(Αλφαβητάρι)
Το έβδομο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου.
Αρχικά ήταν απλό λαρυγγόφθογγο δασύ πνεύμα.
Στη σημιτική γραφόταν Θ, προφερόταν χεθ ή χετ και σήμαινε φράχτης.
Στις αρχαιότερες [GLi]επιγραφές της Θήρας, της Μήλου και της Εύβοιας συνοδεύει τα ψιλά κ, π, τ για την απόδοση των χ, φ, θ. Αργότερα, όταν το η απέδιδε το μακρό ε (= η), ο δασύς φθόγγος Η μπροστά από τα φωνήεντα διασπάστηκε και το αριστερό μέρος L σήμαινε το δασύ πνεύμα, ενώ το δεξί το ψιλό. Από τα σημεία αυτά προέκυψαν τα πνεύματα ψιλή και δασεία.
Στη λατινική γλώσσα το η μεταγράφεται από ελληνικές λέξεις σε e.
Στα τέλη του 2ου ή τις αρχές του 3ου αι. άρχισε να προφέρεται ως μακρό, για να επικρατήσει κανονικά πια η προφορά του όπως του ι.
Στη μετάπτωση το η γίνεται ω: ρήγνυμι – ρωγμή.
Το η συναντιέται συχνά ως συνθετικό φωνήεν στην αρχαία σύνθεση, γατί τα πρωτόκλιτα, ως πρώτα συνθετικά τελειώνουν σε η: αστραπή-βόλος. Αναλογικά προκύπτει το θανατη-φόρος.
Στις άλλες λατινογενείς γλώσσες έπαψε να έχει φωνητική ισχύ, είναι δηλωτικό δασύτητας και χρησιμεύει για την αλλοίωση της κανονικής προφοράς μερικών συμφώνων μπροστά από φωνήεν.
Το Η χρησίμευε στους αρχαίους για τη δήλωση του αριθμού εκατό.
Ως αριθμητικό, τονούμενο (η΄), δήλωνε τον αριθμό οχτώ, ενώ με τον τόνο κάτω αριστερά (,η) το οχτώ χιλιάδες.
Στη διαίρεση αρχαίων βιβλίων,[GLi] σημαίνει το έβδομο βιβλίο.
Ως αριθμητικό σημείο κατά το μεσαίωνα στη Δύση σήμαινε το 200 και με γραμμή επάνω () 200.000.