Σε λίγο ξέσπασε φο[GLi]βερή καταιγίδα. Ο Βοριάς φυσούσε δαιμονισμένα, κατάμαυρα σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό και τεράστια κύματα σηκώθηκαν.
Ο Οδυσσέας με τους άντρες του [GLi]κατάφεραν να φτάσουν σ’ ένα ακρογιάλι όπου παρέμειναν δύο μερό[GLi]νυχτα. Όταν η καταιγίδα κόπασε, ξεκίνησαν πάλι.
Το ταξίδι συνεχιζόταν ήρεμα και θα έφταναν στην Ιθάκη, αν στον κάβο Μαλιά, το γνωστό ακρωτήρι της Λακωνίας, δεν τους παρέσυραν ο Βοριάς και τα ρεύματα της θάλασσας. Εννιά μερόνυχτα παράδερναν μέσα στ’ αγριεμένα κύματα.
Τη δέκατη μέρα έφτασαν στο νησί των Λωτοφάγων.
Οι κάτοικοι του νησιού αυτού έτρω[GLi]γαν τα άνθη ή τους καρπούς ενός φυτού, που ονομαζόταν λωτός.
Ο Οδυσσέας έστειλε τρεις συντρόφους να συναντήσουν τους κατοίκους του νησιού.
Αυτοί τους δέχτηκαν με χαρά και τους πρόσφεραν το μελιστάλαχτο καρπό τους.
Όμως μόλις οι ναύτες [GLi]τον έβαλαν στο στόμα τους, αμέσως ξέχασαν τη γλυκιά πατρίδα και ήθελαν να μείνουν στο νησί.
Μόλις το κατάλαβε αυτό ο πολυμήχανος[GLi]αρχηγός, τους έσυρε με το ζόρι στα καράβια και τους έδεσε στους πάγκους. Αμέσως διέταξε ν’ ανοίξουν τα πανιά και να φύγουν πριν δοκιμάσουν τον καρπό και οι υπόλοιποι ναύτες.