(Βοτανική)
Ποώδες φυτό του γένους Νικοτιανή (Nicotiana), της οικογένειας Σολανίδες, τάξη Σωληνανθή. Το γένος Nicotiana περιλαμβάνει γύρω στα 60 είδη, από τα οποία τα περισσότερα κατάγονται[GLi]από τη Νότια Αμερική και τα υπόλοιπα από την Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία και τη Βόρεια Αμερική.
Τα είδη που καλλιεργούνται κυρίως είναι δύο:
1) Η Νικοτιανή ταμπάκος (Nicotiana tabacum)
και 2) η Νικοτιανή η αγροτική (Nicotiana Rustica), κοινάτουμπεκί, με πολλές ποικιλίες το καθένα.
Στο είδος Nicotiana tabacum περιλαμβάνονται σύμφωνα με μια κατάταξη οι εξής ποικιλίες:
α) Havanensis : Περιλαμβάνει φυτά με μέτριο ανάστημα, λεπτό στέλεχος, αραιά μεσογονάτια διαστήματα, λουλούδια ροζ και φύλλα ελλειψοειδή, λεπτά, με οριζόντια διάταξη και λεπτή νεύρωση. Εδώ ανήκουν τα καπνά Αβάνας που χρησιμοποιούνται για πούρα. Χαρακτηριστικά του Havanensis συναντάμε στις ελληνικές ποικιλίες «Καμπά-Κουλάκ» και «Μαύρα Θεσσαλίας».
β) Brasiliensis : Περιλαμβάνει φυτά με μικρό ανάστημα, μικρά μεσογονάτια διαστήματα, λουλούδια ροζ και χοντρά ωοειδή φύλλα στραμμένα προς τα πάνω με χοντρές νευρώσεις. Εδώ ανήκουν οι ποικιλίες «Παραγουάη», που καλλιεργείται στη Γαλλία, και η ελληνική «Τσεμπέλι Αγρινίου».
γ) Virginia : Περιλαμβάνει φυτά πολύ ψηλά (μέχρι 2,5 μ.) με μικρά μεσογονάτια διαστήματα στη βάση και μεγάλα προς την κορυφή και λουλούδια ροζ. Τα φύλλα τους, που είναι πολύ μεγάλα, γέρνουν προς τη γη. Εδώ ανήκουν οι αμερικανικές ποικιλίες «Μπέρλεϊ», «Βιρτζίνια» και «Κεντάκι».
δ) Purpurea : Περιλαμβάνει φυτά με μικρά μεσογονάτια διαστήματα, λουλούδια κόκκινα (πορφυρά) και φύλλα έμμισχα, λεπτά με οριζόντια διάταξη.
Ιστορία του καπνού : Από ό,τι είναι γνωστό, οι Ινδιάνοι της Βόρειας Αμερικής χρησιμοποιούσαν τον καπνό στις τελετές τους, καπνίζοντάς τον μέσα σε μεγάλες πίπες (tabaco). Η χρήση του καπνού διαδόθηκε σε όλους τους ιθαγενείς της Αμερικής από όπου οι Ισπανοί έφεραν σπόρους του φυτού στην Ισπανία κατά τα εξερευνητικά τους ταξίδια. Το όνομα Nicotiana δόθηκε στο φυτό του καπνού αρχικά από το βοτανολόγο Lomitzer, που χάρισε το 1565 το φυτό στον Jean Nicot, πρεσβευτή της Γαλλίας στην Πορτογαλία. Αυτός διαπίστωσε τις ιδιότητες του καπνού και συνέστησε τη χρήση του ως φαρμάκου στην αυτοκράτειρα Αικατερίνη των Μεδίκων, που έπασχε από πονοκεφάλους. Αυτό αποτέλεσε την αρχή της διάδοσης του καπνού στην Ευρώπη, όπου αρχικά υιοθετήθηκαν αυστηρά μέτρα για τη μη χρησιμοποίησή του τόσο στη Γαλλία, όσο και σε άλλες χώρες. Πολύ σύντομα όμως διαδόθηκε η καλλιέργειά του και έπαψε η αντίδραση από τα κράτη, γιατί άρχισαν να εισπράττουν μεγάλα ποσά από την κατανάλωσή του. Το όνομα Nicotiana καθιερώθηκε από τους μετέπειτα βοτανολόγους Delachamp (1586), Tournefort (1701) και τέλος από το Λινναίο. Στην Ελλάδα ο καπνός καλλιεργείται από την εποχή της τουρκοκρατίας, κυρίως στη Μακεδονία, όπου οι ελληνικοί πληθυσμοί έμαθαν την καλλιέργεια από τους Τούρκους, που τη γνώριζαν. Αργότερα οι Έλληνες πρόσφυγες από τη Μ. Ασία, κυρίως[GLi]οι καταγόμενοι από τη Σαμψούντα, Τραπεζούντα και Μπάφρα, έδωσαν μεγάλη ώθηση στην καπνοκαλλιέργεια.
Ο καπνός είναι φυτό ποώδες μονοετές, με βλαστό ευθύ, λίγο διακλαδισμένο που φτάνει σε ύψος 1-3 μ. Τα φύλλα του είναι μεγάλα ωοειδή-λογχοειδή και τα άνθη λευκά, κίτρινα, ρόδινα ή ιώδη ανάλογα με την ποικιλία, σχηματίζουν ταξιανθίες βοτριοειδείς. Ο καρπός είναι κάψα που περιέχει χιλιάδες μικρά σπέρματα.
Χημική σύσταση του καπνού.
Οι κυριότερες ουσίες που βρίσκονται στα ξερά φύλλα του καπνού είναι:
α) Υδατάνθρακες: άμυλο, ζάχαρα, ημικυτταρίνες (πηκτίνες, πεντοζάνες), κυτταρίνη και λιγνίνη.
β) Οργανικά οξέα: κυρίως οξαλικό, μηλικό και κιτρικό οξύ.
γ) Ανόργανα άλατα: κυρίως καλίου, ασβεστίου και μαγνησίου.
δ) Διάφορες άλλες ουσίες, όπως πολυφαινόλες, αιθέρια έλαια, ρητίνες, χρωστικές ουσίες.
ε) Αζωτούχες ουσίες: κυρίως πρωτεΐδια, αμινοξέα, αμίδια, αμμωνία, νιτρικό οξύ και διάφορα αλκαλοειδή, από τα οποία το κυριότερο είναι η νικοτίνη.
Από τις χημικές αυτές ουσίες η νικοτίνη έχει τη μεγαλύτερη σημασία για τον καπνό. Παράγεται στις ρίζες, από όπου με τον ανιόντα χυμό μεταφέρεται στο βλαστό και τα φύλλα και η ποσότητά της στο φυτό, εκτός από την ποικιλία, επηρεάζεται πολύ από τις εδαφοκλιματικές συνθήκες. Η περιεκτικότητα σε νικοτίνη των ξερών φύλλων του καπνού είναι συνήθως από 0,5-7% και σε λίγες περιπτώσεις μέχρι 9%. Τα ελληνικά καπνά ανατολικών τύπων και ιδιαίτερα του ουδέτερου τύπου, είναι τα φτωχότερα σε νικοτίνη καπνά του κόσμου (από 0,27-1,10%).
Η νικοτίνη, που ανακαλύφθηκε το 1809 από τον Vamquelin και παρασκευάστηκε συνθετικά το 1913 από τον Ρictet, είναι στην καθαρή της μορφή ισχυρότατο δηλητήριο, ακόμα και σε ελάχιστες δόσεις. Με τη μορφή όμως που βρίσκεται στον καπνό δεν είναι άμεσα επιβλαβής, γιατί και η ποσότητά της είναι μικρή και μειώνεται ακόμα περισσότερο με το μηχανισμό του καπνίσματος. Έτσι ένα μεγάλο μέρος της, πριν μπει με το κάπνισμα στον οργανισμό μας, καίγεται στην άκρη του τσιγάρου ή του πούρου ή στην πίπα, όπου αναπτύσσονται θερμοκρασίες 500-800° Κελσίου.
Ένα άλλο μέρος της μένει στο τελευταίο προς το στόμα τμήμα του τσιγάρου ή του πούρου καθώς επίσης στο φίλτρο. Τέλος, ένα μέρος της βγαίνει με την εκπνοή στον αέρα. Τελικά το ποσοστό της νικοτίνης που μπαίνει στον οργανισμό εξαρτάται από τον τρόπο του καπνίσματος, αν δηλαδή ο καπνιστής εισπνέει το νέφος του καπνού ή το κρατά μόνο στο στόμα και έπειτα το φυσά έξω. Επίσης πρέπει το τσιγάρο να καπνίζεται μέχρι τη μέση και να πετιέται, γιατί το τελευταίο τμήμα κατακρατά ένα μεγάλο μέρος νικοτίνης.
Ο τρόπος επενέργειας της νικοτίνης στον οργανισμό είναι ο ερεθισμός των νεύρων του στόματος, της μύτης και της τραχείας και στη συνέχεια η μετάδοση του ερεθισμού σε ολόκληρο το [GLi] νευρικό σύστημα, οπότε επέρχεται μια γενική διέγερση τόσο της σωματικής όσο και της πνευματικής λειτουργίας. Οι βλάβες του οργανισμού από το κάπνισμα είναι αθροιστικές, προέρχονται δηλαδή από τη μακροχρόνια χρήση και κυρίως κατάχρησή του και είναι παθήσεις του αναπνευστικού και κυκλοφοριακού συστήματος. Σε ό,τι αφορά το συσχετισμό του καρκίνου με το κάπνισμα, υπάρχουν πολλές απόψεις, στατιστικά πάντως στοιχεία πολλών ετών αποδεικνύουν τη σχέση του καπνίσματος με θανάτους από καρκίνο του πνεύμονα και ακόμα περισσότερο καρκίνο των χειλιών.
Οι τύποι των καπνών που καλλιεργούνται στην Ελλάδα διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: Στα καπνά ανατολικών τύπων και τα καπνά ξενικών τύπων.
Α. Ανατολικοί τύποι καπνών. Ανήκουν στα καπνά που ξεραίνονται στον ήλιο (Oriental sun cured), που καλλιεργούνται και σε άλλες βαλκανικές χώρες. Η χρησιμοποιούμενη στη σύγχρονη εποχή ταξινόμησή τους δε βασίζεται μόνο στα βοτανικά τους γνωρίσματα, αλλά και στα χαρακτηριστικά τους και ειδικότερα στις καπνιστικές τους ιδιότητες. Έτσι τα καπνά ανατολικών τύπων ταξινομούνται σε τρεις τύπους: τον τύπο των αρωματικών καπνών, τον τύπο των βασικών καπνών ή γεύσης και τον τύπο των ουδέτερων καπνών ή καπνών γεμίσματος.
α) Τύπος αρωματικών καπνών. Περιλαμβάνει τις ποικιλίες «μπασμά» που καλλιεργούνται στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη και σε πολύ μικρή έκταση στη Δυτική Μακεδονία (κυρίως Σιάτιστα) και τον Αστακό της Αιτωλοακαρνανίας. Οι κυριότερες είναι: «μπασμάς Ξάνθης ΒΞ 107Χ125 (2α)», που δίνει προϊόν με έντονο και ευχάριστο άρωμα, με νικοτίνη 0,70-2,15%. Έχει μικρά ωοειδή φύλλα. «Ζίχνα ΖΠ 4/β», που δίνει προϊόν με έντονο άρωμα, με νικοτίνη 0,70-1,45%. Έχει φύλλα στενόμακρα με μυτερή άκρη και καλλιεργείται σε ορισμένα χωριά της κωμόπολης Ζίχνης (επαρχία Φυλλίδας, νομού Σερρών). «Μπασμάς Μακεδονίας», που δίνει προϊόν με ελαφρό άρωμα, με νικοτίνη 0,70-2,00%. Έχει μικρά ωοειδή φύλλα.
β) Τύπος καπνών γεύσης. Οι κυριότερες ποικιλίες που ανήκουν στον τύπο αυτόν είναι «Σαμψούς», που δίνει προϊόν με ελαφρό άρωμα με νικοτίνη 1,40% και έχει φύλλα καρδιόσχημα με μικρό γυμνό μίσχο και καλλιεργείται μόνο στο νομό Πιερίας και σε λίγα χωριά του νομού Ημαθίας, «Τσεμπέλια Αγρινίου», που δίνει προϊόν με νικοτίνη 1,00-1,75% και άριστη καυσιμότητα. Έχει φύλλα μεγάλου μεγέθους, με σχήμα λογχοειδές ως ελλειπτικό. Καλλιεργείται στις περιοχές Αιτωλοακαρνανίας, Άρτας και Ιωαννίνων. Τα καπνά της ποικιλίας αυτής είναι «εσωτερικής κατανάλωσης», δηλαδή χρησιμοποιούνται από τις ελληνικές καπνοβιομηχανίες για την παρασκευή τσιγάρων που χρησιμοποιούνται από το ελληνικό καπνιστικό κοινό. «Μαύρα Θεσσαλίας-Άργους»: Δίνει προϊόν με νικοτίνη 1,30-2,30%. Καλλιεργείται στις περιοχές Λαμίας, Αταλάντης, Αμφίκλειας, Άργους, Ναυπλίου, Κορίνθου και Καρδίτσας. Και τα καπνά της ποικιλίας αυτής είναι επίσης «εσωτερικής κατανάλωσης».
γ) Τύπος ουδέτερων καπνών.
Οι κυριότερες ποικιλίες που ανήκουν στον τύπο αυτό είναι:
«Καμπά-Κουλάκ». Στην ποικιλία αυτή ανήκουν τα καπνά:
«Καμπά-Κουλάκ Καρατζόβας» (Κ.Κ. 26), που δίνει το φτωχότερο σε νικοτίνη καπνό (0,27%) και «Καμπά-Κουλάκ Μακεδονίας» (Κ.Κ. 14/α) με νικοτίνη 0,30-1,00%. Στη σύγχρονη εποχή η καλλιέργεια της ποικιλίας Καμπά-Κουλάκ εξαπλώθηκε σε όλες τις καπνικές περιοχές[GLi] της χώρας, ενώ παλαιότερα η καλλιέργειά της περιοριζόταν σε ορισμένες μόνο περιοχές της Κεντρικής Μακεδονίας. «Μυρωδάτα Αγρινίου», που δίνει προϊόν με νικοτίνη 0,40-1,10%. Τα φύλλα της έχουν γυμνό μίσχο και μεγάλο πλάτος. Καλλιεργείται μόνο στην Αιτωλοακαρνανία. «Μυρωδάτα Σμύρνης», που δίνει προϊόν με ελαφρό άρωμα και με νικοτίνη 0,50-1,10%. Πριν από λίγα χρόνια η ποικιλία αυτή ήταν πολύ διαδομένη, ιδίως στη Δυτική Μακεδονία, στη σύγχρονη εποχή όμως η καλλιέργειά της είναι περιορισμένη στα νησιά του Αιγαίου και τη Θήβα. «Ζιχνομυρωδάτα», που δίνει προϊόν με ελαφρό άρωμα και με νικοτίνη 0,50%. Καλλιεργείται στην περιοχή της Καρδίτσας. «Μαύρα Ελασσόνας Μ 15Χ26 (2)», που δίνει προϊόν χωρίς άρωμα και με νικοτίνη 0,40-0,60%. Καλλιεργείται σε περιοχές της Θεσσαλίας.
Β. Ξενικοί τύποι καπνών (αμερικανικά καπνά):
α) Καπνά που ξεραίνονται στον αέρα σε σκιά, δηλαδή μέσα σε στεγασμένους και αεριζόμενους χώρους. Στον τύπο αυτόν ανήκουν οι ποικιλίες «Μπέρλεϊ», που άρχισαν να καλλιεργούνται στην Ελλάδα από το 1961 (παλιότερα καλλιεργούνταν μόνο δοκιμαστικά). Τα καπνά της ποικιλίας αυτής έχουν φύλλα με μεγάλο μέγεθος (0,75 μ.) από ωοειδή ως πλατιά λογχοειδή. Δίνουν προϊόν με νικοτίνη 1,15-2,30%.
β) Καπνά που ξεραίνονται με θερμό αέρα, δηλαδή μέσα σε ξηραντήρια (φούρνους), στα οποία διοχετεύεται θερμός αέρας με σωληνώσεις. Στον τύπο αυτόν ανήκουν οι ποικιλίες «Βιρτζίνια», που άρχισαν να καλλιεργούνται σε αρκετή έκταση και στην Ελλάδα, ενώ παλιότερα καλλιεργούνταν μόνο δοκιμαστικά.
Καλλιέργεια, συλλογή και αποξήρανση.
Ο καπνός καλλιεργείται σε όλες σχεδόν τις χώρες της Γης, δηλαδή σε τελείως διαφορετικές κλιματολογικές συνθήκες. Η καλλιέργεια του καπνού αρχίζει με το φύτεμα του σπόρου σε σπορεία. Μόλις αναπτυχθούν τα φυτάρια (φυντάνια), μεταφυτεύονται στο χωράφι, όπου, ανάλογα με τις εδαφικές και κλιματικές συνθήκες του τόπου, γίνονται και οι καλλιεργητικές εργασίες (ποτίσματα, τσαπίσματα, καταπολεμήσεις εντόμων και ασθενειών κτλ.). Μετά την ανάπτυξη του φυτού αρχίζει η συγκομιδή, που ανάλογα με τον τύπο των καπνών γίνεται σε φύλλα κατά στάδια (χέρια) ή με την αποκοπή ολόκληρου του φυτού. Ακολουθεί η αποξήρανση που είναι είτε «φυσική» και γίνεται με δύο τρόπους, δηλαδή στον ήλιο (καπνά Sun-cured, όπως τα ανατολικά) ή στον αέρα σε σκιά (καπνά Air-cured, όπως τα Μπέρλεϊ), είτε «τεχνητή» που γίνεται μέσα σε θαλάμους (φούρνους) με δύο τρόπους, δηλαδή με θερμό αέρα (καπνά Flue-cured, όπως τα Βιρτζίνια) ή με φωτιά (καπνά Fire-cured, όπως τα Κεντάκι).
Στην Ελλάδα η εγκατάσταση του σπορείου, δηλαδή η σπορά, αρχίζει από τον Ιανουάριο (στη Νότια Ελλάδα) μέχρι τον Απρίλιο (Βόρεια Ελλάδα). Τα τελευταία δέκα χρόνια τα σπορεία σκεπάζονται με πλαστικά διαφανή φύλλα (πολυαιθυλένιο), με αποτέλεσμα να πετυχαίνεται πρώιμη ανάπτυξη των φυτών και μεταφύτευσή τους στα χωράφια νωρίτερα κατά 15-30 μέρες. Η μεταφύτευση, ενώ παλιότερα συνεχιζόταν μέχρι τέλη Ιουνίου στη Βόρεια Ελλάδα, τώρα τελειώνει γύρω στα μέσα ή το αργότερο γύρω στα τέλη Μαΐου. Με την πρώιμη ανάπτυξη των φυτών στα σπορεία, επιτυγχάνεται γρήγορη ανάπτυξη των φυτών στο χωράφι, πράγμα που συντελεί στη γρηγορότερη ωρίμανση των φύλλων και τη συλλογή τους μέχρι το τέλος Αυγούστου ή το αργότερο τις αρχές Σεπτεμβρίου, δηλαδή πριν πιάσουν οι φθινοπωρινές βροχές, που αχρηστεύουν τα φύλλα της κορυφής του φυτού, οπότε χάνεται ένα μέρος της παραγωγής. Τα φύλλα του καπνού δεν ωριμάζουν όλα μαζί, αλλά διαδοχικά, από τη βάση του φυτού προς την κορυφή, γι’ αυτό μαζεύονται σε 4-6 χέρια (στάδια). Σε κάθε χέρι μαζεύονται 5-6 φύλλα. Η συλλογή γίνεται τις βραδινές ώρες μέχρι το πρωί, οπότε τα φύλλα ξαναπαίρνουν τη ζωντάνια τους (σπαργή), ενώ όταν μαζεύονται με τον ήλιο, ιδίως το μεσημέρι που είναι μαραμένα, μαυρίζουν κατά την αποξήρανση και δίνουν προϊόν κατώτερης ποιότητας. Η συλλογή όλων των χεριών διαρκεί από 3-50 μέρες. Μετά τη συλλογή τα φύλλα αρμαθιάζονται σε ειδικά τελάρα (κρεβάτια). Αυτά είναι μόνιμα ξηραντήρια στις αυλές, όπου τα φύλλα ξεραίνονται στον ήλιο, με αποτέλεσμα (στα ανατολικά καπνά) να αποκτούν έναν ξανθό χρωματισμό.
Η αποξήρανση κρατά 12 μέρες στα κάτω χέρια και 30 μέρες στα πάνω χέρια. Στα καπνά Μπέρλεϊ οι αρμάθες δένονται σε βέργες που τοποθετούνται σε στεγασμένους χώρους (αποθήκες-ξηραντήρια), όπου ξεραίνονται σε σκιά, οπότε τα φύλλα αποχτούν χρώμα καστανό ή σοκολατί.
Συσκευασία των καπνών
Στα ανατολικά καπνά οι αρμάθες, μετά την αποξήρανση των φύλλων και ιδίως του κεντρικού τους νεύρου, κρεμιούνται [GLi]από το ταβάνι της αποθήκης ή των δωματίων του καπνοπαραγωγού και, όταν τα καπνά μαλακώσουν με τις φθινοπωρινές βροχές, δένονται σε δέματα με δύο συστήματα δεματοποίησης: με το «παστάλι» η ποικιλία Μπασμάς και με το «αρμαθόδεμα» όλες οι άλλες ποικιλίες. Με το σύστημα «παστάλι» αφαιρούνται οι σπάγκοι των αρμάθων και τα φύλλα γίνονται δεσμίδες των 30-40 φύλλων η καθεμιά. Οι δεσμίδες αυτές τοποθετούνται σε δύο στρώσεις (σειρές) αντίθετες με τα κοτσάνια προς τα έξω για το σχηματισμό δέματος. Με το σύστημα του αρμαθοδέματος, οι αρμάθες κόβονται στα δύο και τοποθετούνται για το σχηματισμό του δέματος σε δύο αντίθετες στρώσεις προς τα έξω, οπότε έχουμε το «απλό αρμαθόδεμα», ή σε περισσότερες στρώσεις, οπότε έχουμε το «καλούπι». Κατά την τοποθέτηση των στρώσεων οι αρμάθες πιέζονται. Η αρμαθοποίηση γίνεται κατά χέρια. Σε ορισμένες περιφέρειες, όπως στην Κατερίνη, μετά από την αποξήρανση οι αρμάθες τοποθετούνται σε σωρούς (μπασκί) που σχηματίζονται από πολλές στρώσεις (μέχρι ύψους 1 μ.), σκεπάζονται και δεματοποιούνται πολύ νωρίς με ψεκασμό των καπνών με νερό για να μαλακώσουν.
Εμπορική επεξεργασία και ποιότητες καπνών.
Τα καπνά των παραγωγών μετά την αγορά τους μεταφέρονται στις καπναποθήκες των αγοραστών καπνεμπόρων, όπου τα επεξεργάζονται κατά μερίδες, που αποτελούνται από καπνά μιας ποικιλίας ή από καπνά περισσότερων ποικιλιών και περιφερειών, οπότε, στη δεύτερη αυτή περίπτωση, οι μερίδες ονομάζονται «Μπλεντ». Με την εμπορική επεξεργασία επιτυγχάνεται, ώστε μια ποσότητα χωρικών καπνών (συνήθως 30-100 τόνοι), που αποτελείται από δέματα διάφορων χεριών, διαφορετικών ποιοτήτων, χρωματισμού και καυσιμότητας και η οποία περιέχει ξένες ύλες (χώμα), να μετατραπεί σε εμπορική μερίδα, δηλαδή σε μια ποσότητα καπνών συσκευαζόμενη σε δέματα ομοιοβαρή, των ίδιων διαστάσεων και της ίδιας ποιοτικής στάθμης, που είναι απαλλαγμένη από ξένες ύλες.
Κατά την εμπορική επεξεργασία, τα ανατολικού τύπου καπνά διαχωρίζονται στη σύγχρονη εποχή σε δύο βασικές ποιότητες (παλιότερα σε περισσότερες) που είναι η ποιότητα Ι/ΙΙΙ και ΙV. Επίσης, κατά την επεξεργασία προκύπτουν εμπορεύσιμα υποπροϊόντα, τα «φυλλοτρίμματα» και διαχωρίζονται οι ξένες ύλες, δηλαδή το χώμα. Η ποιότητα Ι/ΙΙΙ περιλαμβάνει τα ορισμένα φύλλα όλων των χεριών του καπνού, ανεξάρτητα από το μέγεθός τους, που είναι υγιή και έχουν χρώμα από το ανοιχτοκίτρινο ως το κιτρινοκαστανό και ερυθρωπό. Η ποιότητα IV περιλαμβάνει φύλλα κατώτερης ποιοτικής στάθμης, που κατά την αποξήρανση αποκτούν χρώμα πρασινόμαυρο, τα υπερώριμα, που δεν έχουν ύλη (καμένα), τα άσχημα ξεραμένα, που διατηρούν το πράσινο χρώμα που είχαν κατά τη συλλογή τους και τα κουρελιασμένα από χαλάζι και αέρα φύλλα.
Οι εργασίες της εμπορικής επεξεργασίας περιλαμβάνουν:
α) Τη βαθμολόγηση κατά δέμα των χωρικών καπνών για το σχηματισμό χαρμανιών.
β) Την ύγρανση των καπνών σε ειδικούς θαλάμους (υγραντήρια).
γ) Το ξεσπάγκιασμα των καπνών, όταν πρόκειται για αρμαθοδέματα.
δ) Την τροφοδοσία των καπνών στο ξεφυλλιστικό συγκρότημα, όπου τα καπνά με ισχυρό ρεύμα αέρα διαχωρίζονται σε μεμονωμένα φύλλα και με ειδικό μηχάνημα (sloizer) αποχωρίζεται το χώμα τους που διοχετεύεται σε ειδικό χώρο.
ε) Τη διαλογή, κατά την οποία τα φύλλα από το ξεφυλλιστικό συγκρότημα διοχετεύονται σε αργοκίνητους ιμάντες διαλογής (ταπί-ρολάν), όπου εργάτριες τοποθετημένες από τις δύο πλευρές μαζεύουν τα φύλλα της κατώτερης ποιότητας (IV) που είναι[GLi] τα λιγότερα.
στ) Στο χαρμάνιασμα, κατά το οποίο τα φύλλα μετά τη διαλογή διοχετεύονται με ιμάντα σε ειδικό χώρο (χαρμανιέρα) για τέλεια ανάμειξη.
ζ) Το πάτημα (συσκευασία), κατά το οποίο τα φύλλα διοχετεύονται από τη χαρμανιέρα πρώτα σε κόσκινα για να διαχωριστεί όσο χώμα έμεινε και το φυλλότριμμα και από εκεί στις πατητικές μηχανές από όπου βγαίνουν τα δέματα του καπνού (τόγκες) ομοιόμορφα, δηλαδή το ίδιο βάρος (28-30 κιλά) και τις ίδιες διαστάσεις (0,30 μ. πλάτος, 0,50 μ. μήκος και 0,70 μ. ύψος).
η) Το ράψιμο των υλικών συσκευασίας (τσούλια από γιούτα), γύρω από το δέμα.
Με την εμπορική επεξεργασία, από μια ποσότητα χωρικών καπνών προκύπτουν ανάλογα με την ποικιλία, την περιοχή που προέρχονται τα καπνά και τη σοδειά, τα εξής προϊόντα και υποπροϊόντα: Καπνά ποιότητας Ι/ΙΙΙ 80-88%, ποιότητας IV 4-8%, φυλλοτρίμματα 2-4%, χώμα 2-7% προκύπτει φύρα 2-5%. Στα ποσοστά αυτά υπάρχουν περιπτώσεις απόκλισης προς τα πάνω και προς τα κάτω.
Τα καπνά Μπέρλεϊ τα επεξεργάζονται με ιδιαίτερο τρόπο (μέθοδος επαναξήρανσης), δηλαδή τα περνούν από ειδικό φούρνο (Redrying) με υγρασία και υψηλή θερμοκρασία κατά στάδια από 40-80° Κελσίου. Μετά την έξοδο από το φούρνο δεματοποιούνται (συσκευάζονται και πρεσάρονται) σε μεγάλα δέματα των 100 κιλών.
Ποιότητα, χαρακτηριστικά, ζύμωση και συντήρηση καπνού.
Οι παράγοντες που επιδρούν στην ποιότητα του καπνού είναι πολλοί, όπως η ποικιλία του καπνού (βασικός παράγοντας), το κλίμα, το έδαφος (σύσταση και τοπογραφία του), η μέθοδος καλλιέργειας (πυκνότητα φύτευσης), οι καλλιεργητικές φροντίδες (ποτίσματα, χρήση λιπασμάτων), ακόμα ο τρόπος συλλογής των φύλλων, η αποξήρανσή τους κ.ά. Όλοι αυτοί οι παράγοντες ρυθμίζουν την ποσότητα των χημικών ουσιών που περιέχει ο καπνός, η οποία επιδρά και αντικατοπτρίζεται στα χαρακτηριστικά του ξερού καπνού.
Τα βασικότερα από τα χαρακτηριστικά αυτά (τεχνολογικά και οργανοληπτικά) είναι:
α) Ο χρωματισμός, που οφείλεται σε χρωστικές ουσίες, στη νικοτίνη και σε λιπαρές ουσίες.
β) Η καυσιμότητα, που εξαρτάται από την ύπαρξη χημικών ουσιών εύκολης και ξερής καύσης, όπως το κάλιο, αλλά και στην πορώδη κατασκευή του φύλλου.
γ) Το ειδικό βάρος που επηρεάζεται από την ύπαρξη ή μη λιπαρών ουσιών και καθορίζει την απόδοση γεμίσματος, δηλαδή πόσα τσιγάρα γεμίζει ένα κιλό κομμένου καπνού.
δ) Η φυσιολογική δύναμη, δηλαδή η περιεκτικότητα του καπνού σε νικοτίνη και άλλα αλκαλοειδή.
ε) Η γεύση, που εκτός από τη νικοτίνη εξαρτάται βασικά από την ποσότητα των σακχάρων, του αμύλου, των πολυφαινολών και του οξαλικού οξέος. Αντίθετα, η γεύση επηρεάζεται αρνητικά από άλλες ουσίες, που είναι οι αζωτούχες, η κυτταρίνη και η λιγνίνη.
στ) Το άρωμα που οφείλεται σε αρωματικές ύλες (αιθέρια έλαια, ρητίνες, πολυφαινόλες).
Η όλη ποιότητα του καπνού και κυρίως [GLi]οι καπνιστικές του ιδιότητες βελτιώνονται με τη ζύμωσή του, η οποία σε φυσικές συνθήκες διενεργείται κυρίως την άνοιξη (Απρίλιο-Μάιο) και είναι έντονη τον πρώτο και δεύτερο χρόνο μετά τη συγκομιδή. Η ζύμωση του καπνού συνεχίζεται όσο ο καπνός δε χρησιμοποιείται για τη βιομηχανοποίηση και διατηρείται αποθηκευμένος σε ομαλές συνθήκες, για 2-3 ακόμα χρόνια, αλλά με μικρότερη συνέχεια ένταση. Για να αρχίσει η φυσική ζύμωση χρειάζονται θερμοκρασίες 20-30º Κελσίου και μια ορισμένη υγρασία (14-17%) του καπνού και γίνεται με την ενέργεια ενζύμων (αμυλάση, ιμβερτάση κ.ά.) και χημικών καταλυτών, που προκαλούν υδρολύσεις και οξειδώσεις χημικών ουσιών του καπνού και σχηματισμό νέων. Πολλές φορές όμως για να χρησιμοποιηθεί γρηγορότερα ο καπνός, γίνεται τεχνητή ζύμωση σε ειδικούς θαλάμους που διαρκεί 20-30 μέρες. Ο καπνός είναι από τα πιο ευαίσθητα προϊόντα στην αποθήκευση. Οι μεταβολές των καιρικών συνθηκών (θερμοκρασίας και υγρασίας), αλλά και ο αέρας επηρεάζουν την υγιεινή ή όχι διατήρησή του μέσα στις αποθήκες. Γι’ αυτό εφαρμόζεται ειδική συντήρηση του καπνού, με ανάλογο αερισμό στις αποθήκες και κατάλληλη τοποθέτηση των δεμάτων (κατά διάφορες θέσεις), ανάλογα με την εποχή, ιδιαίτερα κατά τη ζύμωσή του, καθώς και τακτικό γύρισμα των δεμάτων (αλλαμπούρα). Σοβαρή φροντίδα χρειάζεται για την καταπολέμηση των εντόμων που προσβάλλουν τον ξερό καπνό στις αποθήκες, δηλαδή της ψείρας και της πεταλούδας που κάνουν μεγάλες ζημιές.
Βιομηχανοποίηση του καπνού.
Πραγματοποιείται με την παρασκευή των διαφόρων καπνιστικών προϊόντων, από τα οποία την πρώτη θέση έχουν παγκόσμια τα τσιγάρα σε ποσοστό 75%, που συνέχεια αυξάνει. Σε μικρότερο ποσοστό χρησιμοποιείται ο καπνός για την παρασκευή πούρων και καπνού πίπας και ακόμα μικρότερο για την παρασκευή ταμπάκου, δηλαδή λεπτής σκόνης για εισρόφηση από τη μύτη και καπνού για μάσημα, καθώς και για την παρασκευή υποπροϊόντων.
Στην Ελλάδα η βιομηχανοποίηση του καπνού γίνεται από μεγάλες καπνοβιομηχανίες που οι περισσότερες ανήκουν σε πολυεθνικές εταιρείες.
Η συμμετοχή του καπνού στην οικονομία της χώρας είναι σημαντική, γιατί εκτός από τις εξαγωγές, την εξοικονόμηση συναλλάγματος από την εσωτερική κατανάλωση, την απασχόληση μεγάλου ποσοστού αγροτικού πληθυσμού, καθώς και μεγάλου αριθμού εργατών και υπαλληλικού προσωπικού στις καπνεμπορικές επιχειρήσεις, καπνοβιομηχανίες και αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες, το δημόσιο αντλεί σημαντικά έσοδα στα διάφορα στάδια διακίνησης και κατανάλωσης του καπνού. Έτσι, εκτός από τη φορολογία υπέρ κρατικών οργανισμών κατά την αγορά και εξαγωγή των καπνών, το δημόσιο εισπράττει και μεγάλα ποσά από το φόρο κατανάλωσης των καπνιστικών προϊόντων.
Οι κυριότερες καπνοπαραγωγές χώρες είναι οι Κίνα, ΗΠΑ, Ινδία, Ρωσία, Βραζιλία, Πακιστάν, Ιαπωνία, Τουρκία, Βουλγαρία, Καναδάς και Ελλάδα.