Επόμενος σταθμός ήταν το νησί της Αίας όπου κατοικούσε η Κίρκη, η αδερφή του Αιήτη. Ήταν φοβερή, μεγάλη μάγισσα που μιλούσε σαν θνητή. . . .
Πατέρας της ήταν ο Ήλιος και μάνα της η Ωκεανίδα Πέρση. Αρχικά άραξαν σ’ ένα ακρογιάλι του νησιού και[GLi]έμειναν εκεί δυο μέρες, υποφέροντας από την κούραση και την πείνα. Την τρίτη μέρα ο Οδυσσέας ανέβηκε σ’ ένα ύψωμα και αντίκρισε το παλάτι της μάγισσας.
Τότε σκέφτηκε να στείλει κάποιους συντρόφους του για να μάθουν ποιος κατοικούσε εκεί. Όταν γύριζε προς το καράβι, συνάντησε ένα τεράστιο ελάφι. Το χτύπησε με το χάλκινο κοντάρι του, το έφερε στους συντρόφους του για να φάνε και τους παρηγόρησε.
Την άλλη μέρα το πρωί τους ανακοίνωσε την απόφασή του. Αυτοί έχοντας στο μυαλό τους τα δεινά που έπαθαν από τους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες, τον προέτρεπαν να φύγουν και άρχισαν τους θρήνους. Όμως ο Οδυσσέας είχε πάρει την απόφασή του. Χωρίστηκαν σε δύο ομάδες στη μια αρχηγός ήταν ο Ευρύαλος και στην άλλη ο ίδιος ο βασιλιάς. Τότε έριξαν κλήρο για να δούνε ποια ομάδα θα πήγαινε για εξερεύνηση. Ο κλήρος έπεσε στον Ευρύαλο, που με είκοσι δύο λυπημένους συντρόφους ξεκίνησε προς την ενδοχώρα.
Σε λίγο οι άντρες έφτασαν μπροστά στο μαρμάρινο παλάτι της Κίρκης, που βρισκόταν σ’ ένα λαγκάδι. Έμειναν έκπληκτοι όταν αντίκρισαν στον αυλόγυρο του παλατιού λύκους και λιοντάρια, που η θεά με μαγικά βότανα είχε εξημερώσει.
Τα θηρία, μόλις αντίκρισαν τους ξένους, έτρεξαν καταπάνω τους κουνώντας παιχνιδιάρικα την ουρά τους. Μέσα από το παλάτι ακουγόταν γλυκιά η φωνή της θεάς που τραγουδούσε καθώς [GLi]ύφαινε στον αργαλειό ένα λεπτό κομμάτι ύφασμα.
Οι άντρες άρχισαν να τη φωνάζουν.
Αυτή τους είδε και τους προσκάλεσε μέσα.
Μονάχα ο Ευρύλοχος που υποπτεύθηκε κάποια παγίδα έμεινε πίσω και παραμόνευε έξω από το παλάτι.
Η Κίρκη έβαλε τους άντρες να καθίσουν σε λαμπρούς θρόνους και έφτιαξε ένα χυλό από τυρί, μέλι, αλεύρι και εκλεκτό κρασί από την Πράμνη της Ικαρίας για να τους φιλέψει. Όμως στο φαγητό έριξε μαγικά βότανα που τους έκαναν να ξεχάσουν την πατρίδα. Στη συνέχεια τους χτύπησε έναν-έναν με το μαγικό ραβδί της και τους μεταμόρφωσε σε χοίρους, χωρίς όμως να χάσουν τη λογική τους. Έκλαιγαν και την παρακαλούσαν να τους λυπηθεί, αλλά αυτή τους έβαλε σ’ ένα χοιροστάσιο και τους έριξε για τροφή βελανίδια και κράνα.
Στο μεταξύ ο Ευρύλοχος, που είχε μείνει έξω από το παλάτι, καθώς δεν έβλεπε κανέναν να βγαίνει, έτρεξε τρομαγμένος πίσω στην ακρογιαλιά και παρακινούσε τον Οδυσσέα να εγκαταλείψουν τους άντρες στο παλάτι της Κίρκης και να φύγουν.
Ο αρχηγός οργίστηκε με τη δειλία του Ευρύλοχου και αφού πήρε τα όπλα, ξεκίνησε μόνος του για το παλάτι.
Στο δρόμο παρουσιάστηκε μπροστά του ο Ερμής, ο αγγελιοφόρος των θεών, κρατώντας στο χέρι του χρυσό ραβδί.
Του αποκάλυψε τι είχαν πάθει οι σύντροφοί του από την Κίρκη και του έδωσε ένα βοτάνι που θα σταματούσε τη δράση των μαγικών της θεάς επίσης του έδωσε πολύτιμες συμβουλές σχετικά με τη συμπεριφορά του απέναντί της.
Αμέσως μετά πέταξε προς τον ουρανό και εξαφανίστηκε.
Ο Οδυσσέας σε λίγο έφτασε στο παλάτι της Κίρκης. Αυτή όταν άκουσε τις φωνές του, βγήκε και τον προσκάλεσε [GLi]για φαγητό. Ο άντρας έφαγε το χυλό της, όμως τα μάγια δεν τον έπιασαν, γιατί είχε μαζί του το βοτάνι του Ερμή.
Τότε η Κίρκη τον άγγιξε με το ραβδί της λέγοντας:
– Σύρε με τους συντρόφους σου και συ στο χοιροστάσιο.
Ο Οδυσσέας εφάρμοσε τις συμβουλές του Ερμή. Τράβηξε το κοφτερό σπαθί του και προσποιήθηκε πως ήθελε να τη σφάξει. Η μάγισσα φοβήθηκε, έβαλε τις φωνές και τότε σκέφτηκε ότι πρέπει να ήταν ο Οδυσσέας για τον οποίο της είχε μιλήσει κάποτε ο Ερμής. Αμέσως τον κάλεσε στο κρεβάτι της για να χαρούν τον έρωτα.
Ο πολυμήχανος άντρας της ζήτησε πρώτα να πάρει φοβερό όρκο, επικαλούμενη τη γη, τον ουρανό και το νερό της Στύγας ότι δε θα του έπαιρνε την αντρεία μόλις γδυνόταν. Αφού έγινε κι αυτό, την ακολούθησε στο όμορφο κρεβάτι. Αργότερα δέχτηκε περιποιήσεις από τέσσερις νεράιδες που είχε ως βοηθούς η Κίρκη. Η μία έστρωσε τους θρόνους με πανώρια, πορφυρένια υφάσματα η άλλη έστρωσε ασημένια τραπέζια και τοποθέτησε επάνω χρυσοσκάλιστες πιατέλες με λογής εδέσματα.
Η τρίτη κοπέλα έφερε το κρασί σε ασημένιο δοχείο και το έριχνε σε χρυσά κύπελλα. Η τέταρτη τον οδήγησε στο λουτρό, τον έλουσε και του έκανε μπάνιο με ζεστό νερό και έτσι έφυγε η κούραση από το ταλαιπωρημένο κορμί του. Στη συνέχεια τον άλειψε με μυρωδάτο λάδι και του φόρεσε πεντάμορφη χλαμύδα και πορφυρένιο χιτώνα.
Όταν έγιναν όλες οι ετοιμασίες, η Κίρκη τον κάλεσε στο τραπέζι για φαγητό.
Ο Οδυσσέας έχοντας πάντα στο μυαλό του τις οδηγίες του Ερμή, είπε πως δεν μπορούσε να κατεβάσει ούτε μια μπουκιά, όσο ήταν δεμένοι με τα μαγικά της οι αγαπημένοι του σύντροφοι. Τότε η Κίρκη έφερε μέσα στο παλάτι τους μεταμορφωμένους άντρες και αφού τους πέρασε με μια μαγική αλοιφή, άρχισαν σιγά-σιγά να παίρνουν την πραγματική, ανθρώπινη μορφή τους. Μάλιστα, φαίνονταν πιο νέοι, πιο λεβέντες και πιο ομορφοκαμωμένοι. Μόλις είδαν τον Οδυσσέα, άρχισαν να κλαίνε με αναφιλητά και αγκαλιάζονταν μεταξύ τους.
Η Κίρκη συγκινημένη απ’ αυτή τη σκηνή, του είπε να φωνάξει και τους υπόλοιπους συντρόφους του.
Έτσι κι έγινε.
Μόλις ο Οδυσσέας έφτασε στο καράβι τον υποδέχτηκαν με δάκρυα χαράς και δέχτηκαν να πάνε στο παλάτι. [GLi]Μονάχα ο Ευρύαλος προσπάθησε να τους εμποδίσει, όμως ήρθε αντιμέτωπος με την τρομερή οργή του αρχηγού του και αναγκαστικά ακολούθησε. Όταν έφτασαν στο παλάτι, όλοι μαζί άρχισαν να αγκαλιάζονται και να φιλιούνται.
Η Κίρκη τους κάλεσε όλους στο τραπέζι να φάνε. Ακολούθησε τρικούβερτο γλέντι με πολλά ψητά κρέατα και άφθονο γλυκόπιοτο κρασί.
Μέσα στην καλοπέραση περνούσε ο καιρός πολύ γρήγορα. Έτσι, ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του έμειναν στην Αία έναν ολόκληρο χρόνο. Όταν η νοσταλγία για την πατρίδα άρχισε να τους κυριεύει, του ζήτησαν να ξεκινήσουν το ταξίδι της επιστροφής.
Το ίδιο βράδυ ο Οδυσσέας, όταν πλάγιασε στο κρεβάτι της θεάς, κλαίγοντας της ζήτησε να τον βοηθήσει να επιστρέψει στην Ιθάκη. Η Κίρκη του απάντησε πως δεν ήθελε να τον κρατά στο νησί της παρά τη θέλησή του έπρεπε όμως πριν πάρουν το δρόμο της επιστροφής να κατέβουν πρώτα στον Άδη για να πάρει χρησμό από την ψυχή του τυφλού μάντη Τειρεσία, που ακόμη και στον Κάτω Κόσμο μπορούσε να προλέγει το μέλλον.
Ο Οδυσσέας σαστισμένος άρχισε να τρέμει από το φόβο του και να κλαίει μόλις άκουσε τη νέα δοκιμασία που έπρεπε να περάσει. Η Κίρκη τον καθησύχασε λέγοντάς του πως η ίδια θα τον βοηθούσε στην πραγματοποίηση αυτού του ταξιδιού. Του έδωσε πολύτιμες οδηγίες και συμβουλές σχετικά με τον τρόπο που θα συναντούσε την ψυχή του Τειρεσία και θα συνομιλούσε μαζί του.
Όταν ξημέρωσε η καινούρια μέρα, ο Οδυσσέας πληροφόρησε τους συντρόφους του για το ταξίδι που θα έκαναν.
Αυτοί άρχισαν να χτυπιούνται και να θρηνούν, όμως γρήγορα σταμάτησαν, αφού έβλεπαν πως δεν υπήρχε κανένα όφελος από το κλάμα. Η Κίρκη για την αποχαιρετιστήρια στιγμή στολίστηκε με λευκό, μακρύ φόρεμα, έβαλε μια πανώρια, χρυσή ζώνη στη μέση της και ένα μεγαλόπρεπο, λεπτοδουλεμένο πέπλο στο κεφάλι της.
Την ώρα της αναχώρησης σημειώθηκε ένα δυσάρεστο επεισόδιο.
Ένα παλικάρι του Οδυσσέα, ο Αλπήνορας, που ούτε γενναίος πολεμιστής ήταν, μα ούτε και έξυπνος άντρας, επειδή το προηγούμενο βράδυ είχε μεθύσει, αποκοιμήθηκε στη σοφίτα.
Ξύπνησε απότομα από τις φωνές[GLi] των αποχαιρετισμών, μα πάνω στην αναστάτωση του δεν κατέβηκε από τη σκάλα, αλλά έπεσε στο κενό και σκοτώθηκε.