Κατά το Χέγκελ πρόκειται για «ήχους διαταγμένους σε ειδικές τονικές σχέσεις» και «μόνο όταν εκείνο που έχει πνευματικό νόημα εκφράζεται κατάλληλα σε αισθητηριακούς ήχους και στα ποικίλα περιγράμματά τους, ανάγεται η μουσική σε αληθινή τέχνη».
Η κοινωνική λειτουργία της μουσικής προσδιορίζεται από τον ίδιο της το χαρακτήρα που βασίζεται στο να ασκεί επίδραση. Και αυτή ακριβώς η ιδιότητά της είναι που την έκανε χρησιμοποιήσιμη από όλους τους πολιτικοκοινωνικούς και θρησκευτικούς οργανισμούς, από τα προϊστορικά χρόνια ως σήμερα.
Κατά τη γνώμη των ερευνητών οι απαρχές της μουσικής θα πρέπει να αναζητηθούν στις συναισθηματικές κραυγές που χρησιμοποιούσαν οι πρωτόγονοι άνθρωποι και στο ρυθμό (το αποτέλεσμα μιας κανονικά επαναλαμβανόμενης κίνησης) που επέβαλαν στις κινήσεις τους για τη διευκόλυνση ορισμένων εργασιών (κουπί, κυνήγι κτλ.). Έτσι, γεννήθηκαν τα πρώτα τραγούδια, τα τραγούδια της δουλειάς, που είναι κοινά σ’ όλους τους λαούς. Πρωταρχικό στοιχείο της μουσικής είναι ο ρυθμός (Βάγκνερ: «εν αρχή ην ο ρυθμός»), ως αποτέλεσμα της ανάγκης για την ικανοποίηση ορισμένων πρακτικών απαιτήσεων.
Βαθμιαία ο άνθρωπος διαμορφώνει το τραγούδι, το χορό και τη μιμική, για να εκφραστεί κοινωνικά και θρησκευτικά. Με το πέρασμα του χρόνου τα παραπάνω στοιχεία αρχίζουν να αποκτούν μια ολοένα και μεγαλύτερη αυτονομία από τις πρακτικές ανάγκες και να σκοπεύουν όλο και περισσότερο στην ικανοποίηση συναισθηματικών και πνευματικών απαιτήσεων μέσω της προσφοράς καλλιτεχνικής συγκίνησης, αισθητικής χαράς.
Από τη χρονική αυτή στιγμή η μουσική καθιερώνεται ως τέχνη και σημειώνεται το πέρασμα από την προϊστορία στην ιστορία της μουσικής. Κατά την αρχαιότητα πολλοί πολιτισμοί έχουν να επιδείξουν μία χαρακτηριστική μουσική παιδεία.
Στην Κίνα το μουσικό σύστημα που χρησιμοποιείται είναι η πεντάτονη (σολ-λα-ντο-ρε-μι) και η επτάτονη σκάλα. Η μουσική είναι μονόφωνη, ενώ χρησιμοποιείται άλλο σύστημα για τη φωνητική και άλλο για την ενόργανη μουσική. Τα όργανα που χρησιμοποιούν είναι τα έγχορδα κιν ή σεγκ, το πνευστό τσεγκ και τα κρουστά καμπάνες, κουδούνια, τύμπανα κ.ά.
Στην Ινδία το μουσικό σύστημα είναι οι διατονικές κλίμακες (1 οκτάβα = 22 σρούτι, 1 σρούτι = 1/4 τόνου). Η μουσική είναι μονόφωνη και χρησιμοποιείται ένα πολύπλοκο σύστημα σανσκριτικής σημειογραφίας. Τα όργανα που χρησιμοποιούν είναι η βίνα (έγχορδο), οι αυλοί (πνευστό), το ξυλόφωνο κ.ά. (κρουστά).
Στην Αίγυπτο χρησιμοποιείται η διατονική και χρωματική σκάλα (το τονικό σύστημα είχε πολλές ομοιότητες με το δικό μας). Η μουσική είναι μονόφωνη και τα όργανα που χρησιμοποιούν είναι η ράπα, το τρίγωνο, η κιθάρα (έγχορδα), οι διαφόρων τύπων αυλοί (πνευστά) και τα κρόταλα, σείστρα, τύμπανα, ντέφια (κρουστά). Στην Ασσυρία, τη Βαβυλωνία και το Ισραήλ η μουσική είναι μονόφωνη και χρησιμοποιούνται διάφορα όργανα, όπως η άρπα, η λύρα, η κιθάρα, το φλάουτο, τα τύμπανα, τα ντέφια κ.ά.
Στην Ελλάδα το μουσικό σύστημα έχει τρία γένη: διατονικό (βάση τα ημιτόνια), χρωματικό και εν αρμόνιο (βάση το 1/4 τόνου). Η μουσική είναι μονόφωνη και ολοκληρωτικά υποταγμένη στην ποίηση, ενώ χρησιμοποιείται άλλο σύστημα για τη φωνητική και άλλο για την ενόργανη. Τα όργανα που χρησιμοποιούν είναι η λύρα (και παραλλαγές), η κιθάρα (έγχορδα), διάφορα είδη αυλών (πνευστά), τύμπανα, κύμβαλα, τρίγωνα και σείστρα (κρουστά).
Η αρμονία με τη σημερινή της έννοια ήταν άγνωστη στους Έλληνες. Το ήθος του τραγουδιού εξαρτιόταν από το ρυθμό και τον τρόπο. Στην κλασική περίοδο η μουσική, ο λόγος και ο χορός αποτελούσαν μία τέλεια ενότητα, ενώ στην ελληνιστική περίοδο αρχίζουν να διαχωρίζονται σε αυτόνομες τέχνες. Οι Ρωμαίοι πριν δεχτούν την επίδραση της ελληνικής μουσικής είχαν αναπτύξει δικό τους μουσικό πολιτισμό. Μετά τον 3ο αι. υιοθετούν την ελληνική τραγωδία και γενικά τη μουσική θεωρία των Ελλήνων.
Μετά την αρχαιότητα ακολουθεί η χριστιανική εποχή, όπου η ιστορία της μουσικής διαμορφώνεται ως εξής: Κατά τους τέσσερις πρώτους χριστιανικούς αιώνες υπάρχουν μόνο φιλολογικές μαρτυρίες. Ο άγιος Αμβρόσιος εισάγει το 374 στην εκκλησία του Μιλάνου ένα λειτουργικό τυπικό, το αμβροσιανό μέλος, που αποτελείται από ύμνους και αντίφωνα.
Στη βυζαντινή μουσική παρατηρείται μια σύζευξη αρχαιοελληνικών στοιχείων (θεωρητική βάση κλιμάκων και ρυθμικοί σχηματισμοί) και ανατολικών επιδράσεων. Μουσική μονόφωνη, χωρίς τη χρήση οργάνων, έχει μείζονες, ελάσσονες και ελάχιστους τόνους, πλησιάζει δηλαδή τη φυσική κλίμακα. Στη βυζαντινή μουσική γίνεται εισαγωγή της αντιφωνίας (χωρισμός ψαλτών σε δύο χορούς, δεξιό και αριστερό, που τραγουδούν εναλλάξ, αρχικά στην εκκλησία της Αντιόχειας και αργότερα της Κωνσταντινούπολης) και της χειρονομίας, ενός είδους μουσικής διεύθυνσης. Η περίοδος ακμής της μουσικής αυτής εντοπίζεται στους αιώνες 6ο-10ο, ενώ τον επόμενο αιώνα η λειτουργία έχει πια συμπληρωθεί και ένα αυστηρό τυπικό διέπει τα πάντα.
Στη ρωμαιοκαθολική εκκλησία ο πάπας Γρηγόριος Α’ (590-604) κωδικοποιεί τις μελωδίες με βάση τη χρονολογική σειρά του εορτολογίου. Τα γρηγοριανά μέλη είναι γραμμένα στη λατινική και στηρίζονται στο τονικό σύστημα των «εκκλησιαστικών τρόπων» (4 αυθεντικοί-κύριοι τρόποι και 4 πλάγιοι-παράγωγοι τρόποι). Γίνεται εισαγωγή της σεκουέντσας ή πρόζας, δηλαδή λαρυγγισμών (συνοδευτικών) στην τελευταία συλλαβή του κάθε «αλληλούια». Το κείμενο των Παθών απαγγελλόταν σε ύφος αφηγηματικό. Από το 13ο αι. άρχισαν να το δραματοποιούν: ένας ιερέας τραγουδούσε τα λόγια του Χριστού, ένας άλλος διάβαζε την αφήγηση του Ευαγγελιστή και ένα τρίτος ή πολλοί μαζί τα λόγια του πλήθους.
Η εξέλιξη του γρηγοριανού μέλους οριοθετείται από την επίσημη έκδοση της Βατικανής, που είναι υποχρεωτική για τη ρωμαιοκαθολική Εκκλησία με την απόφαση της 8/4/1908.
Στις αρχές του μεσαίωνα πραγματοποιείται μιμική αναπαράσταση σκηνών από τη ζωή και τα Πάθη του Χριστού (της Παναγίας, των Αγίων και των Προφητών) μέσα στην εκκλησία και την ώρα της λειτουργίας. Στην αρχή γινόταν χρήση μόνο του γρηγοριανού μέλους, αλλά στη συνέχεια προστέθηκαν και κοσμικές μελωδίες. Από το λειτουργικό δράμα και ιδιαίτερα από τα μυστήρια (που αγκάλιαζαν όλες τις καλλιτεχνικές εκδηλώσεις του μεσαίωνα) προήλθε το νεότερο θέατρο της Δύσης (στην αναγέννηση).
Από τη μεσημβρινή Γαλλία και ιδιαίτερα την Προβηγκία προήλθαν οι τροβαδούροι που έγραφαν μουσική και στίχους, αλλά δεν τα τραγουδούσαν (τα έπαιξαν οι πλανόδιοι μουσικοί-μενεστρέλοι και ζογκλέρ). Ένας από τους πρώτους τροβαδούρους ήταν ο Γουλιέλμος Θ’ (1087-1127), κόμης του Πουετού. Οι μελωδίες του ήταν γραμμένες με τη λεγόμενη τετράγωνη σημειογραφία (διάδοχο της νευματικής). Ο ρυθμός των μελωδιών εξαρτιόταν από το ρυθμό του στίχου και η αλληλοπροσαρμογή τους γινόταν με βάση ορισμένους ρυθμικούς τύπους των «τρόπων» που αντιπροσωπεύουν την πιο παλιά μορφή ρυθμισμένης μουσικής.
Οι ερωτοτραγουδιστές και οι αρχιτραγουδιστές ακμάζουν το 13ο αι. Οι συνθέσεις τους είναι καλοδουλεμένα έντεχνα κομμάτια με μορφή δύο στροφών (ίδια μελωδία) + 1 τελική αφαίρεση (άλλη μελωδία).
Τα λαϊκά τραγούδια λίγο διαφέρουν από τα θρησκευτικά (τονικότητα και μελωδικοί κανόνες είναι ίδιοι). Τα θέματα είναι λίγο πολύ τα ίδια σε όλους τους τόπους, ενώ η ποιητική μουσική μορφή διαφέρει από τόπο σε τόπο.
Κύρια πηγή της δυτικής μουσικής αποτελεί το γρηγοριανό μέλος, που γεννιέται και αναπτύσσεται ανάμεσα στον 4ο και τον 6ο αι. Πρόκειται για σύνολο θρησκευτικού τραγουδιού, που σκοπεύει στην τελειότερη εξυπηρέτηση της εκκλησιαστικής λειτουργίας. Γύρω στον 9ο αι. –μετά τη διαμόρφωση της σεκουέντσα και των τρόπων– γίνονται οι πρώτες προσπάθειες για μια πολύφωνη μουσική και εμφανίζονται οι πρώτες μορφές της: το όργανο, που προκύπτει από τον αυτοσχεδιασμό μίας δεύτερης μελωδίας πάνω σε ένα γρηγοριανό μέλος, το ντισκάντους, που εμφανίζεται στη Γαλλία το 12ο αι. και με το οποίο για πρώτη φορά εγκαταλείπεται η παράλληλη και καθιερώνεται η αντίθετη κίνηση (βασική αρχή της πολυφωνικής μουσικής), και το ψεύτικο μπάσο, που είναι μία τρίφωνη μορφή με μία φωνή πάνω και μια φωνή κάτω από την κύρια μελωδία.
Στις πολυφωνικές προσπάθειες του 14ου αι. εντάσσονται τα μαδριγάλια (τραγούδια για δύο φωνές), η μπαλάντα (τραγούδι που αποτελείται από τρεις στροφές και μία τελική αφαίρεση με μόνιμη επωδό) και η κάτσια (κυνηγετικό τραγούδι με περιγραφικό χαρακτήρα).
Το 15ο αι. τεράστια υπήρξε η προσφορά της γαλλοφλαμανδικής σχολής στην τελειοποίηση της αντίστιξης και στη γέννηση ενός νέου είδους θρησκευτικής μουσικής με την καθιέρωση της συνήθειας να γράφεται πολύφωνη χορωδιακή μουσική. Το γερμανικό τραγούδι (λιντ) εξακολουθεί να στηρίζεται στο λαϊκό τραγούδι. Στα τέλη του 15ου αι. η τυπογραφία χρησιμοποιείται για την έκδοση μουσικών έργων.
Την περίοδο που προηγήθηκε η καθιέρωση πρώτα μιας και μετά περισσότερων γραμμών οδηγεί στο πεντάγραμμο. Αυτό συμβάλλει στην τελειοποίηση της νευματικής σημειογραφίας του 12ου και του 13ου αι. Αρχικά η διάρκεια των φθόγγων εξαρτάται από τους ρυθμικούς «τρόπους». Μετά το μουσικό μέτρο γίνεται ανεξάρτητο από το κείμενο και οι φθόγγοι αποκτούν σταθερή διάρκεια. Με βάση αυτό δημιουργείται η αναλογική ή ρυθμισμένη σημειογραφία.
Την περίοδο της Αναγέννησης σημειώνεται άνθιση στο χώρο της κοσμικής μουσικής με τη δημιουργία του πολυφωνικού τραγουδιού και της ενόργανης μουσικής (16ος αι.). Κυριότεροι εκπρόσωποι της περιόδου αυτής είναι ο Κλεμάν Ζανκέν, ο Ντε Μπερτράν, ο Γκ. Κοστλέ (Γαλλία), ο Βέκι Τζεζουάλντο, ο Παλεστρίνα και οι δύο Γκαμπριέλι (Ιταλία), ο Πραιτόριους (Γερμανία), ο Καμπεθόν και ο Ντε Βικτόρια (Ισπανία), ο Μπουλ, ο Μπρεντ, ο Ντόουλαντ, ο Γκίμπονς, ο Μόρλεϊ και ο Λασούς (Αγγλία).
Με το τέλος αυτής της περιόδου, η δυτική μουσική είναι έτοιμη για το μεγάλο βήμα: το άνοιγμα του δρόμου για τις μεγάλες φόρμες (όπερα, καντάτα, ορατόριο, σονάτα, σουίτα, κοντσέρτο και συμφωνία), που θα επιστεγάσουν το οικοδόμημά της.
Ο 17ος αι. θα σφραγιστεί από τις συνθέσεις των Μοντεβέρντι, Σκαρλάτι, Κορέλι, Φρεσκομπάλντι, Σιτς, Μπούζτεχουντε, Πάχελμπελ, Περσέλ, Μπλόου, Λουλί, Σαρπαντιέ, Κουπρέν κ.ά.
Με αυτούς ολοκληρώνεται το έργο της προετοιμασίας για τις δύο γενιές «γιγάντων» που θα ακολουθήσουν και θα ολοκληρώσουν μια μουσική εξέλιξη πολλών αιώνων. Πρόκειται για τη γενιά του 1680 και τη γενιά του 1710. Στην πρώτη ανήκουν οι Βιβάλντι, Αλμπινόνι, Τέλεμαν, Ραμό, Χέντελ, Σκαρλάτι και ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ. Στη δεύτερη ανήκουν ο Περγκολέζε, οι γιοι του Μπαχ, ο Στάμιτς, ο Γκλουκ, ο Χάιντν, ο Βόλφγκαγκ Αμαντέους Μότσαρτ και ο Λούντβιχ βαν Μπετόβεν.
Το οικοδόμημα έχει ολοκληρωθεί. Από δω και στο εξής μεγάλοι συνθέτες θα συμπληρώνουν με το εμπνευσμένο έργο τους τα υπάρχοντα κενά ή τις ελλείψεις: Ο γερμανικός ρομαντισμός (Βέμπερ, Σούμπερτ, Μέντελσον, Σούμαν, Μπραμς), ο κοσμοπολιτισμός (Μπερλιόζ, Σοπέν, Λιστ), ο Βάγκνερ, ο Μπρούκνερ, ο Μπρουχ, ο Μάλερ, ο Βολφ, ο Ρίχαρντ Στράους και ο Ρέγκερ. Οι εθνικές σχολές: η ιταλική (Ροσίνι, Ντονιτσέτι, Μπελίνι, Βέρντι, Πουτσίνι κ.ά.), η ισπανική (Αλμπένιθ, Ντε Φάλια, Ροντρίγκο, Οχάνα κ.ά.), η ρωσική (Γκλίνκα, Κούι, Μπαλακίρεφ, Μποροντίν, Ρίμσκι-Κόρσακοφ, Μουσόργκσκι, Τσαϊκόφσκι, Γκλαζούνοφ, Σκριαμπίν, Ραχμάνινοφ), η τσεχοσλοβάκικη (Σμέτανα, Ντβόρζακ, Γιάνατσεκ, Μαρτινού), η σκανδιναβική (Γκριγκ, Σιμπέλιους) και η γαλλική (Γκουνό, Μπιζέ, Όφενμπαχ, Σεν Σανς, Φορέ, Ντεμπισί, Ραβέλ κ.ά.).
Με το κλείσιμο αυτού του κύκλου, περνάμε στη σύγχρονη μουσική που βρίσκει τους εκφραστές της στο πρόσωπο των Όνεγκερ, Πουλένκ, Μεσιάν, Μπουλέζ, Σένμπεργκ, Μπεργκ, Βέμπερν, Ορφ, Στοκχάουζεν, Μπάρτοκ, Κόνταλι, Ενέσκο, Πεντερέτσκι, Ξενάκη, Στραβίνσκι, Προκόφιεφ, Σοστακόβιτς, Χατσατουριάν, Καμπαλιέφσκι, Μπλοχ, Γκέρσουιν, Βίλα Λόμπος κ.ά.
Επίσης η μουσική διαμορφώθηκε ή, ενισχύθηκε με νέου είδους ρυθμούς διάφορους μοντέρνους που εμφανίστηκαν μετά το 1970.
Αυτοί είναι οι :
Ραπ ρυθμός με γρήγορη μουσική, η ρέγκε μουσική ένας ρυθμός κοντινός της Rock μουσικής απλός ελεύθερος, η Rock μουσική, βαριά μουσική με δυναμισμό την ηλεκτρική κιθάρα και το ντραμς. Ένας άλλος ρυθμός, το γκιράπικο, ένας ρυθμός γρήγορος αέρινος χωρός… ανεξάρτητος ποιο πολύ για νέους με υπέροχες νότες μουσικής.