(Ιατρική)
Αντίδραση των ιστών που παρουσιάζεται ως προστατευτική προσπάθεια του οργανισμού.
Εμφανίζεται δηλαδή ως τοπική αντίδραση που τείνει να περιορίσει και τελικά να επανορθώσει κάθε βλάβη που [GLi]μπορεί να οφείλεται σε οποιονδήποτε παράγοντα (μηχανικό-χημικό ή λοιμώδη).
Στο σημείο της φλεγμονής παρατηρούνται αγγειακές διαταραχές, διαταραχή της ανταλλαγής των υγρών και συγκέντρωση υγρού, που λέγεται εξίδρωμα, καθώς και μετακίνηση κυττάρων από το σώμα προς τη φλεγμαίνουσα περιοχή.
Η φλεγμονή εκδηλώνεται με ερυθρότητα, αύξηση της τοπικής θερμοκρασίας, διόγκωση (οίδημα) και πόνο, καθώς και με τοπική διαταραχή της λειτουργίας του τμήματος. Από άποψη χρονικής διάρκειας διακρίνουμε τις φλεγμονές σε οξείες, υποξείες και χρόνιες.
Φλεγμονή ή φλόγωση μπορεί να προκληθεί από τραυματισμό, είσοδο μικροβίων ή ξένων σωμάτων, από επίδραση χημικών ουσιών (οξέων, βάσεων, τοξικών ουσιών), από ακτινοβολίες, θερμότητα ή ψύχος.
Για τη θεραπεία μιας φλεγμονής χρησιμοποιούνται αντιφλεγμονώδη φάρμακα σε συνδυασμό με αντιβιοτικά κ.ά., ανάλογα με την περίπτωση.