(Βοτανική)
Ένα από τα είδη της οικογένειας Πευκίδες (Πεύκη η πίτυς) της κλάσης Κωνοφόρα.
Εκείνο που την κάνει να ξεχωρίζει από τα άλλα είδη πεύκων είναι η πολύ πυκνή σφαιρική της κόμη, το μεγάλο της κουκουνάρι και ακόμα το γεγονός ότι τα σπέρματα που περιέχει μέσα του τρώγονται, είναι εύγευστα και χρησιμοποιούνται στη μαγειρική και ζαχαροπλαστική.
Δε θέλει ιδιαίτερες φροντίδες για[GLi]την ανάπτυξή της. Αντέχει στην ξηρασία και μπορεί να ευδοκιμήσει σε ξερά, άγονα και πετρώδη εδάφη, όπως της Αττικής, όπου καταλαμβάνει μεγάλες εκτάσεις. Πολλαπλασιάζεται με σπόρο που σπέρνεται την άνοιξη στα σπορεία.
Τα νεαρά φυτά που θα βγουν μεταφυτεύονται στο φυτώριο σε αποστάσεις περίπου 40 εκ. Στο φυτώριο παραμένουν για 2-3 χρόνια και ύστερα είναι έτοιμα να μεταφυτευτούν στις οριστικές τους θέσεις. Για την επιτυχία της μεταφύτευσης πρέπει οπωσδήποτε οι ρίζες των μικρών δέντρων να βρίσκονται μέσα σε μπάλα χώματος.
Η κουκουναριά είναι ίσως το πιο κατάλληλο είδος πεύκου για τα πάρκα, γιατί δίνει πυκνή και πλατιά σκιά. [GLi]Ακόμα και σε ιδιωτικούς κήπους, μέσα σε χλωροτάπητα, δίνει έναν ξεχωριστό τόνο με το επιβλητικό και μεγαλόπρεπο σχήμα της.
Ο κορμός της είναι ευθύς και το ξύλο του χρησιμοποιείται στην οικοδομική.