Στη στενότερη έννοιά του, το ροκ εντ ρολ περιγράφει την αμερικανική μουσική από το 1954 μέχρι το 1959 περίπου.
Το ροκ εν ρολ εμφανίστηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες και θεωρείται άμεση συνέχεια του ριθμ εντ μπλουζ (rhythm and blues), ενός μουσικού ιδιώματος που οι Αφροαμερικανοί έπαιζαν από τη δεκαετία του ’20. Εκτός από το μπλουζ, πολλά άλλα ακόμα μουσικά είδη επηρέασαν [GLi]την εξέλιξή του, όπως το μπούγκι γούγκι, το γκόσπελ, το κάντρι εντ γουέστερν, η φολκ μουσική των λευκών, ακόμα και κάποια στοιχεία της τζαζ. Η λέξη ροκ, στις αρχές της δεκαετίας του ’50, στη διάλεκτο των μουσικών σήμαινε «χορός», αλλά με έντονα σεξουαλικά υπονοούμενα. Ο πρώτος που χρησιμοποίησε τον όρο ροκ εντ ρολ ήταν ο Αμερικανός μουσικός παραγωγός στο ραδιόφωνο Άλαν Φριντ, που προσπάθησε έτσι με έναν καινούριο όρο να προσελκύσει το λευκό ακροατήριο, που ήταν αρνητικά προκατειλημμένο με τον όρο rhythm and blues.
Το μουσικό ύφος του ροκ εν ρολ είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό και στις βασικές του γραμμές παρέμεινε αμετάβλητο καθ’ όλη την εξέλιξή του. Από άποψη μέτρου, ως προέκταση του μπλουζ, το ροκ εν ρολ παρουσιάστηκε με τη μορφή κυρίως του δωδεκάμετρου, δηλαδή ενός ίδιου μουσικού σχήματος που παίζεται δώδεκα φορές σε τρεις διαφορετικές θέσεις της μουσικής κλίμακας και ύστερα επαναλαμβάνεται εκ νέου. Το ίδιο συμβαίνει και με την αρμονία, αφού τα τραγούδια του ροκ εν ρολ είναι γραμμένα σε τρεις βασικές συγχορδίες, την 1η, την 4η και την 5η μιας μουσικής κλίμακας. Ως παραλλαγές εμφανίζονται το εξάμετρο και το δεκάμετρο και κάποιες άλλες συγχορδίες. Οι περισσότεροι συνθέτες αντικαθιστούσαν μία ή περισσότερες συγχορδίες με άλλες σχετικές (δηλαδή αυτές που ακούγονται περίπου όμοια) δίνοντας έτσι νέα μορφή στο τραγούδι. Ο εξαιρετικά γρήγορος ρυθμός του είναι απλός, αφού στοχεύει στο ένστικτο και στα χορευτικά αντανακλαστικά του ακροατή. Στις περισσότερες περιπτώσεις ο ρυθμός[GLi] του ροκ εντ ρολ είναι τα 4/4.
Όλα αυτά τα στοιχεία κάνουν πολλές φορές τα τραγούδια να ακούγονται ίδια μεταξύ τους, με τη μόνη διαφορά τους να βρίσκεται στους στίχους. Στίχοι που σε γενικές γραμμές είναι χαρούμενοι και διηγούνται συνήθως μικρές ιστορίες, σε πρώτο πρόσωπο. Τα κυριότερα θέματα είναι ο έρωτας, η ελευθερία, η κρίση ταυτότητας, η νοσταλγία. Ο εξαιρετικά γρήγορος ρυθμός του προσκαλεί στο χορό και οι οπαδοί του επεξεργάστηκαν πολλές χορευτικές φιγούρες. Το ροκ εντ ρολ, τουλάχιστον στην πρώτη μορφή του, ήταν πολύ δύσκολος χορός και αρκετές φιγούρες του, εκτός από πρωτότυπες, ήταν και επικίνδυνες.
Η βασική μορφή ενός ροκ εντ ρολ συγκροτήματος είναι ο τραγουδιστής, οι κιθάρες (συνήθως δύο, από τις οποίες η μία «κρατάει» το ρυθμό και η άλλη παίζει τις μελωδίες και τα σόλο), το μπάσο και τα ντραμς (η rhythm section του συγκροτήματος) πάνω στα οποία «χτίζεται» όλη η μουσική αφού κρατούν το ρυθμό. Προαιρετικά προστίθενται το πιάνο, το ηλεκτρικό αρμόνιο, το σινθεσάιζερ, αλλά και άλλα όργανα όπως τα πνευστά και κυρίως το σαξόφωνο, η φυσαρμόνικα και ό,τι άλλο εμπνέονται οι μουσικοί.
Το ροκ εν ρολ μετά την πρώτη του εμφάνιση εξαπλώθηκε γρήγορα σε όλο τον κόσμο και ενέπνευσε τη νεολαία όλου του πλανήτη, χάρη σε τραγουδιστές όπως ο Έλβις Πρίσλεϊ, ο Μπιλ Χάλεϊ, ο Τσακ Μπέρι, [GLi]ο Λιτλ Ρίτσαρντ, ο Μπάντι Χόλι, ο Τζέρι Λι Λιούις, ο Φατς Ντόμινο. Πρώτη μεγάλη επιτυχία θεωρείται το «Rock around the clock» (1954) του Μπιλ Χάλεϊ. Οι νέοι της εποχής ένιωσαν το ροκ εντ ρολ ως τη «δική» τους μουσική, ως την προσωπική τους διάλεκτο που οι μεγαλύτεροι δεν μπορούσαν να καταλάβουν, ως μήνυμα για τη χαρά της ζωής. Σταδιακά συνδέθηκε και με πολλά άλλα στοιχεία, που τελικά κατέληξαν στην αποκρυστάλλωσή του και στην υιοθέτηση από τους νέους μιας νέας κουλτούρας και ενός καινούριου τρόπου ζωής. Όμως, το κλασικό ροκ εν ρολ άρχισε βαθμιαία να υποχωρεί, όσο μεγάλωναν στην ηλικία οι κυριότεροι μουσικοί του (η στράτευση του Έλβις Πρίσλεϊ θεωρείται σημείο καμπής στην εξέλιξη του ροκ εντ ρολ) αλλά και το κοινό του και να αντικαθίσταται από άλλα μουσικά είδη. Μετά το 1962 και την «εισβολή στις ΗΠΑ» των αγγλικών συγκροτημάτων (Μπιτλς, Άνιμαλς, Ρόλιγκ Στόουνς, Κιγκς κ.ά.) το ροκ εντ ρολ φαινόταν πως βρισκόταν σε διαδικασία παρακμής. Όμως διατηρήθηκε ακμαίο και σφριγηλό χάρη στα νέα συγκροτήματα που μπορεί να προχώρησαν σε νέους μουσικούς δρόμους, αλλά δεν έπαψαν να θεωρούν το ροκ εντ ρολ ως τη βασική επιρροή τους. Έτσι, όλα τα μεταγενέστερα συγκροτήματα είχαν στο ρεπερτόριο τους κάποιο δικό τους ροκ εντ ρολ τραγούδι ή μια διασκευή ενός παλιότερου τραγουδιού, ενώ πολλές συναυλίες μεγάλων συγκροτημάτων έκλειναν με τέτοια τραγούδια, που γίνονταν πάντα δεκτά με ενθουσιασμό από το κοινό.
Όλα αυτά συντελούν ώστε το ροκ εντ ρολ, στην πρώτη του μορφή, να μην εξαφανίζεται και ανά τακτά χρονικά διαστήματα να επανέρχεται δυναμικά στο προσκήνιο, να μεταδίδονται παλιά τραγούδια, παλιοί μουσικοί να επανεμφανίζονται, ενώ μερικοί καλλιτέχνες ηχογραφούν τραγούδια στο παλιό ύφος ή αναβιώνουν παλιές επιτυχίες.
Η δεκαετία του ’60. Η δεκαετία του ’60 θεωρείται η «χρυσή εποχή» του ροκ. Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας παρατηρείται στασιμότητα και δημιουργική κρίση, εκτός από την soul (σόουλ) μουσική των μαύρων που βρίσκεται σε δημιουργική ακμή χάρη στην εταιρεία Μοτάουν η οποία προωθεί καλλιτέχνες του είδους. Από το 1962 αρχίζει η έκρηξη της βρετανικής μουσικής σκηνής, επικεφαλής της οποίας είναι τέσσερις νεαροί από το Λίβερπουλ, που θα γίνουν παγκόσμια γνωστοί ως τα «Σκαθάρια», οι Μπιτλς. Οι Μπιτλς είναι οι πρωτοπόροι του μου[GLi]σικού κύματος που θα πλημμυρίσει όλο τον κόσμο με πρωτόγνωρα ακούσματα και με στίχους που διεκδικούν το δικαίωμα της νεολαίας σε μια πιο χαρούμενη ζωή. Οι Μπιτλς είναι καταπληκτικοί μουσικοί, διακρίνονται για τις θαυμάσιες μελωδίες και τη φαντασία τους, όπως και για τη σκηνική τους παρουσία που μαγνητίζει τη νεολαία. Πολύ γρήγορα (1964) κατακτούν και τις ΗΠΑ με την πρώτη περιοδεία τους εκεί, στη διάρκεια της οποίας προκαλούν κύμα υστερίας, ένα φαινόμενο γνωστό ως μπιτλομανία. Μαζί τους ένα μουσικό κίνημα, αποτελούμενο από Βρετανούς μουσικούς που μεγάλωσαν ακούγοντας τους μαύρους μουσικούς του μπλουζ και τώρα αναζητούν νέους μουσικούς δρόμους και προσωπικούς τρόπους έκφρασης. Συγκροτήματα όπως οι Ρόλιγκ Στόουνς, οι Άνιμαλς, οι Κιγκς, οι Γιάρντμπερντς, οι Χου θα κυριαρχήσουν στη μουσική σκηνή και με τη σειρά τους θα αποτελέσουν πρότυπο για τις επόμενες γενιές. Η αμερικανική «απάντηση» στο κύμα της βρετανικής εισβολής είναι κυρίως ο Μπομπ Ντίλαν, τραγουδοποιός που στους στίχους του συμπυκνώνει την αμφισβήτηση της αμερικανικής νεολαίας, μιας ολόκληρης γενιάς που μπροστά της βλέπει την έλλειψη εναλλακτικών λύσεων, ενώ μουσικά ακολουθεί την πιο γνήσια αμερικανική παράδοση της φολκ μουσικής, που εκφράστηκε με μουσικούς όπως ο Γούντι Γκάθρι, ο δάσκαλος του Ντίλαν. Άλλα, μικρότερου βεληνεκούς, αμερικανικά συγκροτήματα της εποχής είναι οι Μπιτς Μπόις, κύριοι εκπρόσωποι του surf rock (σερφ ροκ) της νότιας Καλιφόρνιας και οι Μπάφαλο Σπρίγκφιλντ, που πρόσφεραν μια νέα εκδοχή του rhythm and blues.
Οι Μπιτλς πειραματίζονται με καινούριες μουσικές φόρμες, συμπαρασύροντας ολόκληρη τη νεολαία σε μουσικούς πειραματισμούς, αλλά και στην αναθεώρηση του προηγούμενου τρόπου ζωής. Θεμελιώδους σημασίας είναι το άλμπουμ που ηχογράφησαν το 1967 και φέρει τον τίτλο «Sargent Pepper’s Lonely Hearts Club Band». Ο δίσκος αυτός είναι το πρώτο κόνσεπτ άλμπουμ, δηλαδή ένας δίσκος με ενιαίο θέμα στην αφήγησή του που δίνεται μέσα από μια σειρά τραγουδιών, ενώ ταυτόχρονα θέτει νέα όρια στις δυνατότητες των ηχογραφήσεων στα στούντιο. Στο πεδίο της επιρροής του ροκ στη ζωή των νέων αρχίζει μια νέα περίοδος. Από το 1966 και μέσα στο κλίμα της πολεμικής εμπλοκής των ΗΠΑ στο Βιετνάμ, με τους πρώτους νεκρούς στρατιώτες που έρχονται μέσα σε πλαστικές σακούλες για να ταφούν στις πατρογονικές τους εστίες, τίθενται οι βάσεις για να δημιουργηθεί το κίνημα αμφισβήτησης των κοινά αποδεκτών αρχών, πάνω στις οποίες βασίστηκε ολόκληρος ο δυτικός τρόπος ζωής. Η μουσική είναι το όχημα που υιοθετούν οι νέοι για να εκφράσουν τις εσωτερικές τους αναζητήσεις και για να αμφισβητήσουν την κοινωνία των μεγαλύτερων. Ακόμα και ο Ντίλαν εγκαταλείπει τις παραδοσιακές ακουστικές κιθάρες και χρησι[GLi]μοποιεί ηλεκτρικά όργανα, προκαλώντας «ηλεκτροσόκ» στους παραδοσιακούς ακροατές της φολκ μουσικής και τη δυσαρέσκεια των οπαδών του. Όμως, την εποχή εκείνη, από κάθε δρόμο φαινόταν να γεννιέται μια νέα δημιουργική πρόταση και από κάθε στούντιο έφταναν «μουσικά κύματα» ανανέωσης και αναζωογόνησης. Οι νέοι της Αμερικής ανακαλύπτουν και προσδιορίζουν την αντικουλτούρα τους που αποκαλέστηκε χιπισμός, από τη λέξη «hippie» (χίπι), ένα επιφώνημα ή μια κραυγή χωρίς νόημα, που αρέσκονταν να βγάζουν οι νέοι για να εκδηλώσουν την εσωτερική τους ευδαιμονία. Ο χιπισμός ήταν μια σύνθεση ανατολίτικων θρησκευτικών δογμάτων με τις νέες αντιλήψεις θεωρητικών, όπως ο Άλντους Χάξλεϊ, και ποιητών, όπως το ρεύμα των μπίτνικς. Ιστορικά, η περίοδος αυτή είναι γνωστή ως το «καλοκαίρι της αγάπης» του 1967 και είχε επίκεντρο την Καλιφόρνια και κυρίως το Λος Άντζελες και το Σαν Φρανσίσκο, πόλεις που στο σύνολό τους αποτέλεσαν μουσικά εργαστήρια. Η μουσική της περιόδου ονομάστηκε ψυχεδελική και ήταν μια πειραματική εξάσκηση της φαντασίας, που άφησε κάποια μουσικά αριστουργήματα πίσω της, έργα συγκροτημάτων και καλλιτεχνών όπως οι Τζέφερσον Ερπλέιν, οι Γκρέιτφουλ Ντεντ, οι Μπιτς Μπόις, οι Ντορς, η Τζάνις Τσόπλιν και ο «ήρωας της κιθάρας» Τζίμι Χέντριξ. Όμως οι ίδιοι οι συντελεστές αυτής της μουσικής κίνησης ήξεραν πολύ καλά ότι το καθετί όπως ανέρχεται στην ακμή του, έτσι κατέρχεται στην παρακμή του. Αρνούμενοι να υποταχθούν σε εμπορευματικές λογικές, οι πιο δραστήριοι χίπηδες σκηνοθετούν τον Αύγουστο του 1967 μια τελετή που έγινε γνωστή ως ο θάνατος των χίπηδων, θέλοντας να επισημάνουν με συμβολικό τρόπο ότι η εποχή της γνήσιας δημιουργικότητας είχε τελειώσει. Πάντως, ως το αποκορύφωμα της αμφισβήτησης στις ΗΠΑ θεωρείται το φεστιβάλ του Γούνστοκ (1969), στο οποίο συγκεντρώθηκαν χιλιάδες Αμερικανοί νέοι, και το οποίο άφησε ανεξίτηλα ίχνη στη συλλογική μνήμη των νέων της εποχής.
Η δεκαετία του ’70. Η αρχή της δεκαετίας του ’70 σημαίνει και το τέλος της αθωότητας. Αρκετοί σημαντικοί μουσικοί πεθαίνουν, θύματα της κατάρας των ναρκωτικών που ξαφνικά εισέβαλαν στη ζωή της νεολαίας, απομυθοποιώντας την κουλτούρα τους που είχε δημιουργηθεί πριν γίνουν γνωστές, με τραγικό τρόπο, οι συνέπειες της χρήσης τους. Τα προηγούμενα μουσικά σχήματα δεν επαρκούν πλέον, παλιά και ένδοξα συγκροτήματα διαλύονται για διάφορους λόγους (ανάμεσά τους και οι Μπιτλς), το παλιό σχήμα κιθάρα-μπάσο-ντραμς και φωνή δεν αρκεί πια για να ικανοποιήσει τις μουσικές αναζητήσεις μιας ολόκληρης γενιάς που αναζητά καινούριες ιδέες. Κάποιοι συνεχίζουν να παίζουν το παλιό καλό ριθμ εντ μπλουζ με σύγχρονο τρόπο, κάποιοι άλλοι (Λεντ Ζέπελιν, Ντιπ Περπλ, Γκραντ Φανκ) γίνονται σούπερ σταρ και «μηχανές» δολαρίων, απογοητεύοντας τους οπαδούς τους αλλά παράλληλα χαρίζοντας μερικά αξεπέραστα μουσικά διαμάντια, ενώ τέλος κάποιοι άλλοι μουσικοί εντάσσουν στη φόρμα του ροκ εντ ρολ τις κλασικές επιρροές τους, δημιουργώντας ένα νέο είδος, το progressive ροκ. Η δεκαετία του ’70 είναι η εποχή που[GLi] ακμάζουν συγκροτήματα όπως οι Πινκ Φλόιντ, οι Τζένεσις, οι Γες, οι Κιγκ Κρίμσον, οι Τζέθρο Ταλ, οι Γκογκ. Από τα τρίλεπτα τραγούδια το ροκ πέρασε σε ημίωρες σουίτες, με πλήθος όργανα, με πολλά μουσικά θέματα και δεξιοτεχνικές επιδείξεις, με συναυλίες στις οποίες ο καλλιτέχνης, εντελώς απομακρυσμένος από το κοινό του, δείχνει να είναι μια αφηρημένη έννοια που βρίσκεται σε αυτάρεσκη απομόνωση. Μια κατάσταση εντελώς ξένη προς το πνεύμα του ροκ, που φυσικά δε θα μπορούσε να μην προκαλέσει αντίδραση, κυρίως στους νέους σε ηλικία και άνεργους φτωχούς νέους των εργατικών συνοικιών βρετανικών μεγαλουπόλεων. Η αντίδραση αυτή ξεκίνησε από το Λονδίνο το 1977 και πήρε το όνομα punk rock (πανκ ροκ).
Η εμπορευματοποίηση του ροκ, οι τεράστιες συναυλίες σε μεγάλα στάδια και η βιομηχανία που κατεύθυνε τις εξελίξεις πίσω από τις «κουίντες» του ροκ εντ ρολ, προκάλεσε την αντίδραση των νέων αυτών, που ζητούσαν την επάνοδο της μουσικής στις αρχικές της ρίζες. Το όχημα που χρησίμευσε για τη διοχέτευση των ιδεών των πανκ ήταν το γκαράζ ροκ, ένα μουσικό υποείδος που εμφανίστηκε στις ΗΠΑ και κυρίως στη Νέα Υόρκη στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Αυτό το μουσικό ύφος βασιζόταν στην απλότητα της μουσικής φόρμας, στην αμεσότητα των στίχων και στην επιθετική στάση και διάθεση των μουσικών. Από εκεί εμπνεύστηκαν οι μουσικοί του πανκ, στην πλειονότητά τους φτωχοί άνεργοι νέοι των αγγλικών μεγαλουπόλεων, που στο σύνθημα «No future» (Κανένα μέλλον) έβλεπαν τη μελλοντική τους ζωή. Με εφόδια 2 ή 3 ακόρντα που μάθαιναν μέσα σε λίγες μέρες, με άτεχνους αλλά πηγαίους στίχους, με επιθετική και προκλητική στάση διάθεση απέναντι στους μεγαλύτερους αλλά και στους θεσμούς, οι πανκ εισέβαλαν δυναμικά στο προσκήνιο με συγκροτήματα όπως οι Σεξ Πίστολς, οι Κλας, οι Ντάμνεντ, οι Σιούξι εντ δε Μπάνσις, οι Στράγκλερς. Οι πανκ ήθελαν να σοκάρουν την κοινωνία, γι’ αυτό υιοθέτησαν έναν προκλητικότατο ενδυματολογικό κώδικα, επέλεξαν νέες κομμώσεις με βαφές και πρωτόγνωρα χτενίσματα, ενώ δε δίσταζαν να καταγγείλουν τη φθορά των μεγαλύτερων, σε ηλικία και σε δόξα, μουσικών του ροκ και να ενστερνίζονται το σύνθημα «Ζήσε γρήγορα, πέθανε νέος».
Γρήγορα το κίνημα των πανκ άρχισε να προσελκύει και περισσότερο μορφωμένους νέους, αλλά και καλλιτέχνες που στην αισθητική του ανακάλυψαν ένα υπέροχο και γνήσιο όχημα για τις ιδέες τους. Η μετάλλαξη του πανκ σε new wave (νιου γουέιβ) είχε μόλις ξεκινήσει και σ’ αυτό συντέλεσε η διάλυση των Σεξ Πίστολς και των Ντάμνεντ, των θεωρούμενων ως βασικότερων πυλώνων [GLi]του πανκ. Η αλλαγή αυτή ξεκίνησε από το 1978 και έφερε στο φως αξιόλογους μουσικούς και καλλιτέχνες, που επηρέασαν τη μουσική σκηνή για τις υπόλοιπες δύο δεκαετίες του 20ού αιώνα.
Στη δεκαετία του ’70 εντάσσονται και άλλα μουσικά «φαινόμενα» που επηρέασαν περισσότερο ή λιγότερο την κουλτούρα των νέων. Το glam rock (γκλαμ ροκ) ήταν ένα απ’ αυτά. Το είδος αυτό έδινε μεγάλη έμφαση στην εξωτερική εμφάνιση του καλλιτέχνη, αλλά στηρίχτηκε και στην «διφορούμενη ταυτότητα» με τη έννοια ότι το φύλο του μουσικού που έπαιζε στη σκηνή ηθελημένα ήταν ακαθόριστο. Καλλιτέχνες όπως ο Γκάρι Γκλίτερ, ο Μαρκ Μπόλαν και οι Τ-Ρεξ, οι Ρόξι Μιούζικ του Μπράιαν Φέρι και του Μπράιαν Ίνο, αποτέλεσαν τους εκπροσώπους ενός είδους που στην κορυφή του είχε το «μεγάλο χαμαιλέοντα» Ντέιβιντ Μπόουι, ο οποίος βέβαια δεν μπορεί να ενταχθεί σε κάποιο είδος, αφού πειραματίστηκε με πολλά από αυτά αφήνοντας το στίγμα του σε περισσότερα από ένα. Ξεχωριστή θέση κατέχει ο Φρανκ Ζάπα, που άρχισε τη μουσική του καριέρα το 1967 στο Λος Άντζελες, αλλά που οι σημαντικότερες δημιουργικές στιγμές του εντοπίζονται στη δεκαετία του ’70. Πάντως ο Ζάπα δεν μπορεί να ενταχθεί σε καμιά σχολή, από τη στιγμή που, όπως ο Μπόουι, πειραματίστηκε με πολλά και ανόμοια είδη μουσικής, μέχρι το θάνατό του (1992). Το χαρντ ροκ, μουσικό είδος που βασίζεται στις δυνατές κιθάρες, αλλά μερικές φορές εκφυλίζεται σε ανούσιες επιδείξεις μουσικής δεξιοτεχνίας, εμφανίστηκε στη δεκαετία αυτή και επηρέασε το ροκ σε μεγάλο βαθμό. Θεωρείται πρόγονος του χέβι μέταλ και πρόσφερε σημαντικά συγκροτήματα και εξαίσιες μουσικές στιγμές, με καλλιτέχνες όπως οι Κριμ, οι Μπαντ Κόμπανι, οι Μπλακ Σάμπαθ, οι Νάζαρετ και φυσικά οι Λεντ Ζέπελιν και Ντιπ Περπλ. Τέλος, στις ΗΠΑ, τα συγκροτήματα του southern rock (σάουθερν ροκ), δηλαδή συγκροτήματα που προέρχονται από τις νότιες πολιτείες των ΗΠΑ, αξίζουν ιδιαίτερης προσοχής, αφού κάποια απ’ αυτά, όπως οι Λίναρντ Σκίναρντ και οι Όλμαν Μπράδερς ηχογράφησαν μερικά μουσικά αριστουργήματα.
Το ροκ από το 1980 ως τη σύγχρονη εποχή. Το πανκ και το νιου γουέιβ θεωρούνται τα τελευταία μεγάλα μουσικά κινήματα που εντάσσονται στο ροκ και που άλλαξαν σε σημαντικό βαθμό τη ζωή των νέων όλου του κόσμου. Από το 1980 και μετά δημιουργήθηκαν αρκετά κινήματα και εμφανίστηκαν πολλοί και σημαντικοί καλλιτέχνες, χωρίς να αναπτυχθεί ποτέ όμως μια δυναμική τέτοια που να προκαλέσει αλλαγές κεφαλαιώδους σημασίας. Το ροκ έχει μεταλλαχθεί σε μια μουσική βιομηχανία που αφήνει τεράστια κέρδη, έχει γίνει αντικείμενο ακαδημαϊκών ερευνών και υπάρχουν πλέον πανεπιστημιακές έδρες που ασχολούνται με τις διάφορες εκφάνσεις του. Αρκετοί μάλιστα θεωρούν πως το ροκ είναι «η κλασική μουσική του 20ού αιώνα».
Οι τεχνολογικές κατακτήσεις έπαιξαν τεράστιο ρόλο στην ανάπτυξη των νέων μουσικών ιδιωμάτων και στις εξελίξεις της μουσικής βιομηχανίας. Μια καινούρια μορφή προώθησης των προϊόντων της μουσικής βιομηχανίας, το βίντεο, πρόσφερε εκατομμύρια δολάρια στις εταιρείες και άνοιξε νέους δρόμους έκφρασης στους καλλιτέχνες. Η αρνητική συνέπεια αυτού του γεγονότος ήταν όμως ότι αρκετές φορές η μουσική υποσκελίστηκε από το βίντεο, όπως και το ότι κατέστη σχεδόν αδύνατη η επιτυχία ενός δίσκου χωρίς την προώθησή του μέσα από τα τηλεοπτικά δίκτυα, όπως το MTV, που έτσι απέκτησαν τεράστια εξουσία. Η εμφάνιση των ψηφιακών δίσκων (CD) (1983) ήταν το επόμενο σημαντικό γεγονός που έδωσε τροφή στη μουσική βιομηχανία, αφού χιλιάδες έργα ηχογραφημένα σε βινύλιο έπρεπε να αντικατασταθούν από τους ψηφιακούς δίσκους.
Η δεκαετία του ’80 είναι η εποχή των «μεγάλων καλλιτεχνών», καθένας από τους οποίους έχει ένα τεράστιο κοινό που τον ακολουθεί παντού, όπως ο «ήρωας της εργατικής τάξης των ΗΠΑ», ο Μπρους Σπρίγκστιν, αλλά και ο Μάικλ Τζάκσον, ο Πρινς, η Μαντόνα. Για τους τρεις τελευταίους το παράδοξο είναι ότι δεν μπορούν να συμπεριληφθούν στο ροκ ως στάση ζωής παρά μόνο εμμέσως, αλλά το μουσικό ιδίωμά τους, πολλές φορές, αντανακλά «καθαρόαιμες» ροκ τάσεις και επιρροές. Αυτό αποδεικνύει το γεγονός ότι πλέον η ροκ μουσική είναι ένα μαζικό φαινόμενο, που έχει αφυδατωθεί από το όποιο επαναστατικό του περιεχόμενο και έχει καταλήξει να είναι «καταναλωτικό προϊόν» διασκέδασης και ψυχαγωγίας.
Εξέχουσα θέση κατέχει το ιρλανδικό συγκρότημα των U2, που ξεκινώντας με το «Sunday Bloody Sunday» κατέκτησε την κορυφή με εξαιρετικούς δίσκους αλλά και με τη στράτευσή του σε ζητήματα όπως η διαγραφή[GLi] των χρεών των χωρών του Τρίτου κόσμου, ο αγώνας κατά του AIDS και η υποστήριξη του Δημοκρατικού Κόμματος στις αμερικανικές εκλογές. Ο τραγουδιστής του συγκροτήματος, ο Bono, είναι μια από τις πλέον αναγνωρίσιμες φιγούρες παγκοσμίως και το όνομά του συμπεριλήφθηκε στη λίστα των υποψηφίων για το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης το 2003. Το γερμανικό συγκρότημα των Scorpions δεν παρουσιάζει τις πολιτικές ανησυχίες των U2, αλλά κατάφερε να βρίσκεται στην κορυφή για σχεδόν τρεις δεκαετίες (από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’70) χάρη στη θαυμάσια μουσική του και κυρίως τις υπέροχες μελωδικές γραμμές της κιθάρας και τη χαρακτηριστική φωνή του τραγουδιστή Κλάους Μάιν.
Στο ροκ της εποχής αυτής περιλαμβάνονται καλλιτέχνες όπως ο Έλβις Κοστέλο, οι Μάντνες, οι Σπέσιαλς, οι Σμιθς, οι Τζαμ, που συνθέτουν διάφορα είδη (σκα, ρέγκε, ριθμ εντ μπλουζ, πανκ) φτάνοντας σε αξιόλογες προτάσεις. Περιλαμβάνονται κιθαρίστες δεξιοτέχνες που προσπαθούν να «τρέξουν γρηγορότερα από τον ήχο», αλλά και φαινόμενα τύπου Μάικλ Τζάκσον, που μεταπηδά από την ντίσκο στο ροκ με την ίδια ευκολία που ο Στιγκ ασχολείται με διάφορα είδη έθνικ μουσικής. Ιδιαίτερη αναφορά αξίζουν φαινόμενα όπως το hard rock (χαρντ ροκ) και το heavy metal (χέβι μέταλ), που βασίζονται στην εκκωφαντική ένταση της μουσικής, τη μουσική δεξιοτεχνία των μελών των συγκροτημάτων και τις παράδοξες αντιλήψεις που εμφανίζονται στους στίχους τους. Το alternative rock (εναλλακτικό ροκ), με συγκροτήματα όπως οι REM και οι Ρεντ Χοτ Τσίλι Πέπερς, διεκδικεί την αυτονόμησή του από μουσικές μόδες και τη χειραφέτησή του από την «τυραννία» των δισκογραφικών εταιρειών. Το grunge (γκραντζ), μουσικό είδος που εμφανίστηκε στις βορειοδυτικές ΗΠΑ και κυρίως το Σιάτλ, με κυριότερους εκπροσώπους τους Νιρβάνα του Κερτ Κομπέιν, υπήρξε κάποια στιγμή η μεγάλη ελπίδα για μια καινούρια πνοή στο ροκ, αλλά τελικά «ξεφούσκωσε» γρήγορα. Ροκ μπορούν να θεωρηθούν και τα συγκροτήματα της βρετανικής σκηνής της ποπ, όπως οι Όασις, οι Μπλερ, οι Ρέντιοχεντ, που επηρεασμένοι από τη βρετανική σκηνή του ’65 προσέφεραν μερικά μουσικά διαμάντια, χωρίς όμως συνέχεια. Μια ιδιαίτερη περίπτωση αποτελεί το φαινόμενο του ραπ, το οποίο έχει προέλθει από τη μουσική των μαύρων, αλλά έχει επηρεάσει σε σημαντικό βαθμό αρκετούς ροκ καλλιτέχνες, δίνοντας εξαιρετικά δείγματα με τη μείξη του με άλλα είδη. Και βέβαια πλήθος άλλα συγκροτήματα που εξακολουθούν να προτείνουν το ίδιο παλιό ροκ εντ ρολ, χωρίς διάθεση να πειραματιστούν με κάτι καινούριο, αφού για πολλούς το «να παίζεις απλά το ροκ εντ ρολ είναι ο λόγος της ύπαρξής μας».
Το ροκ στην Ελλάδα. Τα πρώτα βήματα του ροκ στην Ελλάδα έγιναν στη δεκαετία του ’60 και όπως ήταν φυσικό αποτελούσαν απομιμήσεις των μουσικών γεγονότων που συνέβαιναν σε Αγγλία και ΗΠΑ.. Τα χρόνια εκείνα οι μουσικές εξελίξεις έφταναν στην Ελλάδα με σημαντική καθυστέρηση και η αφομοίωσή τους ήταν μάλλον επιδερμική. Εξάλλου, το γενικότερο πολιτικό κλίμα της εποχής και οι κοινωνικές συμβάσεις δεν ευνοούσαν την ευδοκίμηση μιας γενικότερης αμφισβήτησης αξιών και στάσεων και η ρήξη με το κατεστημένο περιορίστηκε σε εξωτερικά χαρακτηριστικά (όπως για παράδειγμα τα μακριά μαλλιά, η ενδυμασία, τα πάρτι). Ιδιαίτερα σκληρή υπήρξε η απάντηση της εξουσίας, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το νόμο 4000 περί τεντιμποϊσμού (τεντιμπόις αποκαλούνταν οι[GLi] νέοι που άκουγαν ξένη μουσική και προσπαθούσαν να αφήσουν μακριά μαλλιά).
Η πλήρης άγνοια για το μουσικό υπόβαθρο της καινούριας μουσικής, η έλλειψη κατάλληλων συναυλιακών χώρων και αξιόπιστων μουσικών οργάνων, ξεπεράστηκαν –κατά το δυνατόν– με το πάθος των νέων και την αδιάκοπη προσπάθειά τους. Τα συγκροτήματα της δεκαετίας του ’60 δε γνώρισαν επιτυχία στο εξωτερικό, αφού σχεδόν όλα εκφράστηκαν στην ελληνική γλώσσα. Το μοναδικό συγκρότημα που ακολούθησε διεθνή καριέρα ήταν οι Aphrodite’s Child, στους οποίους συμμετείχαν ο Βαγγέλης Παπαθανασίου και ο Ντέμης Ρούσσος (που μετά τη διάλυσή τους ακολούθησαν σόλο καριέρα γνωρίζοντας τεράστια επιτυχία) με το Λουκά Σιδερά και τον Αργύρη Κουλούρη. Στην Ελλάδα τα μεγαλύτερα ονόματα υπήρξαν τα συγκροτήματα Φόρμιγξ, Τσαρμς, Άιντολς, Ολίμπιανς, Μπλου Μπερντς και Σάουντς.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 εμφανίστηκε στο προσκήνιο μιας νέα γενιά μουσικών, η οποία σε σύντομο διάστημα πήρε τα πρωτεία. Οι μουσικοί αυτοί ήταν πιο μελετημένοι, αρκετοί αναδείχτηκαν σε δεξιοτέχνες οργανοπαίκτες (όπως ο Γ. Σπάθας, ο κιθαρίστας των Σόκρατες), ενώ οι στίχοι τους αναδείκνυαν τους πόθους και τα προβλήματα μιας γενιάς που βρισκόταν σε σύγκρουση με τους μεγαλύτερους. Η δικτατορία του ’67, που απαγόρευε το πολιτικό τραγούδι και την έκφραση της αριστερής ιδεολογίας, «βοήθησε» άθελά της την ανάπτυξη αυτής της μουσικής. Συγκροτήματα όπως οι Poll (στους οποίους συμμετείχαν οι Κ. Τουρνάς, Σ. Λογαρίδης και Ρ. Ουίλιαμς), οι Πελόμα Μποκιού του Βλ. Μπονάτσου, οι Νοστράδαμος και ο Εξαδάκτυλος του Δημ. Πουλικάκου έγραψαν μερικά αξιόλογα μουσικά κομμάτια. Σε περισσότερο ροκ κατεύθυνση κινήθηκαν οι Socrates drunk the conium των Γ. Σπάθα και Α. Τουρκογιώργη, οι οποίοι έγραψαν σε αγγλικό στίχο και προσπάθησαν να ακολουθήσουν μουσική καριέρα στο εξωτερικό. Παρά το γεγονός ότι ήταν θαυμάσιο συγκρότημα, που δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από ανάλογα ξένα συγκροτήματα, εντούτοις, η προσπάθειά τους αυτή στέφθηκε από αποτυχία. Στο πλαίσιο της ροκ κίνησης των αρχών της δεκαετίας του ’70 εντάσσονται και μερικοί δίσκοι καλλιτεχνών όπως ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο Θανάσης Γκαϊφύλιας, ο Ηρακλής Τριανταφυλλίδης που συνδυάζουν το ροκ με το έντεχνο τραγούδι.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 εμφανίστηκε ο δίσκος «Φλου» του Παύλου Σιδηρόπουλου και του συγκροτήματός του Σπυριδούλα. Ο Σιδηρόπουλος είχε ιδρύσει το ντουέτο «Δάμων και Φιντίας» με τον κιθαρίστα Παντελή Δεληγιαννίδη και είχε συνεργαστεί σε κάποιους δίσκους του Γ. Μαρκόπουλου και του Δ. Σαββόπουλου, πριν εμφανιστεί στο μουσικό στερέωμα με το «Φλου». Ο δίσκος αυτός θεωρείται η καλύτερη στιγμή του ελληνικού ροκ και η επιρροή του Σιδηρόπουλου στη ροκ μουσική σκηνή της Ελλάδας είναι ανυπολόγιστη. Ο Σιδηρόπουλος συνέχισε μέχρι τον πρόωρο θάνατό του (το 1990) μια μοναχική συνεπή πορεία στη ροκ σκηνή, γράφοντας εκπληκτικά μεστούς στίχους, απλούς αλλά πλήρεις νοημάτων, και μια μουσική βασισμένη στην καλύτερη παράδοση του γνήσιου ροκ εντ ρολ. Ασφαλώς η απώλειά του υπήρξε από τις χειρότερες στιγμές της μικρής ιστορίας του ελληνικού ροκ.
Στη δεκαετία του ’80 οι μουσικές αναταράξεις του εξωτερικού έφταναν και στην Ελλάδα περισσότερο γρήγορα. Το πανκ και[GLi] το νιου γουέιβ δημιούργησαν και στη χώρα μας καινούργια μουσικά συγκροτήματα, όπως οι Metro Decay, Libido Blume, Magic de Spell, Villa 21, Yell-o-Yell, Sharp Ties, Λευκή Συμφωνία, Μωρά στη Φωτιά και Last Drive. Η γενικότερη κατάσταση είχε πλέον αναβαθμιστεί, αφού υπήρχαν και αξιόλογοι συναυλιακοί χώροι, αλλά και ανεξάρτητες εταιρείες στις οποίες οι καλλιτέχνες και τα συγκροτήματα μπορούσαν να ηχογραφήσουν πιο εύκολα. Στη δεκαετία του ’80 και μετά τη σταδιακή οπισθοχώρηση του πολιτικού τραγουδιού, πολλοί καλλιτέχνες στράφηκαν στο ροκ, αφού έτσι μπορούσαν να εκφραστούν καλύτερα. Υπήρξαν όπως και σπουδαίοι μουσικοί που ακολούθησαν μια συνεπή πορεία στο χρόνο και στη δεκαετία αυτή μπόρεσαν να συλλέξουν τους καρπούς των κόπων τους. Ο Βαγγέλης Γερμανός, ο Νίκος Πορτοκάλογλου με ή χωρίς τους Φατμέ, ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, με ή χωρίς τους Τερμίτες, είναι μερικοί από αυτούς. Διαφορετική περίπτωση ήταν ο τραγικός Νικόλας Άσιμος. Αν και όσο ζούσε στάθηκε συνειδητά στο περιθώριο διακωμωδώντας με την άγρια σάτιρά του την κοινωνία και τους ανθρώπους, περνώντας στο ευρύ κοινό την εικόνα ενός κυνικού απαισιόδοξου μηδενιστή, εντούτοις με κάποια τραγούδια του όπως το «Venceremos» ή το «Ουλαλούμ» φανερώνει την ευαίσθητη χορδή ενός ικανότατου τραγουδοποιού, που αδίκησε τον εαυτό του και αδικήθηκε από το ανυποψίαστο κοινό. Οι Μουσικές Ταξιαρχίες και ο Τζίμης Πανούσης είναι μια ξεχωριστή περίπτωση, αφού βαθμιαία η μουσική υποχώρησε σε δεύτερο πλάνο και απλώς κατέληξε να σχολιάζει τη στιχουργία του Πανούση. Ο Ζορζ Πιλαλί, διαχρονικός και σατιρικός, εξαιρετικός κιθαρίστας, ένας από τους καλύτερους της Ελλάδας, με χιούμορ δηλητηριώδες.
Στη δεκαετία του ’90 οι κυρίαρχοι του ελληνικού ροκ είναι το συγκρότημα Τρύπες και δευτερευόντως τα Ξύλινα Σπαθιά. Οι Τρύπες έδωσαν μεγάλη βαρύτητα στους στίχους τους, χωρίς όμως να αμελήσουν τη μουσική τους και κατάφεραν να ηχογραφήσουν μερικά πολύ αξιόλογα κομμάτια. Το ίδιο ισχύει και για τον περισσότερο εσωστρεφή Παύλο Παυλίδη, ιθύνοντα νου των Ξύλινων Σπαθιών, ένα πηγαίο καλλιτέχνη με τεράστιο ταλέντο. Οι Stereo Nova και τα Διάφανα Κρίνα αποτελούν δύο άλλες εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως βέβαια και οι Active Member που έχουν τη βάση τους στο Πέραμα και έχουν δημιουργήσει μια μουσική κολεκτίβα. Άλλα συγκροτήματα με σπουδαίες στιγμές είναι οι Γκουλάγκ, Deus ex Machina, Echo Tattoo, Bokomolech, Ενδελέχεια, τα Υπόγεια Ρεύματα. Και φυσικά πολλά ακόμα, το καθένα με τη δική του θέση και αξία.
Οι αναζητήσεις των ροκ καλλιτεχνών στην Ελλάδα συνεχίζονται και θα συνεχίζονται μελλοντικά γιατί το ροκ αποτελεί το απαραίτητο όχημα κάθε νέου, σε οποιοδήποτε μέρος του πλανήτη, που θέλει να εκφραστεί με μια κιθάρα και χωρίς πολλά μέσα στη διάθεσή του.