(ΕΦΕΥΡΕΣΕΙΣ)
Κάθε ανθρώπινη επινόηση με την οποία κατασκευάζεται κάποιο χρήσιμο όργανο, ή μηχάνημα, ή επινοείται μια νέα μέθοδος παραγωγής ή τεχνικής εργασίας.
Η έννοια της εφεύρεσης[GLi] διαφέρει από την έννοια της ανακάλυψης κατά το ότι η τελευταία χαρακτηρίζει την πρώτη εύρεση υλικού σώματος που υπήρχε προηγουμένως, ή ενός φυσικού νόμου ή φαινομένου.
Γραμματική : Είναι ουσιαστικό θηλυκό που προφέρετε, η εφεύρεση.
Κλίνετε : ως εξής :
στον Ενικό Αριθμό :
Η εφεύρεση, της εφεύρεσης την εφεύρεση, ω εφεύρεση.
Στον Πλυθυντικό Αριθμό :
Οι εφευρέσεις, των εφευρέσεων, τις εφευρέσεις, ώ εφευρέσεις.