληρα χρόνια για να ρίξει το τρωικό κάστρο.
Ο ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Ο δεύτερος Ατρείδης, ο Μενέλαος, που για χάρη του μαζεύτηκαν όλοι οι Έλληνες βασιλιάδες και εκστράτευσαν εναντίον της Τροίας, περιπλανήθηκε εφτά ολόκληρα χρόνια μέχρι να επιστρέψει στη Σπάρτη.
Είχε ξεκινήσει πρώτος από την Τροία, μαζί με τον Διομήδη και τον Νέστορα. Για αρκετές μέρες ταξίδευαν σαν ένας ενιαίος στόλος. Μετά τη στάση στην Εύβοια, ο Διομήδης αποχώρησε για το Άργος και συνέχισαν οι άλλοι δυο βασιλιάδες σε κοινή πορεία. Όταν έφτασαν στο Σούνιο, ο καπετάνιος του πλοίου στο οποίο επέβαινε ο Μενέλαος πέθανε. Ο βασιλιάς τότε αποφάσισε να σταματήσει για να τον θάψει μ’ όλες τις τιμές. Ο Νέστορας στο μεταξύ συνέχισε για την Πύλο.
Αφού έγινε η κηδεία του νεκρού συντρόφου, ξεκίνησαν τα πενήντα πλοία του Μενέλαου για τη Λακωνία. Στην αρχή έπλεαν με ούριο άνεμο. Όταν όμως έφτασαν στο ακρωτήρι του Μαλέα, ξέσπασε φοβερή τρικυμία. Τεράστια ορμητικά κύματα τους παρέσυραν προς τα νότια. Πέρασαν από τη δυτική άκρη της Κρήτης και βρέθηκαν στον κόλπο της Φαιστού, όπου το μεγαλύτερο μέρος του στόλου τσακίστηκε στα βράχια. Απόμειναν μονάχα πέντε καράβια, που ο άνεμος τα έφερε στην Αίγυπτο.
Εφτά ολόκληρα χρόνια γυρνούσε ο Μενέλαος στη χώρα του Νείλου, μα και σε άλλες χώρες της Αφρικής. Γνώρισε πολλούς λαούς και κατάφερε να μαζέψει πολλά πλούτη. Στην αιγυπτιακή Θήβα, ο βασιλιάς Πόλυβος του χάρισε δυο ασημένιους λουτήρες σκαλισμένους από τον καλύτερο μάστορα της χώρας και στολισμένους με ρουμπίνια και σμαράγδια. Επίσης του έδωσε δυο χρυσούς τρίποδες με ανάγλυφες παραστάσεις από τη θρησκευτική ζωή των Αιγυπτίων και δέκα τάλαντα χρυσάφι. Στην ωραία Ελένη, που ο Μενέλαος είχε δίπλα του σ’ όλο το ταξίδι της[GLi] επιστροφής, η βασίλισσα Αλκάνδρα χάρισε ένα μαλαματένιο καλαθάκι για το εργόχειρό της και μια πλατινένια ρόκα. Μια άλλη αρχόντισσα της Αιγύπτου της έδωσε μαγικά βότανα.
Επόμενος σταθμός της περιπλάνησης ήταν η Σιδώνα. Εκεί ο βασιλιάς Φαίδημος του χάρισε ένα σμαραγδένιο κύπελλο. Ακόμη περιπλανήθηκε στην Κύπρο, τη Φοινίκη, την Αιθιοπία και τη Λιβύη.
Κάποτε ο Μενέλαος αποφάσισε να πάρει το δρόμο για την Ελλάδα. Είχε συγκεντρώσει αρκετά πολύτιμα δώρα φιλοξενίας και ήταν καιρός να επιστρέψει στο παλάτι του. Όμως, από τη βιασύνη του να εγκαταλείψει την Αίγυπτο, έφυγε χωρίς να θυσιάσει στους θεούς για ευνοϊκό ταξίδι. Έτσι, στον πρώτο σταθμό του ταξιδιού, στο νησί Φάρο, απέναντι από την Αλεξάνδρεια, άρχισαν να φυσάνε δαιμονισμένα αντίθετοι άνεμοι, που εμπόδιζαν τον απόπλου των καραβιών. Είκοσι μερόνυχτα περίμεναν, μα οι άνεμοι δε σταματούσαν. Τα τρόφιμα άρχισαν να τελειώνουν και η πείνα να θερίζει τους ναύτες.
Μια μέρα ο γιος του Ατρέα τριγύριζε απελπισμένος στην ακρογιαλιά του νησιού. Τότε τον είδε η Ειδοθέα, η κόρη του Πρωτέα, και τον λυπήθηκε. Τον συμβούλεψε να ρωτήσει τον αθάνατο πατέρα της σχετικά με το ταξίδι της επιστροφής του, γιατί αυτός είχε μαντικές ικανότητες και γνώριζε τα πάντα. Μόνο που ήταν αδύνατο για έναν θνητό να τον πλησιάσει. Γι’ αυτό η κοπέλα έδωσε πολύτιμες οδηγίες στον Μενέλαο και το σχέδιο καταστρώθηκε.
Την άλλη μέρα το πρωί, ο βασιλιάς με τρεις συντρόφους του έφτασαν σε μια έρημη σπηλιά. Σε λίγο βγήκε από τα βάθη της θάλασσας η Ειδοθέα. Κρατούσε στα χέρια της τέσσερα δέρματα από φώκιες και τα έδωσε στους άντρες να τα φορέσουν. Για να μην πνιγούν από την απαίσια μυρωδιά, έσταξε στη μύτη τους λίγη αμβροσία και μετά βούτηξε στα αφρισμένα κύματα.
Σε λίγη ώρα εμφανίστηκε ένα κοπάδι φώκιες που ανήκε στον Πρωτέα. Οι άντρες κρύφτηκαν ανάμεσα στα θαλασσινά ζώα και σε λίγο εμφανίστηκε και ο ίδιος ο θεός. Αφού επιθεώρησε το κοπάδι του, ανυποψίαστος ξάπλωσε ανάμεσα στις φώκιες. Σε λίγο ο Μενέλαος με τους άντρες του όρμησαν με άγριες κραυγές να συλλάβουν τον Πρωτέα. Αυτός για να ξεφύγει από τους θνητούς μεταμορφώθηκε διαδοχικά σε λιοντάρι, σε φίδι, σε λεοπάρδαλη, σε κάπρο, μα και σε νερό και σε τεράστιο δέντρο. Όμως εκείνοι, σύμφωνα με τις οδηγίες της Ειδοθέας, τον κρατούσαν γερά. Στο τέλος αποκαμωμένος ο θαλασσινός θεός παραδέχτηκε την ήττα του.
Ο Μενέλαος τον ρώτησε ό,τι ήθελε και αυτός του αποκάλυψε τα πάντα. Οι θεοί ήταν οργισμένοι μαζί του, γιατί δεν τους πρόσφερε θυσίες πριν ξεκινήσει το ταξίδι του. Γι’ αυτό έπρεπε να επιστρέψει στην Αίγυπτο και δίπλα στις όχθες του Νείλου να θυσιάσει στους Ολύμπιους. Επίσης, ο θαλασσινός γέροντας τον πληροφόρησε και για τους άλλους συντρόφους του. Αφηγήθηκε τον πνιγμό του Λοκρού Αίαντα, τη δολοφονία του Αγαμέμνονα στις Μυκήνες και τις περιπέτειες του Οδυσσέα, που ακόμη δε γύρισε στην Ιθάκη. Ακόμη, του αποκάλυψε και κάτι ευχάριστο για τον ίδιο. Επειδή ήταν γαμπρός του Δία, μια και η Ελένη ήταν καρπός της σχέσης του θεού με τη Λήδα, γι’ αυτό όταν ερχόταν η ώρα του θανάτου του, οι θεοί θα τον έστελναν στα Ηλύσια Πεδία, μια χώρα όπου οι ψυχές ζούσαν ξέγνοιαστες και μακάριες. Μετά από όλα αυτά, ο βασιλιάς της Σπάρτης γύρισε στην Αίγυπτο και πρόσφερε θυσίες στους αθάνατους. Επίσης έχτισε ένα κενοτάφιο στη μνήμη του αδερφού του Αγαμέμνονα. Ξεκίνησε το ταξίδι του και σε λίγες μέρες, με πρίμο αεράκι, έφτασε στη Λακωνία, μετά από δεκαοχτώ ολόκληρα χρόνια.
Στη Σπάρτη ο Μενέλαος είχε ένα άλλο πρόβλημα. Η Ελένη δεν του χάρισε γιο που θα τον διαδεχόταν στο θρόνο. Είχε μονάχα μια κόρη, την Ερμιόνη, που την έστειλε στη Φθία για να παντρευτεί τον Νεοπτόλεμο, το γιο του Αχιλλέα. Εξάλλου, ήταν τόσα πολλά αυτά που είχε να σκεφτεί από περιπέτειες δεκαοκτώ χρόνων, ώστε δεν μπορούσε να χαρεί ούτε το γλέντι και το κρασί, μα ούτε και τον ύπνο.
Ο μεγαλύτερος καημός του ήταν οι πολυάριθμοι γενναίοι σύντροφοι που έπεσαν για χάρη του στην Τροία, μα και όσοι χάθηκαν κατά την επιστροφή στην πατρίδα. Ήταν έτοιμος να θυσιάσει τα δύο τρίτα της περιουσίας του, φτάνει να ήξερε πως οι συμπολεμιστές του ήταν ζωντανοί.
Ο Νεοπτόλεμος, μετά τη δολοφονία του πατέρα του από τον Απόλλωνα, αποτέλεσε ένα νέο Αχιλλέα για[GLi]τους Αχαιούς και κατέλαβε σχεδόν μόνος του το τρωικό κάστρο. Όταν έφτασε η ώρα της επιστροφής στην πατρίδα, η Θέτιδα γνώριζε τη φοβερή οργή της Αθηνάς, γι’ αυτό συμβούλεψε τον εγγονό της να ακολουθήσει το δρόμο της στεριάς. Πραγματικά, μετά το σταθμό στην Τένεδο, ο Νεοπτόλεμος με τους Μυρμιδόνες πέρασε στη Θράκη. Εκεί, στη χώρα των Κικόνων, συνάντησε και τον Οδυσσέα. Στη διάρκεια της επιστροφής πέθανε ο γέρο Φοίνικας, ο παιδαγωγός του Αχιλλέα, και τον έθαψε με μεγάλες τιμές.
Στο μεταξύ, στο βασίλειο της Φθίας ζούσε ο γερο Πηλέας, ο πατέρας του Αχιλλέα, που περίμενε να γνωρίσει τον εγγονό του. Ο Νεοπτόλεμος πριν κατευθυνθεί στη Φθία ήθελε πρώτα να εξασφαλίσει ένα βασίλειο για τον εαυτό του. Κήρυξε λοιπόν πόλεμο εναντίον της Ηπείρου και έγινε βασιλιάς της χώρας. Εκεί απέκτησε ένα γιο από την Ανδρομάχη, η οποία του είχε δοθεί ως λάφυρο από τον πόλεμο. Ο γιος του αυτός ονομάστηκε Μολοσσός και η χώρα Μολοσσία. Σ’ όλο αυτό το διάστημα, ο Άκαστος είχε επιτεθεί εναντίον της Φθίας και έδιωξε τον Πηλέα από τη χώρα του. Μόλις το έμαθε αυτό ο Νεοπτόλεμος ετοίμασε στόλο και ξεκίνησε για τη Θεσσαλία. Μια τρικυμία όμως τον έριξε ναυαγό στη Σηπιάδα της Μαγνησίας ολόκληρος ο στόλος του είχε χαθεί. Να όμως που σε κείνα τα μέρη είχε βρει καταφύγιο ο γέροντας παππούς του κυνηγημένος καθώς ήταν από τον Άκαστο και τους γιους του. Είχε κρυφτεί σε μια σπηλιά και περίμενε να δει κάποιο πλοίο για να μάθει πληροφορίες για τον Νεοπτόλεμο.
Οι δυο άντρες συναντήθηκαν τυχαία. Η αναγνώριση παππού και εγγονού ήταν πολύ συγκινητική. Ο γέρο Πηλέας έπεσε στην αγκαλιά του Νεοπτόλεμου και δεν μπορούσε να κρατήσει τα δάκρυα από τη συγκίνησή του. Έκλαιγε με λυγμούς και αγκάλιαζε το νεαρό ήρωα. Όταν του διηγήθηκε όσα συνέβαιναν στο βασίλειο της Φθίας, αυτός άρχισε να συγκεντρώνει στρατό για να πολεμήσει τον Άκαστο.
Στο μεταξύ έμαθε πως οι γιοι του Άκαστου, ο Μελάνιππος και ο Πλεισθένης, είχαν βγει για κυνήγι στην περιοχή. Τότε μεταμφιέστηκε σε ντόπιο κάτοικο της Ιωλκού, παρουσιάστηκε μπροστά τους και δίνοντάς τους ψεύτικες πληροφορίες για τον εαυτό του, κατάφερε να τους σκοτώσει. Σε λίγο ήρθε στην περιοχή ο Άκαστος να συναντήσει τους γιους του. Ο νεαρός ήρωας προσποιούμενος το γιο του Πάρη που τάχα είχε απαγάγει ο Νεοπτόλεμος, τον παρέσυρε στη σπηλιά του Πηλέα. Εκεί συνάντησαν τη Θέτιδα που είχε επισκεφτεί τον άντρα της. Η θεά επέπληξε αυστηρά τον κακό βασιλιά, αλλά δεν επέτρεψε στον εγγονό της να τον σκοτώσει. Μέσα στη χαρά του, ο Άκαστος δήλωσε στον Νεοπτόλεμο πως το βασίλειο της Φθίας ανήκει σ’ αυτον το γιο του Αχιλλέα.
Ο Νεοπτόλεμος παραχώρησε στον Πηλέα το θρόνο της Μολοσσίας και ο ίδιος βασίλεψε τελικά στη Φθία, τη χώρα των Μυρμιδόνων, εκεί που ήταν βασιλιάς και ο πατέρας του, ο Αχιλλέας.
Παντρεύτηκε την Ερμιόνη, την κόρη του Μενέλαου και της Ελένης, αλλά ο γάμος τους δεν πήγαινε καλά. Η Ερμιόνη ήταν άτεκνη και δεν μπορούσε να γεννήσει διάδοχο στον Νεοπτόλεμο. Ζήλευε μάλιστα την Ανδρομάχη, που σαν παλλακίδα του βασιλιά του είχε χαρίσει τρεις γιους. Κάποτε ο Νεοπτόλεμος αποφάσισε να πάει στο μαντείο των Δελφών, για να ζητήσει ευθύνες από τον Φοίβο για το θάνατο του πατέρα του. Τότε βρήκε ευκαιρία η Ερμιόνη να εξοντώσει την Ανδρομάχη και τους γιους της. Όμως δεν τα κατάφερε, γιατί στο μεταξύ ήρθε ο Πηλέας και την εμπόδισε. Αυτός πήρε μαζί του τη γυναίκα του Έκτορα και τους δισέγγονους που του είχε χαρίσει και έφυγε για τη Μολοσσία. Η Ερμιόνη εγκατέλειψε το παλάτι και παντρεύτηκε τον ξάδερφό της τον Ορέστη.
Όσο καιρό συνέβαιναν αυτά στη Φθία, ο Νεοπτόλεμος βρήκε φοβερό θάνατο στους Δελφούς. Ο Απόλλωνας εξοργισμένος μαζί του διέδωσε στους κατοίκους πως ο γιος του Αχιλλέα πήγαινε να κλέψει το θησαυρό του μαντείου. Έτσι, την ώρα που πλησίαζε στο ιερό, έπεσαν όλοι επάνω του με πέτρες, κοντάρια, σπαθιά και βέλη και τον σκότωσαν. Η Θέτιδα όρισε να ταφεί στους Δελφούς για να θυμίζει ο τάφος[GLi]του τον ανόσιο φόνο του.
Ο ΔΙΟΜΗΔΗΣ
Η επικρατέστερη άποψη σχετικά με την επιστροφή του Διομήδη είναι πως μέχρι την Εύβοια συνέπλεε με το στόλο του Μενέλαου και του Νέστορα και στη συνέχεια κατευθύνθηκε στο Άργος. Μέσα λοιπόν σε τέσσερις μέρες βρέθηκε στην πατρίδα του χωρίς άλλες περιπέτειες και ταλαιπωρίες. Υπάρχει όμως ένας μύθος που μας πληροφορεί ότι ο βασιλιάς του Άργους κατά την επιστροφή του έπεσε σε φοβερή καταιγίδα που τον παρέσυρε στη Λιβύη. Ο βασιλιάς της χώρας αυτής ήταν ένας φοβερός γίγαντας που θυσίαζε όλους τους ξένους στον Ποσειδώνα. Συνέλαβε λοιπόν τον Διομήδη και τον φυλάκισε μέχρι την ώρα της θυσίας . Η κόρη του βασιλιά όμως, η Καλλιρρόη, ερωτεύτηκε τον Έλληνα ήρωα και τον βοήθησε να αποδράσει από τη φυλακή και να φύγει με τα πλοία του, ελπίζοντας βέβαια πως θα την έπαιρνε μαζί του. Ο Διομήδης εκμεταλλεύτηκε τον έρωτα της κοπέλας, αλλά την εγκατέλειψε στη Λιβύη. Αυτή από τον καημό και την απελπισία της κρεμάστηκε σ’ ένα δέντρο.
Είτε είναι αληθινή είτε όχι η περιπέτεια στη Λιβύη, τα πραγματικά προβλήματα του Διομήδη ξεκίνησαν από τη στιγμή που πάτησε το πόδι του στο Άργος. Εκεί έμαθε πως η γυναίκα του, στη διάρκεια της δεκάχρονης απουσίας του, δεν κατάφερε να του μείνει πιστή.
Η Αιγιάλεια τα πρώτα χρόνια της απουσίας του ήταν πραγματικό υπόδειγμα πιστής συζύγου. Όλη μέρα και όλη νύχτα έκλαιγε και θρηνούσε. Όμως ο Ναύπλιος, ο πατέρας του Παλαμήδη, όταν έμαθε πως οι Έλληνες λιθοβόλησαν το γιο του και τον σκότωσαν άδικα, μετά από μια ραδιουργία που έστησε σε βάρος του ο Οδυσσέας, αποφάσισε να εκδικηθεί. Άρχισε λοιπόν να επισκέπτεται τις συζύγους των Ελλήνων βασιλιάδων και να τους ξεσηκώνει τα μυαλά, λέγοντάς τους πως δεν έπρεπε να είναι θλιμμένες την ώρα που οι άντρες τους καλοπερνούσαν με τις σκλάβες στην Τροία.
Η Αιγιάλεια παρασύρθηκε από τα λόγια[GLi]του και απέκτησε ερωτικές σχέσεις με τον Κομήτη, τον άντρα τον οποίο εμπιστεύτηκε ο Διομήδης να την προστατεύει.
Μόλις λοιπόν ο Διομήδης κατέβηκε στο λιμάνι του Άργους, ανυποψίαστος καθώς ήταν, δέχτηκε την επίθεση του Κομήτη. Δεν πρόλαβε να αντιδράσει με τα όπλα του, αλλά κατέφυγε ικέτης στο βωμό της Αθηνάς. Εκεί ο εραστής της γυναίκας του δεν τολμούσε να τον πειράξει. Αλλά ο Έλληνας βασιλιάς δεν μπορούσε να μείνει για όλη του τη ζωή ικέτης. Γι’ αυτό όταν έπεσε η νύχτα, αποφάσισε μαζί με τους συντρόφους του από τον πόλεμο να μπαρκάρουν πάλι προς τα δυτικά. Σε λίγες μέρες έφτασαν σ’ ένα λιμάνι της Ιταλίας, στο ακρωτήριο Γάργανο. Μόλις όμως βγήκαν στη στεριά, ο πονηρός βασιλιάς της χώρας, Δαύνος, σκότωσε τον Διομήδη.
Η Αθηνά λυπήθηκε τον ήρωα και τον έκανε αθάνατο. Τους απαρηγόρητους συντρόφους του τους μεταμόρφωσε σε ερωδιούς. Κάθε φορά που στο λιμάνι εκείνο έφτανε ελληνικό καράβι, τα πουλιά πετούσαν φιλικά γύρω από τους ναυτικούς και κάθονταν πάνω στους ώμους τους. Όμως, όταν καταλάβαιναν πως έφτανε ξένο πλοίο, τότε ορμούσαν πάνω στους ναύτες και τους τσιμπούσαν μέχρι να τους σκοτώσουν.
Υπάρχουν κάποιοι άλλοι μύθοι που αφηγούνται για τον Έλληνα ήρωα διαφορετικές περιπέτειες. Συγκεκριμένα, όταν έφτασε στη Δαυνία της Ιταλίας, βρήκε τη χώρα πολιορκημένη από εχθρούς. Ο βασιλιάς ζήτησε τη βοήθειά του για να τους αντιμετωπίσει, με αντάλλαγμα να του χαρίσει ένα μέρος της χώρας του. Ο Διομήδης δέχτηκε τη συμφωνία και έδιωξε τους εχθρούς. Έστησε μάλιστα στο πεδίο της μάχης τον ανδριάντα του για ανάμνηση της λαμπρής νίκης.
Τον καιρό εκείνο οι Φαίακες αντιμετώπιζαν ένα φοβερό κίνδυνο.
Ο δράκοντας που φύλαγε το χρυσόμαλλο δέρμα είχε ξυπνήσει από το βαθύ ύπνο που τον είχε ρίξει η Μήδεια. Μόλις διαπίστωσε ότι έλειπε ο θησαυρός, κίνησε να βρει τους Αργοναύτες. Μέσα στο μακρύ του ταξίδι, έφτασε και στη χώρα των Φαιάκων. Εκεί προκαλούσε φοβερές ζημιές στα χωράφια και καταβρόχθιζε τα κοπάδια μα και τους κατοίκους, όποτε τους συναντούσε. Όταν λοιπόν έμαθαν οι Φαίακες πως ο Διομήδης ήταν στην Ιταλία, έστειλαν αντιπροσωπεία και ζήτησαν τη βοήθειά του. Ο ήρωας πρόθυμος έσπευσε να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Ο δράκοντας είδε τη λαμπρή του ασπίδα, θάρρεψε πως ήταν το χρυσόμαλλο δέρμα και όρμησε καταπάνω του. Ο Διομήδης όμως πρόλαβε και σκότωσε το τέρας και οι Φαίακες από τότε άρχισαν να τον λατρεύουν σαν θεό τους.
Όταν ο ήρωας επέστρεψε στην Ιταλία, ο Δαύνος δεν ήθελε να πραγματοποιήσει την υπόσχεση που του έδωσε, τώρα που είχε ξεφύγει τον κίνδυνο. Γι’ αυτόν το λόγο μηχανεύτηκε ένα κόλπο. Πρότεινε στον Διομήδη να βάλουν από τη μια μεριά τη χώρα και από την άλλη τα λάφυρα του πολέμου και να αφήσουν τη μοιρασιά στην κρίση του Άλαινου, που ήταν ετεροθαλής αδερφός του Διομήδη. Ο Διομήδης πιστεύοντας πως ο αδερφός του θα τον ευνοούσε στη μοιρασιά, δέχτηκε. Δε γνώριζε όμως πως ο Άλαινος είχε ερωτευτεί την κόρη του Δαύνου και τελικά αποφάσισε υπέρ του μέλλοντα πεθερού του.
Εξοργισμένος ο ήρωας καταράστηκε τη χώρα να μην ξανακαρπίσει μέχρι να τη δουλέψει κάποιος Έλληνας Αιτωλός. Η κατάρα του έπιασε και η γη της Δαυνίας έμεινε άγονη και ακαλλιέργητη για πολλά χρόνια. Μετά το θάνατο του ήρωα οι Δαύνιοι αναγκάστηκαν να στείλουν πρεσβεία στην Αιτωλία καλώντας όποιο κάτοικο ήθελε να κληρονομήσει την περιουσία του Διομήδη. Κάποιοι Αιτωλοί έφτασαν εκεί, αλλά οι κάτοικοι της περιοχής τους έθαψαν ζωντανούς, ρίχνοντάς τους πέτρες και χώματα. Αν και αυτό ήταν φοβερό, η κατάρα έπαψε να ισχύει, διότι κάποιοι Αιτωλοί είχαν γίνει γόνιμο λίπασμα για το χώμα της Δαυνίας.
Κάποια άλλη παραλλαγή αφηγείται πως ο Διομήδης βοήθησε το βασιλιά της Δαυνίας να αντιμετωπίσει τους εχθρούς της χώρας του, με αντάλλαγμα να του παραχωρήσει ένα μέρος της επικράτειάς του και να του δώσει για γυναίκα την κόρη του. Ο Διομήδης με τους συντρόφους του νίκησε τους εχθρούς και παντρεύτηκε τη βασιλοπούλα, που του χάρισε δυο γιους, τον Διομήδη και τον Αμφίνομο. Ο ήρωας πέθανε ευτυχισμένος σε βαθιά γεράματα και οι σύντροφοί του τον έθαψαν σ’ ένα νησί που από τότε πήρε το όνομα Διομήδεια.
Ο ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ο Φιλοκτήτης είχε συμπλεύσει[GLi] μαζί με τον Αγαμέμνονα και τους υπόλοιπους Έλληνες αρχηγούς από τα παράλια της Τροίας μέχρι τον Καφηρέα, όπου και ξέσπασε η μεγάλη τρικυμία. Τα θεόρατα κύματα που προκάλεσε η οργή των θεών έριξαν το στόλο του στην Ανατολική Ιταλία, στην περιοχή του Βρούττιου, κοντά στο δέλτα ενός ποταμού. Αμέσως έδωσε εντολή να αρχίσει η επισκευή των καραβιών για να ξεκινήσουν πάλι το ταξίδι της επιστροφής.
Ο Φιλοκτήτης έσερνε μαζί του ως σκλάβες τις τρεις κόρες του Πρίαμου, την Αίθυλλα, την Αστυόχη και τη Μηδεσικάστη, που του είχαν δοθεί ως λάφυρα πολέμου. Οι Τρωαδίτισσες βασιλοπούλες έτρεμαν στη σκέψη να φτάσουν στην Ελλάδα, γιατί ήξεραν πως θα τις κακομεταχειρίζονταν όλοι μια και ανήκαν στη βασιλική οικογένεια του Ίλιου. Πίστευαν πως ήταν καλύτερα γι’ αυτές στην Ιταλία, γιατί εκεί Αχαιοί και Τρώες ήταν σχεδόν ίσοι αριθμητικά. Γι’ αυτό έπεισαν και άλλες δούλες και σε κάποια στιγμή που οι σκοποί των καραβιών ήταν αφηρημένοι, έβαλαν φωτιά στα καράβια και τα έκαψαν όλα. Οι κόρες του Πρίαμου ονομάστηκαν Ναυπρηστίδες (:αυτές που καίνε τα καράβια) και ο ποταμός που βρισκόταν εκεί Ναύαιθος (:αυτός που καίει τα καράβια). Μετά την ολοκληρωτική καταστροφή του στόλου του, ο Φιλοκτήτης αποφάσισε να εγκατασταθεί μόνιμα στην Ιταλία.
Κάποιοι άλλοι μύθοι αφηγούνται πως ο Έλληνας ήρωας έφτασε στην πατρίδα του, τη Μελίβοια της Μαγνησίας, μα αντιμετώπισε μια πολιτική αναταραχή και αναγκάστηκε να φύγει πάλι με τους συντρόφους του. Άλλοι πάλι ισχυρίζονται πως τάχα ο Φιλοκτήτης αυτοεξορίστηκε από ντροπή, γιατί η Αφροδίτη του στέρησε τον ανδρισμό του για να τον εκδικηθεί, επειδή σκότωσε τον προστατευόμενο της, τον Πάρη.
Ανεξάρτητα από το ποιος μύθος ισχύει, ο Φιλοκτήτης σίγουρα βρέθηκε στην Ιταλία και πολέμησε μ’ έναν ντόπιο λαό, τους Λευκανούς. Εκεί ίδρυσε μια πόλη, την Κρίμισσα, που την παρέδωσε στους συντρόφους του. Ο ίδιος προτίμησε να χτίσει μια πολιτεία στις όχθες του Ναύαιθου, την οποία ονόμασε Μάκαλλα. Έχτισε μάλιστα ναό που τον αφιέρωσε στον Απόλλωνα και του πρόσφερε το τόξο του Ηρακλή.
Όσο ζούσε ο Φιλοκτήτης, ίδρυσε στην Ιταλία άλλες τρεις πολιτείες, τη Χώνη, την Κρίμισσα και την Πεταλία, αλλά και την Έγεστα της Σικελίας. Μετά το θάνατό του οι κάτοικοι της πόλης Μάκαλλα έχτισαν ιερό στη μνήμη του και τον λάτρευαν σαν πολιούχο θεό.
Ο μάντης Κάλχας μετά την καταστροφή του τρωικού κάστρου, γνώριζε σχετικά με την τρικυμία που θα αντιμετώπιζαν τα ελληνικά καράβια στο ακρωτήρι του Καφηρέα. Συμβούλεψε τους Αχαιούς να μην ακολουθήσουν το δρόμο της θάλασσας, όμως αυτοί δεν τον άκουσαν. Ο ίδιος φυσικά πήρε το δρόμο της στεριάς. Μαζί του ακολούθησαν ο Ασκληπιάδης Ποδαλείριος, ο Λεοντέας, ο Πολυποίτης και ο Αμφίλοχος. Κάποτε έφτασαν στην Κλάρο και εκεί συνάντησαν έναν άλλο σπουδαίο μάντη, τον Μόψο. Οι δυο ομότεχνοι άρχισαν να καυχιούνται ότι ο ένας ήταν ανώτερος από τον άλλο. Τελικά συμφώνησαν να θέσουν μεταξύ τους από ένα αίνιγμα. Η σωστή λύση των αινιγμάτων θα αναδείκνυε τον καλύτερο. Πρώτος ρώτησε ο Κάλχας πόσους καρπούς είχε μια αγριοσυκιά που βρισκόταν στο προαύλιο του ναού του Απόλλωνα. Ο Μόψος απάντησε πως ήταν δέκα χιλιάδες σύκα και χωρούσαν όλα σ’ ένα μεγάλο κοφίνι εκτός από ένα που περίσσευε. Η επαλήθευση έγινε και ο Κλάριος μάντης είχε δίκιο. Ήταν όμως η σειρά του να θέσει το δικό του αίνιγμα. Κοντά τους υπήρχε μια ετοιμόγεννη γουρούνα και ο Μόψος ρώτησε τον Κάλχα πόσα γουρουνάκια θα γεννούσε και πότε ακριβώς.
Ο Μυκηναίος μάντης απάντησε πως θα γεννούσε οκτώ γουρουνάκια, μα δεν ήξερε πότε ακριβώς. Ο Μόψος του είπε περιγελαστικά.
– Κάτι πήγες να κάνεις, καημένε, αλλά τελικά δεν τα κατάφερες. Η γουρούνα θα γεννήσει εννιά μικρά, όλα αρσενικά. Και μάλιστα θα τα γεννήσει αύριο το μεσημέρι ακριβώς.
Η πρόβλεψη του Μόψου βγήκε και αυτή τη φορά αληθινή. Σαν αστραπή τότε ήρθε στο μυαλό του Κάλχα ένας παλιός χρησμός, πως ήταν γραφτό του να πεθάνει όταν θα συναντούσε ένα μάντη πιο άξιο από τον εαυτό του. Πράγματι, σε λίγες μέρες άφησε την τελευταία του πνοή και οι σύντροφοί του τον έθαψαν με τιμές στην πόλη Νότιο.
Σύμφωνα μ’ έναν άλλο μύθο, οι δυο εκπρόσωποι της μαντικής τέχνης, όταν συναντήθηκαν στην Κλάρο, μάλωναν για την αξία τους, αλλά δεν εύρισκαν τρόπο να αποδείξουν την υπεροχή τους. [GLi]Τότε ήρθε στο ναό του Απόλλωνα ο βασιλιάς της Λυκίας, Αμφίμαχος, για να ζητήσει χρησμό σχετικά με μια εκστρατεία που σκόπευε να επιχειρήσει σε γειτονική χώρα.
Ο Μόψος τον συμβούλεψε να αναβάλει το σχέδιο του, ενώ ο Κάλχας τον ενθάρρυνε να συνεχίσει. Ο Αμφίμαχος άκουσε τη συμβουλή του Κάλχα, αλλά στην εκστρατεία έχασε όλο το στρατό του. Επαληθεύτηκε μ’ αυτόν τον τρόπο ο Μόψος και ο Κάλχας αυτοκτόνησε από την ντροπή του.
Υπάρχει και μια άλλη διαφορετική εκδοχή σχετικά με το τέλος του Κάλχα. Μετά την άλωση της Τροίας, ο μάντης βρέθηκε στο Γρύνιο της Νότιας Ιταλίας, όπου και αποφάσισε να εγκατασταθεί. Άρχισε μάλιστα να καλλιεργεί και ένα αμπέλι. Την ώρα που κλάδευε και περιποιούνταν τα κλήματα, πέρασε κάποιος άλλος μάντης και του είπε να μην κουράζεται άδικα, γιατί δε θα προλάβαινε να πιει από το κρασί του αμπελιού. Ο Κάλχας δεν έδωσε καμιά σημασία στα λόγια του.
Ένα χρόνο μετά τρύγησε το αμπέλι του και έφτασε η ώρα που θα άνοιγε τα πρώτα πιθάρια με το κρασί. Γι’ αυτό, κάλεσε αρκετούς φίλους και γείτονες μαζί και το μάντη. Μάλιστα, κάγχασε σε βάρος του καθώς έβλεπε πως η προφητεία του δε θα επαληθευόταν. Ο ανώνυμος μάντης όμως επέμενε πως οι οικοδεσπότης δε θα προλάβαινε να βάλει στο στόμα του κρασί. Ο Κάλχας ξέσπασε σε ασυγκράτητα γέλια τόσο δυνατά, ώστε του κόπηκε η αναπνοή και πέθανε από ασφυξία. Έτσι ο μάντης επαληθεύτηκε.
Κάποιος άλλος ποιητής μας πληροφορεί πως ο Κάλχας ακολούθησε τους υπόλοιπους Έλληνες με τα πλοία και βρέθηκε στην Ιταλία, όπου οι Αχαιοί ίδρυσαν μια καινούρια πόλη. Κάποτε πέρασε από εκεί ο Ηρακλής και είδε το μάντη να κάθεται κάτω από μια αγριοσυκιά. Για να δοκιμάσει την τέχνη του, ζήτησε να μάθει πόσους καρπούς είχε το δέντρο. Ο Κάλχας του απάντησε πως ήταν τόσοι ώστε χωρούσαν σε δέκα καλάθια, αλλά περίσσευε και ένας. Ο Ηρακλής έκανε την επαλήθευση και προσπαθούσε μάταια να χωρέσει το τελευταίο σύκο στα καλάθια. Εξοργισμένος έδωσε μια γροθιά στο μάντη και τον άφησε στον τόπο. Μετά τον έθαψε κάτω από την αγριοσυκιά.
Ο βασιλιάς της Κρήτης, πριν αναχωρήσει για το τρωικό κάστρο, είχε αρραβωνιάσει την κόρη του Κλεισίθηρα με το θετό του γιο Λεύκο. Αυτόν όρισε ο Ιδομενέας ως προστάτη της οικογένειάς του, αλλά και του νησιού όσο καιρό θα απουσίαζε. Ο φιλόδοξος Λεύκος όμως, με την προτροπή και του Παλαμήδη, που μισούσε τους Έλληνες αρχηγούς, γιατί σκότωσαν άδικα το γιο του, αποφάσισε να γίνει βασιλιάς της Κρήτης. Η γυναίκα του Ιδομενέα, η Μήδα, υποπτεύθηκε το σατανικό του σχέδιο, γι’ αυτό πήρε την κόρη της και ζήτησε άσυλο στο μεγαλόπρεπο ναό της Αθηνάς.
Ο σκληρόκαρδος Λεύκος δε σεβάστηκε καθόλου την καλοσύνη που του έδειξε ο βασιλιάς· αντί να δείξει ευγνωμοσύνη τον ξεπλήρωσε με αχαριστία. Σκότωσε τους νόμιμους γιους του, τον Ίφικλο και τον Λύκο, και δε σεβάστηκε ούτε τις ικέτισσες γυναίκες άρπαξε μάνα και κόρη από το βωμό της Αθηνάς και τις έσφαξε.
Τελικά κατάφερε να γίνει τύραννος σε δέκα πολιτείες της Κρήτης.
Όταν επέστρεψε ο Ιδομενέας από[GLi] την Τροία και έμαθε τα γεγονότα, πολιόρκησε και κυρίεψε τις δέκα πολιτείες. Μετά όμως από μια αναταραχή που ξέσπασε στο νησί, αναγκάστηκε να αυτοεξοριστεί. Με μερικούς πιστούς συντρόφους του κατευθύνθηκε στην Ιταλική χερσόνησο. Σταμάτησε στην περιοχή της Καλαβρίας και ίδρυσε πολλές πόλεις.
Πιο σημαντική ήταν το Castrum Minervae (= το κάστρο της Αθηνάς) όπου έχτισε μεγαλόπρεπο ναό αφιερωμένο στην Παλλάδα.
Ο ποιητής Σέρβιος αφηγείται μια άλλη εκδοχή του μύθου. Ο κρητικός στόλος στο ταξίδι της επιστροφής έπεσε σε φοβερή θαλασσοταραχή. Τότε ο Ιδομενέας έταξε στον κοσμοσείστη Ποσειδώνα να του θυσιάσει το πρώτο πράγμα που θα έβλεπε μπροστά του, αν τον αξίωνε να επιστρέψει στο νησί του. Η φοβερή θύελλα σταμάτησε, αλλά ο πρώτος που έτρεξε να καλωσορίσει το βασιλιά στο λιμάνι ήταν ο γιος του. Αυτός ετοιμάστηκε να τον θυσιάσει προκειμένου να τηρήσει την υπόσχεσή του στο θαλασσινό θεό. Τότε ξέσπασε φοβερός λοιμός στο νησί και οι Κρητικοί έδιωξαν τον άκαρδο βασιλιά.
Αυτός κατευθύνθηκε αρχικά με τους συντρόφους του στην Ιλλυρία, όπου τον δέχτηκε πολύ φιλικά ο βασιλιάς Διβίτιος. Στη συνέχεια του ταξιδιού τους οι Κρητικοί συναντήθηκαν με τους ελάχιστους συντρόφους του Λοκρού Αίαντα που σώθηκαν από την τρικυμία του Καφηρέα οι άνεμοι τους είχαν παρασύρει σ’ εκείνα τα μέρη. Λοκροί και Κρητικοί συνέχισαν μαζί το ταξίδι τους και εγκαταστάθηκαν στην Καλαβρία, όπου ίδρυσαν νέες πόλεις.
Ο ΤΕΥΚΡΟΣ
Σ’ όλη τη διάρκεια του Τρωικού πολέμου ο γέρο Τελαμώνας, ο βασιλιάς της Σαλαμίνας, ήταν πολύ ανήσυχος, γιατί είχε στείλει στο Ίλιο και τους δυο γιους του τον Αίαντα που ήταν γνήσιος γιος του από την Περίβοια, αλλά και τον Τεύκρο, που ήταν νόθος από την Ησιόνη. Ρωτούσε με αγωνία τους ναύτες κάθε πλοίου που περνούσε από το λιμάνι του νησιού του, μα κανένας δε γνώριζε τίποτα γι’ αυτούς. Πέρασαν δέκα χρόνια, άρχισε να χάνει τις ελπίδες του και ν’ απογοητεύεται. Η Ησιόνη θρηνούσε όλη μέρα για τον σκοτωμένο, όπως νόμιζε, γιο της.
Κοντά στον Τελαμώνα πήγε να ζήσει για να του κρατάει συντροφιά ο Οϊλέας, ο πατέρας του Λοκρού Αίαντα. Αυτός είχε πιο θετική σκέψη πίστευε πως οι γιοι τους θα γυρνούσαν κάποτε και προσπαθούσε να δώσει κουράγιο στον Τελαμώνα. Μέχρι που εμφανίστηκε ένας ταξιδιώτης και αφηγήθηκε στους δυο γέροντες βασιλιάδες την καταστροφή του ελληνικού στόλου στον Καφηρέα. Γνώριζε για το χαμό του μικρού Αίαντα, αλλά δεν ήξερε τίποτα για τους γιους του Τελαμώνα. Ο Οϊλέας έπεσε σε φοβερή θλίψη, όμως και ο βασιλιάς της Σαλαμίνας ήταν πολύ ανήσυχος.
Όλα αυτά συνέβαιναν μέχρι που[GLi] εμφανίστηκε στο λιμάνι ο στόλος του Τεύκρου. Ο ήρωας της Τροίας συγκινημένος φίλησε το χώμα του νησιού του. Έτρεξε στην αγκαλιά του πατέρα του, αλλά αυτός τον σταμάτησε και τον ρώτησε τι είχε συμβεί με τον Αίαντα.
Ο Τεύκρος αναγκάστηκε να αποκαλύψει όλη την αλήθεια: Ο Αίαντας ήταν χολωμένος που δεν του χάρισαν τα όπλα του Αχιλλέα, γι’ αυτό επιτέθηκε εναντίον των Ελλήνων βασιλιάδων. Η Αθηνά όμως του έριξε παροδική τρέλα. Όταν συνήλθε ο Αίαντας, καταντροπιασμένος μπροστά στους άλλους αρχηγούς, αυτοκτόνησε. Μόλις τα άκουσε αυτά ο Τελαμώνας, εξοργισμένος άρχισε να εκσφενδονίζει απανωτά ερωτήματα στον Τεύκρο.
– Πώς τόλμησες να έρθεις εδώ χωρίς τον αδερφό σου;
-Τι έκανες όταν οι υπόλοιποι Έλληνες δεν του έδωσαν τα όπλα;
-Γιατί δεν τον εμπόδισες ν’ αυτοκτονήσει;
-Πώς εκδικήθηκες για το θάνατό του;
-Γιατί δεν έφερες την τέφρα του στην πατρίδα;
Ο Τεύκρος τα έχασε και δεν μπορούσε να βγάλει ούτε λέξη από το στόμα του. Ο πατέρας του έβγαλε το συμπέρασμα πως έδειξε τέτοια αδιαφορία για να γυρίσει πίσω στο νησί και να γίνει ο ίδιος βασιλιάς στη θέση του νόμιμου διαδόχου που ήταν ο Αίαντας. Τελικά, τον χαρακτήρισε φονιά του αδερφού του.
Η κατάσταση χειροτέρεψε όταν ο Τελαμώνας ρώτησε για το γιο του Αίαντα, τον Ευρυσάκη. Ο Τεύκρος του εξήγησε πως τον είχε βάλει σε διαφορετικό καράβι από το δικό του και μετά τη θαλασσοταραχή στον Καφηρέα δε γνώριζε τίποτα για την τύχη του. Ο γέρο βασιλιάς θεώρησε ότι αυτή ήταν μια ακόμη κίνηση του νόθου γιου του για να αποκτήσει το θρόνο. Βράζοντας από θυμό, έδιωξε τον Τεύκρο από την πατρίδα του.
Ο Έλληνας ήρωας πήρε τους συντρόφους του και με συμβουλή του Απόλλωνα κατευθύνθηκε στην Κύπρο. Έφτασε στα ανατολικά παράλια της μεγαλονήσου και εκεί έχτισε μια πόλη που την ονόμασε Σαλαμίνα, σε ανάμνηση της ελληνικής πατρίδας του. Παντρεύτηκε μάλιστα και την κόρη του βασιλιά Κινύρα, η οποία του χάρισε πολλά παιδιά. Ο θάνατος τον βρήκε σε βαθιά γεράματα στην καινούρια του πατρίδα.
Όμως κάποιοι άλλοι μύθοι διηγούνται πως ο Τεύκρος δεν μπόρεσε να ζήσει ευτυχισμένος ούτε στη Σαλαμίνα της Κύπρου.
Σε λίγο ξέσπασε επανάσταση των κατοίκων και κυνηγημένος κατέφυγε στην πρώτη του πατρίδα. Εκεί βασίλευε τώρα ο ανιψιός του, ο Ευρυσάκης, που είχε σωθεί από τη θαλασσοταραχή του Καφηρέα. Ο Τελαμώνας είχε πεθάνει. Ο καινούριος βασιλιάς της χώρας αρνήθηκε να δεχτεί τον Τεύκρο και τους συντρόφους του, γιατί φοβόταν για το θρόνο του. Ένας κάτοικος, από τους παλιούς πολεμιστές της Τροίας, θύμισε στο λαό τις υπηρεσίες που είχε προσφέρει ο Τεύκρος στη διάρκεια του πολέμου και όλα τα ανδραγαθήματά του. Τότε άλλοι πήραν το μέρος του Ευρυσάκη και άλλοι του Τεύκρου. Ξέσπασε εμφύλια διαμάχη και νίκησε η παράταξη του Ευρυσάκη.
Ο ήρωας του Τρωικού πολέμου έφυγε κυνηγημένος από την πατρίδα του για δεύτερη φορά. [GLi]Τα κύματα έβγαλαν το στόλο του στα νοτιοανατολικά παράλια της Ισπανίας. Εκεί μαζί με τους συντρόφους του ίδρυσε καινούριες πολιτείες και έδωσε στους κατοίκους της περιοχής το όνομά του.