(Αλφαβητάριο)
Το δέκατο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Προήλθε από το φοινικικό καφ που δηλώνει το φοίνικα. . . .
Βραχυγραφικά στην αρχαία ελληνική, όταν τονίζεται από πάνω (κ΄), ισοδυναμεί με το αριθμητικό είκοσι (εικοστός, εικοσάκις), ενώ όταν τονίζεται από κάτω (ِκ) ισοδυναμεί με το αριθμητικό είκοσι χιλιάδες (εικοσάκις χιλιοστός, εικοσάκις χιλιάκις).
Στις ραψωδίες του Ομήρου το κεφαλαίο (Κ) σημαίνει τη δέκατη ραψωδία της Ιλιάδας, ενώ το μικρό τη δέκατη ραψωδία της Οδύσσειας.
Σήμερα το μικρό κ μπροστά από κύριο όνομα σημαίνει: κύριος (π.χ. ο κ. Τάδε) και δύο κ (κ. κ.) σημαίνουν οι κύριοι ή οι κυρίες.
Συνηθισμένο φαινόμενο στη νεοελληνική είναι η τροπή σε κ του χ, όπως: άσχημος-άσκημος, Πασκαλιά-Πασχαλιά. Επίσης, είναι συνήθης η τροπή του τ σε κ ύστερα από το φ: φτιάνω-φκιάνω, φτυάρι-φκυάρι.
Στη λατινική το κ παραστάθηκε με το c, όπως και στις νεολατινικές γλώσσες, στις οποίες διατηρήθηκε μόνο σε συντομογραφίες ή ξένα ονόματα. Αντίθετα, στις γερμανικές και σλαβικές γλώσσες χρησιμοποιείται.