(ΚΗΠΟΣ)
Η τέχνη και η επιστήμη της καλλιέργειας των κήπων, που στη σύγχρονη εποχή αποτελεί κλάδο εξειδίκευσης των γεωπόνων.
Η κηπουρική με την πλα[GLi]τιά της έννοια υποδιαιρείται στους κλάδους της λαχανοκομίας (λαχανοκηπουρική), της ανθοκομίας, της δενδροκομίας, που έχει σχέση με την καλλιέργεια οπωροφόρων δέντρων, καλλωπιστικών φυτών ή θάμνων, και της αρχιτεκτονικής των κήπων ή του τοπίου, που ασχολείται με την καλαισθητική και σκόπιμη διαρρύθμιση των δημόσιων ή ιδιωτικών κήπων και πάρκων.
Η κηπουρική περιλαμβάνει όλες τις γνώσεις που έχουν σχέση με το φύτεμα, την περιποίηση, την ανάπτυξη και την καταπολέμηση των ασθενειών των φυτών.